Σπασμένος εσωτερικός διάλογος δύο νυχτερινών μονολόγων

Σπασμένος εσωτερικός διάλογος δύο νυχτερινών μονολόγων Facebook Twitter
0

Είχα την ανάγκη να δω ομορφιά. Να χαθώ μέσα στην πανσέληνο, κουρασμένη από το βάρος της ψυχής που κουβαλάω. Απόψε. Όπως και κάθε βράδυ. Νέα παραλία Θεσσαλονίκης. Θυμάμαι γιατί αγαπώ αυτή την πόλη. Γιατί δίνει χώρο στη μοναξιά μου, στις παραξενιές μου, γιατί γίνεται αφόρητη και ταυτόχρονα θελκτική. Κάθομαι στη μέση του χρόνου.

-Γεια σου, όμορφη.

-Γεια σου, ξένε.

-Γιατί είσαι εδώ;

-Για να βρω τον εαυτό μου.

-Γιατί εδώ;

-Γιατί εδώ γίνομαι ένα με τη θάλασσα.

Ποτέ δεν εξήγησα την ακαταμάχητη έλξη που μου ασκεί το υγρό στοιχείο. Αγαπώ τις πόλεις που ενώνονται με το ταξίδι. Πάνω απ’ολα η θάλασσα, όχι λίμνη, κρύβει μία θλίψη που ξεπερνά την έμφυτη δική μου, όχι ποτάμι, θέλω ανοικτότητα, θέλω την κατάληξη, η αίσθηση της στατικότητας που αποπνεέι -ο φίλος Ηράκλειτος θα διαφωνήσει- με καθηλώνει σε μονοσήμαντους προβληματισμούς.

Μπροστά μου, λοιπόν, ανοίγεται μία πολιτεία, αχνοφαίνεται ένα όραμα, σαν την ψυχή μου κι αυτό, διχασμένο. Στο ύψος του Λευκού Πύργου καρφωμένη στη νύχτα η φωτισμένη Άνω Πόλη, τα παραλιακιά μπαράκια φωνάζουν ζωή που σκορπίζεται στη φιλαρέσκεια, το επιβλητικό λιμάνι –μα πόσο όμορφο μπορεί να φαντάζει!- δημιουργεί σχηματισμούς, σκιές και λάμψεις, είναι μία παλλόμενη ακίνητη οπτασία.

Πιο δίπλα, σαν χωρισμένο με αραχνοΰφαντο παραβάν, ένα άλλο κάδρο, μία διαφορετική φωτογραφία. Λιγότερα φώτα, (πιο) αβέβαια, (πιο) αληθινά, (πιο) δικά μου. Μου αφήνουν απεριόριστες δυνατότητες να φανταστώ και να τα ονειρευτώ. Φώτα μέσα στο σκοτάδι του ορίζοντα, μακρινά μα προσιτά. Αυτά τα φώτα που σου υπόσχονται μία αποκάλυψη, αν καταφέρεις να ταξιδέψεις μέχρι το μεγαλείο τους. Κι αν είσαι έτοιμος να αποδεχτείς, να υποταγείς, να αφεθείς και να εγκολπώσεις το φως τους, την ειλικρίνεια τους, τις μεγάλες αλήθειες για τη ζωή σου που με παρρησία θα σου εξομολογηθούν. Ναι, αυτά σε σένα, όχι εσύ, εσύ δεν θα χρειαστεί να μιλήσεις. Μόνο να δεις και να θαυμάσεις.

Και λίγο πιο πέρα, απόμερα, ξενιτεμένη στέκει η πιο εύστοχη απεικόνιση της σκέψης μου. Ένας ανυπέρβλητα σκοτεινός ουρανός, μία ασύλληπτα σιωπηλή θάλασσα, παντρεμένα σε αδιαχώριστη ένωση, για πάντα μαζί πορευόμενα, ένα συνονθύλευμα έλλειψης φωτός και στοιχείων, ένα κράμα χωρίς συστατικά, η αρχή και το τέλος στον κύκλο της συνάντησής τους, το ταξίδι και ο φόβος του, ο άνθρωπος και ο θάνατός του, η φωνή και η εκκωφαντική απουσία της. Μόνος παραστάτης χρώματος, ο πράσινος φάρος που έσωσε την τύχη πόσων πλοίων και άλλων τόσων βλεμμάτων που τον χαζεύουν από την ασφάλεια του ζεστού πεζουλιού όπου παρέδωσαν για λίγο το κορμί τους. Κάποτε σε έσωσε και σένα, κάποτε θα σου δείξει και σένα, κάποτε θα φωτίσεις και εσύ το δρόμο άλλων ψυχών, μην βιάζεσαι. Και μην αργείς.

-Και πώς ήρθες εδώ;

-Μέσα από τα νεοκλασικά της Όλγας, χαιρετώντας τα στοιχειωμένα όνειρα, μπροστά στο θυμάρι και τη λεβαντίνη. Πάντα πίστευα ότι το άρωμά τους μας υπενθυμίζει τι έχει πεθάνει.

-Και τι έχει ζήσει;

-Ό,τι αντέχουμε να θυμόμαστε και να κρατάμε έτσι ζωντανό.

