Προχωρούσε μαζεμένα, σαν φοβισμένο κουτάβι, ανάμεσα από τους θάμνους και τα γέρικα, τεράστια δέντρα του κήπου. Κοιτούσε πότε χαμηλά στη γης, προσέχοντας μην πατήσει κανά ξερόκλαδο, μην σκοντάψει σε καμιά πέτρα, και πότε την πανσέληνο που σκαρφάλωνε αργά στον σκοτεινό θόλο που κρέμουνταν πάνω απ’ την πλάση καρφωμένος με χιλιάδες μικροσκοπικά καρφάκια που λαμπύριζαν σαν κωλοφωτιές. Η πόλη που απλώνουνταν στα ριζά του λόφου πίσω του, ανάσαινε αργά, μισοκοιμισμένη, χολωμένη, λερή και ταλαιπωρημένη σαν δαρμένη πόρνη από την ιστορία, τους βασιλιάδες, τους προφήτες και τους θεούς που τρύγησαν τα κάλλη της. Μια ανάκατη μυρωδιά από ταγκισμένο λάδι, σκόνη, ιδρώτα, ψαρίλα, ελπίδα και φονικό την σκέπαζε σαν ομίχλη, την αγκάλιαζε σαν μεθυσμένος εραστής. Βογγητά και κραυγές ακούγονταν που και που από τις απόμερες γειτονιές και τα σιδερένια, ρυθμικά, ήσυχα και ταυτόχρονα τρομαχτικά βήματα από τα περίπολα αντηχούσαν στους σκονισμένους δρόμους.
Είχε αφήσει την πόλη ώρα πίσω του. Είχε ξυπνήσει κάθιδρος, σαν από κακό όνειρο, αλλά δεν ήταν όνειρο αυτό που του έκοψε τον ύπνο. Ήταν μια κραυγή. Μια κραυγή μέσα του, μια αγωνία, μια ανάγκη, την αιτία της οποίας δεν ήξερε, δεν μπορούσε να προσδιορίσει. Ήταν κάτι πρωτόγνωρο, όπως όλα τις τελευταίες αυτές μέρες. Σαν πατρικό χέρι η αγωνία αυτή τον σήκωσε από το κρεβάτι του, τον έντυσε και τον έσπρωξε απαλά έξω από την πόρτα. Η νύχτα ήταν προχωρημένη. Η πόλη έβραζε από την απανεμιά, μια σιωπηρή ζέστη είχε κατακαθίσει πάνω της μέρες τώρα και σκόρπιζε απλόχερα την τρέλα και την αποχαύνωση. Κανείς δεν τον κατάλαβε, κανένας δεν τον πρόσεξε να βγαίνει από τα σύνορα της πόλης και να χώνεται στο σκοτεινό δάσος. Αλλά τίποτα δεν τον φόβιζε, τίποτα δεν μπορούσε να τον αποθαρρύνει. Κι όσο απομακρύνουνταν από την πόλη και χώνουνταν βαθύτερα στην αγκαλιά του δάσους η αγωνία αυτή θέριευε, ζωντάνευε μες στο στήθος του, αποκτούσε παλμό δικό της. Και όσο η μυστήρια αγωνία μεγάλωνε, εκείνος ένιωθε όλο και πιο ήρεμος. Ένιωθε όλο και πιο σίγουρος.
Προχωρούσε για ώρα μέσα στις σκιές και τα αγκαλιάσματα της σιωπηρής φύσης. Αγκαθωτά κλαδιά γραπώνουνταν από το μανδύα του, τα ζώα της νύχτας σκεπάζανε τα βήματά του με τα γουργουρητά και τα καλέσματά τους. Σταματούσε κάθε λίγο και αφουγκράζουνταν. Ο αχός της πόλης, η βάρβαρη αυτή ησυχία, η ηρεμία που έμοιαζε με θράκα που περιμένει να την ανασκαλέψεις για να φουντώσει πάλι, ερχότανε στα αυτιά του. Αλλά κανένας δεν τον ακολουθούσε. Ήταν μόνος του. Αυτός και το πελώριο φεγγάρι.
