Τρελή τύπισσα η κολλητή μου…
Πιάσανε οι ευχές της μάνας μου. Για να της μοιάσω. Πούχε τη Μαρία, μια φίλη καρδιακή από τα μικράτα τους μέχρι τώρα και γερνούν μαζί.
Δούλευα στο ραδιόφωνο, δόκιμη ρεπόρτερ, αδαής ,άμαθη και μικρομάνα, όλες οι αλλαγές στη ζωή μου μαζεμένες να προκαλούν παραζάλη, βουτηγμένη σε ένα κόσμο που έπρεπε να εξερευνήσω ή να πνιγώ μέσα του. Απογευματάκι καλοκαιρινό, επέστρεφα από ρεπορτάζ. Από το διάδρομο που οδηγούσε στο γραφείο των δημοσιογράφων, άκουσα φωνές και τρανταχτά γέλια. Ήμουν πολύ κουρασμένη, έπρεπε να ετοιμάσω τα αυριανά, είχα και την έννοια μου στο σπίτι, λαχταρούσα λίγη ησυχία. Πέταξα ένα πακέτο αποκόμματα εφημερίδων και δυο κασέτες στο τραπέζι, χύθηκα σε μια καρέκλα και παρατηρούσα χωρίς υπομονή, το πηγαδάκι που προκαλούσε όλη αυτή τη φασαρία. Έξι – εφτά συνάδελφοι, δόκιμοι και αυτοί, γύρω από το άδειο γραφείο του αρχισυντάκτη, όπου τώρα, είχε στρογγυλοκαθίσει πάνω του, μια καινούρια ξανθιά. «Νέο φρούτο», σκέφτηκα καλοσυνάτα. Ήταν ντυμένη με ένα ολόλευκο εφαρμοστό παντελόνι, λευκό λινό πουκάμισο, χαμηλά παπούτσια και ένα ζευγάρι φουσκίτσες για σκουλαρίκια. Είχε ένα κορμί λαμπάδα, η σιχαμένη, με μια πεταχτή κοιλίτσα, εφήβου που πρόκειται να ρίξει μπόι. Μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια, μύτη άκομψη και δοντάκια πεταχτά, σε ένα πρόσωπό που είχε σχήμα καρδιάς και λαμπερή επιδερμίδα. Τα φρύδια της ήταν σχηματισμένα ψηλά στο μέτωπο που της έδιναν μια έκφραση υπεροψίας. Μιλούσε και γελούσε δυνατά, στρώνοντας διαρκώς με τα χέρια τα κοντά μαλλιά της και ρίχνοντας κλεφτές ματιές γύρω της. «Σήμερα ήρθε και αμέσως απέκτησε κοινό», μου είπε με ζήλια η διπλανή μου, η χαφιεδίτσα του Διευθυντή. Εξαιτίας της και για να διαχωρίσω τη θέση μου από τη ρουφιάνα, έδωσα μια δεύτερη ευκαιρία στην καινούρια. Τελικά, δεν ήταν τόσο αντιπαθητική.
Σύντομα δουλέψαμε μαζί και αρχίσαμε να παρατηρούμε η μία την άλλη. Στην αρχή με καχυποψία, μετά με περιέργεια , ύστερα με καμάρι. Ήταν τότε που γίναμε φίλες. Τότε που κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι. Τότε που ταυτιστήκαμε τόσο, που δεν μας έδιναν εκπομπή αν δεν την παρουσιάζαμε μαζί. Που δεν καλούσαν πουθενά τη μία χωρίς την άλλη. Που ότι αφορούσε τη μία, αφορούσε αυτονόητα και την άλλη. Που πολλοί μπέρδευαν τα ονόματά μας, τις φωνές μας μέχρι που κάποιοι, ενώ είχαν συναντήσει εμένα, νόμιζαν ότι είχαν συναντήσει εκείνη. Κι όμως, δεν μοιάζουμε. Είμαστε τόσο όμοιες , όσο και διαφορετικές.