-Και εσύ τι θυμάσαι; Τι αγαπάς;

Όχι, σήμερα δεν βγήκα, για να ξεχάσω εσένα. Τον κάθε εσένα, με άλλο πρόσωπο, άλλο σώμα, άλλη φωνή, άλλο άγγιμα κάθε φορά. Απόψε είχα ανάγκη να βγω για να βυθιστώ στη θάλασσα και στο φεγγάρι. Μα κοίτα πώς απλώνεται εμπρός μου! Τώρα την κοιτάζω και καταλαβαίνω. Ήρεμη, ακύμαντη σχεδόν, σαν μάυρο βελούδο σκεπάζει με φροντίδα τα κρίματά της, τα κρατάει μόνο για αυτήν, δεν τα μοιράζεται. Από έγνοια, πιστεύω, για να μην μας φορτώσει τα προβλήματά της. Από αγάπη. Έβενος. Έρεβος. Όχι, προτιμώ μάυρο βελούδο. Επιβλητική και αγέρωχη. Απτόητη. Δυναμική, από μέσα ρευστή. Συμπαγής η αίσθηση της υπεροχής της. Κι ας καταρρέει μέσα της. Να μην πληγώσει στην πλημμύρα της προσπαθεί, να μείνει υποτακτική και χαμογελαστή. Να μια ρυτίδα κύματος. Εκδήλωσε τα βάσανά της. Τι φταίει τελικά;

-Ξέρεις, εσένα έψαχνα να βρω.

-Μα, δεν με ξέρεις!

-Σε κουβαλάω μέσα μου 22 χρόνια τώρα.

-Και πώς δεν μ’ έμαθες τόσο καιρό;

-Αλλάζεις κάθε μέρα. Κάθε βράδυ σε συναντώ, σε παραλίες, σε αγκαλιές, σε παρέες, σε χαμόγελα, σε δάκρυα. Ποτέ δεν σε μαθαίνω. Ίσως και να φοβάμαι να σε μάθω.

-Φοβάσαι από αυτό που θα δεις;

-Φοβάμαι αν αξίζω να το μάθω. Και να το ζω, να το είμαι.

-Μα χαζό, με κουβαλάς μέσα σου, όπως είπες. Αντέχεις και αξίζεις κάθε μου ιδιοτροπία και κάθε μεγαλείο μου.

Ο καπνός με περιβάλλει και με περιέχει. Γίνομαι για λίγο άυλη όπως κι αυτός. Πετάω ακανόνιστα, αναδιπλώνομαι, στροβιλίζομαι. Κυριεύω κάθε σώμα και κάθε ψυχή.

Στάσου, έχεις δίκιο, αυτό είναι! Κουβαλάω πολύ θυμό μέσα μου. Και ένα τεράστιο παράπονο. Που δεν μ’ αφήνουν να αγαπήσω. Ποιος, όμως, είπε ότι σου επιτρέπεται να αγαπάς; Ποιος σου απαγόρευσε να αναπνέεις τον κόσμο;

Πλησιάζω ένα γατάκι. Έρχεται προς το μέρος μου. Δεν φοβάται; αναρωτιέμαι. Έρχεται προς το μέρος μου, για να φύγει κάτω από τα πόδια μου και να κρυφτεί. Πόσο πονάνε οι άνθρωποι την γαλήνη, πόσο σκοτώνουν το χάδι!

Μα να, έφυγαν! Τα φαντάσματά μου έφυγαν! Άπλωσα την ύπαρξή μου στην ιδέα της αγάπης, την κατέθεσα σαν φυλαχτό και αναστήθηκα. Χωρίς θυμό, χωρίς παράπονα. Μόλις προσδιορίσεις τον εχθρό, διαλύεται η εικόνα του. Χωρίς ανάγκη για κάτι πιότερο. Τι πιότερο θα μπορούσε να υπάρχει απ’ την αγάπη;

-Να περπατήσουμε λίγο;

-Πάλι μέσα από τα στοιχειωμένα όνειρα της Όλγας;

-Ε, ναι.

-Δεν σε φοβίζουν;

-Ήμουν πάντα εξοικειωμένη με το άπιαστο. Αλλά μπορούμε να τα εξαγνίσουμε, αν θες.

-Πώς γίνεται αυτο;

-Αρκεί να πιστέψουμε σ’ αυτά.

-Αυτό νόμιζα ότι γίνεται μόνο με τα θαύματα.

-Και τα στοιχειωμένα όνειρα, θαύματα της νύχτας είναι. Πίστεψε σ’ αυτά και θα ελευθερωθείς υψωμένος στη μαγεία τους.

Βράδυ Θεσσαλονίκης, πανσέληνος της μνήμης, μία υποψία καρύδας στον αέρα όπως επιβάλλει το καλοκαίρι. Εκεί κάτι θα βρεις να γεννιέται. Εύχομαι να είσαι εσύ. Ξανά να αντικρίζεις τον κόσμο με γλυκύτητα.

-Σ’ ευχαριστώ για την παρέα σου. Νομίζω ότι θα περιμένω με ανυπομονησία το ξημέρωμα. Χωρίς βαριά πρωινά.

-Από πότε τα πρωινά σου φαίνονται βαριά;

-Από τότε που τα υπέταξα.. Να γυρίσουμε με τα πόδια; Η επιστροφή πάντα μου φαίνεται πιο σύντομη.

-Ναι, ισχύει! Γιατί λες να συμβαίνει αυτό;

-Πλέον ξέρεις τον δρόμο, δεν τον χαράσσεις. Η επιστροφη είναι πιο σύντομη για να είναι, γιατί είναι το ταξίδι πιο γλυκό και το τέλος του άχαρο.

-Και πότε τελειώνει το ταξίδι;

-Όταν, επιτέλους, με μάθεις.

-Χμμμ, ίσως ποτέ, τότε.

-Ναι, ίσως ποτέ..

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