Παραμέρισε ένα τείχος από σκουροπράσινα φυλλώματα για να βρεθεί σε ένα ξέφωτο. Τριγύρω αιωνόβια λιόδεντρα παραταγμένα σε έναν κυκλωτικό χορό. Τα τεράστια ξύλινα κορμιά τους λαμπύριζαν κάτω από το φως του φεγγαριού που τώρα πια είχε σταθεί στην κορυφή του ουρανού και χασμουριότανε χαζεύοντας τους ανθρώπους που ροχάλιζαν, ερωτεύουνταν, προσεύχουνταν και σκοτώνουνταν από κάτω του.
Φτάνοντας στο ξέφωτο η ψυχή του μέρεψε. Λες και μια γλύκα χύθηκε μέσα του και του απάλυνε τα σωθικά του. Κοίταξε τα λιόδεντρα ένα γύρω, το φεγγάρι, ύστερα το χώμα που ανάβλυζε τη μυρωδιά της γης, τη μυρωδιά της ζωής. Στάθηκε στο κέντρο του χορού των δέντρων, κάρφωσε το βλέμμα του ξανά στον ουρανό για μια στιγμή που του φάνηκε ατελείωτη και ύστερα γονάτισε φέρνοντας τα χέρια του στο στήθος του και σκύβοντας το κεφάλι του μπροστά στο φως του φεγγαριού. Προσπάθησε να ψελλίσει κάτι, τα χείλη του ξαφνικά άρχισαν να τρέμουν, τα χέρια του σφίχτηκαν πιο πολύ αναμεταξύ τους, και δάκρυα άρχισαν να κυλούν στο πρόσωπό του και να σκαλώνουν στις άκρες από τα γένια του σαν δροσοσταλίδες. Πήρε βαθιά ανάσα, κατάπιε ένα λυγμό και κατάφερε να αναφωνήσει:
«Πατέρα, γιατί με εγκατέλειψες...»
Μόλις άκουσε τα λόγια του, μετάνιωσε. Μετάνιωσε που τα πρόφερε, μετάνιωσε που τα είχε σκεφτεί, μετάνιωσε που κατά βάθος ένιωθε πως ήταν η αλήθεια...
«Πατέρα, γιατί με εγκατέλειψες...»
Κι άλλα δάκρυα στάζαν από τα μάτια του, κι άλλο σφίξιμο στα χέρια του και στο μέσα του, κι άλλες τύψεις...
«Δεν είμαι έτοιμος. Δεν είμαι φτιαγμένος για αυτό. Δεν μπορώ να τα καταφέρω.»
Τα δάκρυα άρχισαν να στερεύουν, μέσα του άρχισε να ορθώνεται κάποιος άλλος, κάποιος που φώναζε, που ούρλιαζε, που ετοιμάζουνταν να τον γραπώσει απ’ τον λαιμό, που ήθελε να τσαλαπατήσει τις τύψεις του και να συντρίψει τις αμφιβολίες του.
«Αλλά εσύ ξέρεις καλύτερα. Αν είναι να πιω αυτό το ποτήρι, δώσε μου το κουράγιο να φανώ γενναίος. Δώσε μου το κουράγιο να μην σε απογοητέψω.»
Κέρδιζε τη μάχη. Το ‘νιωθε. Θα τα κατάφερνε.
«Πρέπει να τελειώσω αυτό που άρχισα, πρέπει να δώσω την ελπίδα πάλι στον κόσμο.»
Τα δάκρυα δεν έτρεχαν πια, τα χέρια του ήταν σταθερά, η όψη του ήταν σκληρή, αποφασιστική.
Ξάφνου κάτι άστραψε μες στα μελίγγια του. Ένα πρόσωπο. Και όλο το κουράγιο του εξανεμίστηκε μεμιάς. Τα δάκρυα πήραν να βρέχουν ξανά τα μήλα του προσώπου του. Η σιγουριά που είχε στοιβάξει μέσα του γκρεμίστημε μεμιάς.