Η κολλητή μου, μπορεί να μην σε κερδίσει από την πρώτη γνωριμία. Μπορεί και να σε ενθουσιάσει αμέσως. Αν δεν έχει τα κέφια της ή δεν της αρέσει ο συνομιλητής της, είναι αδύνατον να υποκριθεί και γίνεται ξινή σαν το λεμόνι. «Γλύκανε», της λέω κρυφά αν χρειαστεί, με μια σκουντιά στον ώμο, σαν την ξαδέλφη της Καρέζη. Περπατάει αυτάρεσκα σαν χορεύτρια στη σκηνή, κορδώνοντας το στήθος και τονίζοντας το φημισμένο της ποπό. Γουρλώνει τα μάτια και δηλώνει ότι είναι «και του σαλονιού και του λιμανιού» όταν πρέπει να ανοίξει το κουτί με όλες τις βρισιές που ξέρει για να εκδηλώσει την οργή της, προειδοποιώντας: «Άντε, να μην τα πάρω τώρα!». Την κυνηγάω για να μην την κόψει το λεωφορείο καθώς διασχίζει το δρόμο, 20 μέτρα από τη διάβαση και απαντάει: «Aυτός να προσέχει!». Βγαίνοντας από το σπίτι κοιτάζεται στον καθρέφτη και λέει: «φτου σου, κοπελάρα μου». Η ψωνάρα…
Αυτός ο σίφουνας, ο ορμητικός καταρράκτης, ο τσαμπουκάς, κλαίει με λυγμούς όταν βλέπει ελληνικές ταινίες, αμερικάνικες, κινέζικες, τούρκικες, όσο γελοίες και αν είναι, αρκεί να κλαίει και κάποιος άλλος στην οθόνη. Όταν γελάμε με το σωρό από τα μουσκεμένα χαρτομάντηλα γύρω της, λέει: «Είστε μαλάκες» και συνεχίζει να κλαίει. Λέει την καλημέρα με πλατύ χαμόγελο, σαν ευχή και όχι σαν χαιρετισμό. Σε αγκαλιάζει σφιχτά για να σου δείξει ότι χαίρεται που σε βλέπει. Μιλάει γελαστά στους ζητιάνους. Λατρεύει τη Σίφνο, την πατρίδα της και την καλωσορίζει όλο το νησί. Της αρέσει το καλό φαγητό και πάντα απελευθερώνει ένα κουμπί στο ρούχο της, για να το απολαύσει. Μαγειρεύει για 30 άτομα, φτιάχνει μουσακά αλλά δεν ξέρει να κόψει το ψωμί σε φέτες. Η έκφρασή της όταν ακούσει τη λέξη ποντίκι, είναι… όλα τα λεφτά. Πιστεύει στο μάτι, ξεματιάζεται συχνά και φτύνει κι εμάς καλού κακού. Καμαρώνει για τα βαφτιστήρια της και αυτά για κείνη. Πόσα είναι, δε θυμάμαι πια. Εδώ και χρόνια συγκεντρώνει ρούχα, παιχνίδια και λιχουδιές για να τα πάει μες το καταχείμωνο, στα παιδιά ενός εξαθλιωμένου χωριού του Κοσσόβου, ανά χρώμα και νούμερο, με τα ονόματά τους στα πακέτα. Σαν τον Άγιο Βασίλη την περιμένουν τα πιτσιρίκια. Αν ακούσει για συνάδελφο που έχει ανάγκη από χρήματα, έχει τον τρόπο της. Κάνει μια βόλτα στα γραφεία και ξηλώνει τους υπόλοιπους. Πιστεύει στο Θεό και είναι ευγνώμων για τη ζωή της. Λέει και εννοεί το ευχαριστώ και τη συγγνώμη. Φροντίζει τη μητέρα της με αφοσίωση και υπομονή. Νοιάζεται πιστά για συγγενείς και φίλους που νοιώθει ότι πρέπει να προστατεύσει. Μένει άγρυπνη με τα προβλήματα των άλλων, που γίνονται δικά της. Το σπίτι της είναι ανοιχτό για όλους, γεμάτο από αντικείμενα που φέρνει από τα ταξίδια της. Ονειρεύεται να γυρίσει όλο τον κόσμο.
Αυτή η τρελή τύπισσα, είναι σαν ανοιχτό βιβλίο. Λέει και κάνει αυτό που θέλει και πιστεύει, χωρίς να τη νοιάζει η γνώμη του κόσμου. Τίποτα στο μυαλό και την ψυχή της δεν είναι κρυφό, καλυπτόμενο ή υπονοούμενο. Είναι ο μοναδικός άνθρωπος στον κόσμο, που είναι αλλεργικός στο ψέμα. Βγάζει καντήλες στο πρόσωπο, το λαιμό και το στήθος. «Πές το ρε παιδί μου, να ξεμπερδεύουμε», της λέω, «Δεν μπορώ, σου λέω, θα φουντώσω» και μπουμπουνίζει την αλήθεια της, παρά τις ολέθριες συνέπειες, αφού όπως όλοι γνωρίζουμε, το ψέμα εκτιμάται ιδιαίτερα, επειδή δεν είναι αλήθεια.