«Δεν μου είχες μιλήσει για αυτό το συναίσθημα. Δεν μου είχες πει πως είναι. Για το μερμήγκιασμα στο στομάχι, για την ανατριχίλα, για το τρέμουλο στα γόνατα. Για το γκρέμισμα και το ξαναχτίσιμο όλου σου του είναι. Για την προσμονή της μορφής του.»
Λυγμοί ανεβοκατέβαιναν στο στήθος του, ποτάμια αργοκινούσαν από τα λαμπερά καστανά του μάτια. Ένας αχός από άγρια άλογα και ζεστούς ανέμους ζωντάνευε μέσα του.
«Γιατί δεν μου μίλησες ποτέ για την αγάπη? Γιατί δεν μου μίλησες ποτέ για τον έρωτα? Για αυτή τη μοιρασιά των ψυχών και τον σωμάτων? Για αυτή την έκρηξη που σε συνταράζει ολάκερο, για αυτή την άνοιξη που σε συνεπαίρνει, για αυτήν την αρπάγη που σε σφίγγει και προσπαθεί να σε στύψει, για αυτή τη βροχή που ζωντανεύει τις πιο στέρφες ερήμους, για αυτό το ποτάμι που δεν στερεύει ποτές?
Γιατί?
Δεν ήξερα. Δεν περίμενα ότι θα νιώσω κάτι τέτοιο. Αυτόν τον γλυκό πόνο, αυτή την λαχτάρα, που ξεδιψά και χορταίνει μόλις τα βλέμματα σταθούν αντίκρυ και χαθούν το ένα μες στ’ άλλο.»
Ένα θόρυβος τον έκανε να αναπηδήσει. Γύρισε αλαφιασμένος, όλα ξάφνου γίνηκαν χάος και σκοτάδι μες στο κεφάλι του. Το τρέμουλο στα χέρια του ξανάρθε, η σιγουριά διαλύθηκε σαν καθρέφτης που σπάει σε χίλια κομμάτια, το κουράγιο του έγινε πέτρα που βουλιάζει κάθετα σε ατάραχα νερά. Ήτανε λες και το σώμα του ήταν ένα τρύπιο πιθάρι και άδειαζε αργά αργά.
Αφουγκράστηκε. Ένα σούρσιμο απαλό ακούστηκε πίσω απ’ τα λιόδεντρα, από τη μεριά που είχε βρεθεί κι εκείνος στο ξέφωτο. Στύλωσε το βλέμμα του προς τα ‘κει, προσπαθώντας να ανακτήσει τη σιγουριά και την αυτοπεποίθησή του. Ήταν έτοιμος για όλα...
Ξάφνου τα μάτια του φωτίστηκαν, το πρόσωπό του έλαμψε, ένα ίχνος από ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του, και η προσμονή στάλαξε σαν κεχριμπάρι. Κοίταξε τον άντρα που στέκουνταν στο φως του φεγγαριού. Τα κατσαρά, κόκκινα σαν φωτιά, μαλλιά του, τα άγρια γένεια του, τις φαρδιές πλάτες και τα μεγάλα του χέρια. Και τα μάτια του. Τα γαλανά, σαν πάγος, μάτια του.
Ο άντρας στάθηκε και τον κοίταξε βαθιά στα μάτια. Ένα αχνό χαμόγελο σχηματίστηκε στο μαυριδερό και σκαμμένο πρόσωπό του. Για όσο κοιτάζουνταν οι καρδιές τους σα να σταμάτησαν, για να ξεκινήσουν να χτυπάνε ξανά μαζί, στον ίδιο ρυθμό τη στιγμή που σφιχταγκαλιάστηκαν κάτω από το ολόγιομο φεγγάρι. Κρατήθηκαν εκεί, ακίνητοι μέχρι που τα κορμιά τους ανέπνεαν στον ίδιο τόνο, μέχρι που οι τρίχες στα χέρια τους, στα μάγουλα, και στο σβέρκο τους τεντώθηκαν λες και τις χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Το αγκάλιασμα βάστηξε μέχρι που ο κοκκινοτρίχης άρπαξε απαλά το πρόσωπο του άλλου στα γερά χέρια του και το έφερε αντίκρα στο δικό του, έτσι που οι ανάσες τους να μπλέκουνται και να ανεβαίνουν μαζί στον έναστρο ουρανό. Άνοιξαν τα μάτια και έμειναν αμίλητοι να κοιτάζουνται για ώρα. Τα δυο κορμιά έβραζαν, ο ιδρώτας στάλαζε από κάθε τους πόρο, οι δυο καρδιές επιτάχυναν τους χτύπους τους, η σιγουριά στεριώθηκε ξανά στα σπλάχνα τους, τα δυο βλέμματα γίναν πρόκες που τους κρατούσαν καρφωμένους τον έναν αντίκρα στον άλλο.
«Ανησύχησα. Δεν έπρεπε να φύγεις έτσι.»
«Δεν το ‘θελα. Συγχώρα με. Κάτι με τράβηξε δω πάνω. Δεν ξέρω τι. Κάτι σαν να με γράπωσε με ένα λάσο και με τραβολογούσε όπως τραβολογάμε τα γαϊδούρια. Δεν είχα θέληση να αντισταθώ. Πως με βρήκες?»
«Δεν κοιμόμουν. Κάτι με κρατούσε ξύπνιο. Μάλλον η έννοια σου. Δεν ξέρω. Μόλις βγήκες πήρα να σε ακολουθώ. Δεν ήξερα γιατί αλλά κάτι με τραβούσε να έρθω μαζί σου. Να σε βρω.»
Κοιτάχτηκαν πάλι στα μάτια. Η σιωπή ανάμεσό τους έγινε πηχτή σαν βούτυρο, το σκοτάδι και το φως τους φεγγαριού μπλέκουνταν γύρα τους σε ένα σιωπηρό χορό. Ο κοκκινοτρίχης κρατούσε ακόμα το όμορφο πρόσωπο στα χέρια του.
«Σε ακολούθησε κανείς?»
«Δεν νομίζω. Εσένα?»
«Δεν είδα τίποτα.»
«Δεν πρέπει να μας δούνε μαζί. Μόνους.»
«Το ξέρω.»
Ο κοκκινοτρίχης πρόφερε τις τελευταίες λέξεις με ένα λυγμό. Δάκρυα ανέβηκαν στα γαλανά, παγωμένα του μάτια που πήραν να λιώνουν.
«Πονάει. Πονάει πολύ…»
«Το ξέρω…»
Τώρα κρατούσε κι αυτός το σκληρό πρόσωπο στα χέρια του. Τώρα και στα δικά του μάτια ανέβαιναν πάλι δάκρυα. Χάιδευε με τα λευκά χέρια του το τραχύ δέρμα με τις άγριες τρίχες. Τα χέρια και τα πρόσωπα σφιχταγκαλιάστηκαν, και τα δάκρυα γίναν χείμαρροι. Οι καρδιές τους, που έχασαν τον συγχρονισμό τους, σταμάτησαν ξαφνικά για να καλιμπραριστούν ξανά. Και ξάφνου σαν δυο ηφαίστεια που ξερνούσαν τα καυτά σωθικά τους απότομα, βίαια και ταυτόχρονα, ξανάρχισαν να χτυπούν μανιασμένα καθώς τα δυο πρόσωπα αγκαλιάστηκαν και τα χείλη των δυο αντρών ενώθηκαν σε ένα φιλί που δεν είχε αρχή, που δεν είχε τέλος, που έμοιαζε με άπατο πηγάδι, με αξημέρωτη νύχτα, με το αιώνιο σώμα του χρόνου, με την απέραντη και άχρονη λάμψη των αστεριών, με την απλή και ξεκάθαρη και ανελέητη ομορφιά της θάλασσας.
Δεν υπήρχε χρόνος, δεν υπήρχε πια πόνος, δεν υπήρχε νύχτα, φεγγάρι, λιόδεντρα, ξέφωτο, δάσος, πόλη στα ριζά του λόφου, δεν υπήρχε λόφος, δεν υπήρχε η έρημος πέρα από τον λόφο, το ποτάμι, η γης και η θάλασσα, ο κόσμος ολάκερος. Δεν υπήρχαν καν οι δυο άντρες, τα κορμιά τους, τα χέρια τους, τα πρόσωπα, τα χείλια, ούτε καν το φιλί. Υπήρχε μόνο η ένωση.
…
Ξερόκλαδα έσπαζαν, φωνές ακούγονταν, μεταλλικοί ήχοι από ασπίδες και δόρατα, σουρσίματα από γυμνά πόδια και περικνημίδες που κουδούνιζαν άγρια. Το ξέφωτο φωτίστηκε ξάφνου από πυρσούς, οι φωνές αγρίεψαν, μακρουλά δάχτυλα τους έδειχναν και αγριεμένα μάτια τους κέντριζαν. Το τσούρμο των ανθρώπων που τους κοιτούσε βοούσε σαν απειλητικό μελίσσι.
Ο πανικός ζωντάνεψε μέσα τους, αγκύρωσε τα πόδια τους στη γης, μαύρισε τα μάτια τους, χτυπούσε σαν άγριος παλμός στα μελίγγια τους. Από τις μπερδεμένες φωνές και τις βαριές σκιές ξέκριναν μερικές λέξεις, «πιάστε τους», «αμαρτωλοί», «κίναιδοι»…
Γύρισε το βλέμμα του στα γαλανά μάτια που είχαν μείνει καρφωμένα στις πανοπλίες που έρχουνταν καταπάνω τους. Το κουράγιο, η σιγουριά, η αυτοπεποίθηση στεριώθηκαν ξανά μέσα του. Οικοδόμησαν καινούριο κάστρο. Τώρα ήξερε. Τώρα μπορούσε να φέρει σε πέρας την αποστολή του, να επιτελέσει το χρέος του.
Τον άδραξε από τα μπράτσα και τον ταρακούνησε. Φώναζε μια και μόνη λέξη, με μια αταραξία και μια ηρεμία πρωτόγνωρη, που δεν είχε ποτέ ξανά στη ζωή του.
«Φύγε. Φύγε. Φύγε.»
Ο κοκκινοτρίχης τον κοίταξε στα μάτια. Οι πανοπλίες πλησίαζαν.
«Πως μπορώ? Πώς να σε αφήσω? Πώς να σε εγκαταλείψω?»
«Δεν με αφήνεις. Πρέπει να μείνω. Κι εσύ πρέπει να φύγεις. Έτσι είναι και έτσι θα γίνει.»
Κοιτάχτηκαν βαθιά. Δάκρυα πήραν να λιώνουν πάλι τα γαλανά μάτια.
…
Έτρεχε. Έτρεχε. Έτρεχε. Ακόμα και όταν δεν χρειαζότανε πια να τρέχει συνέχισε να τρέχει. Τα δάκρυα είχαν πλημμυρίσει τα μάτια του, τα πόδια του είχαν πληγές, η ανάσα του έβγαινε βαριά. Κι όμως έτρεχε. Μια εικόνα έφεγγε μες στο κεφάλι του. Οι αστραφτερές πανοπλίες στο φως των πυρσών να τον τραβάνε μακριά του.
Το χαμόγελό του καθώς τον αποχαιρετούσε.
Και η φωνή του.
«Φύγε. Η αγάπη μετριέται μ’ ό,τι απαρνιέται κανείς για χάρη της. Ακόμα και την ίδια την αγάπη.»