Τις προάλλες στο αυτοκίνητο, μου είπε ξαφνικά: «Νομίζω πως είμαι πουριτανή», με ένα ύφος που ήταν σα να έλεγε: «Νομίζω ότι τελικά θα γίνω Μουσουλμάνα». Ευτυχώς, είχα ήδη παρκάρει. Η διαπίστωση αυτή μας προέκυψε εσχάτως, μετά από πολύωρες συζητήσεις το τελευταίο 10μηνο, για να καταλήξουμε, ευτυχώς, στο συμπέρασμα ότι η κολλητή μου και ο πουριτανισμός είναι μακρινοί συγγενείς εξ αγχιστείας και με κληρονομικές διαφορές. Αν και με μπέρδεψαν οι έννοιες, συμπεράναμε ότι η σύγχυση αφορά ένα ξεχωριστό στοιχείο του χαρακτήρα της. Ότι είναι πιστή στις αρχές της και τίποτα δεν μπορεί να την κάνει να παρεκκλίνει από αυτές. Ακόμα και αν η ίδια υποφέρει υποστηρίζοντας τη γνώμη της, καθώς δεν θα είναι αποδεκτή από τους άλλους, εκείνη θα επιμένει, καταλήγοντας: «Αυτό πιστεύω, αυτή είμαι και σε όποιον αρέσω».
Αυτή είναι η κολλητή μου. Ένας βαθιά και ουσιαστικά καλός, γενναιόδωρος άνθρωπος, χωρίς υποκριτικά στολίδια, που αγαπάει χωρίς ιδιοτέλεια και σκοπιμότητες. Της χρωστάω πολλά. Με έμαθε να είμαι ο εαυτός μου, να είμαι αισιόδοξη, να εκφράζω τους φόβους μου και κείνη να τους ξορκίζει. Με υποστηρίζει, με μαλώνει, με ενθαρρύνει. Ο άντρας της δεν μπορεί να φανταστεί τη ζωή του μακριά από αυτήν. Ούτε κι εγώ. Σήμερα, είναι τα γενέθλιά της. Ευχηθείτε μου να τη χαίρομαι.
Πσσσστ! φιλενάδα, αν κλαις ήδη, να ξέρεις ότι έχει πρηστεί η μύτη σου. Δες τώρα, τι σκέφτηκα. Αν έπρεπε να επιλέξω σκηνές απ’ τη ζωή μας για να τις ξαναδώ, να μερικές που θα διάλεγα:
Τη μέρα που σου είπα ότι ζήτησα δανεικά από κάποιον άλλο και όχι από σένα για να μη σε επιβαρύνω, έβαλες τα κλάματα, με έβρισες οργισμένη επί 10 λεπτά, έτρεξες στην τράπεζα και γύρισες πίσω με τα λεφτά, πάλι κλαίγοντας γιατί με στενοχώρησες.
Τα γέλια μας στο μαιευτήριο, όταν είδαμε ότι ο μικρός μου γιος έχει το ίδιο μικρούλικο καρουμπαλάκι με σένα στο δεξί του αυτί.
Τα πρωινά στη Ρώμη που μας ξυπνούσες τραγουδώντας: «Πάμε κοπέλες, ελάτε , πάμε για τρέλες» και σου πετούσαμε μαξιλάρια.
Το βράδυ που ξέσπασες, εξαντλημένη από την κούραση στην καινούρια δουλειά, σου είπα δυο λόγια και απάντησες σα μικρό παιδί: «Εντάξει, αυτό θα κάνω». Ανακουφίστηκα τότε, γιατί νόμιζα ότι δεν μου τηλεφωνούσες συχνά επειδή με είχες ξεχάσει.
Το εστιατόριο στο Στρασβούργο, που δεν ξέραμε τι παραγγείλαμε και ο σερβιτόρος με το παπιγιόν μας έφερε ένα πιάτο με έξι μεγάλα λουκάνικα και ένα με αμελέτητα. Κυρίες!
Τη στιγμή που το πούλμαν που μας μετέφερε στο αεροδρόμιο, γεμάτο με παράγοντες και στελέχη του ευρωκοινοβουλίου, έγδαρε ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο στη στροφή και φώναξες: Του γ@.... τα φ@...... ! Από τα γέλια, πόνεσαν τα παΐδια μας.
Τα σλάλομ με το αυτοκίνητο νυχτιάτικα, στην Κούβα, για να αποφύγουμε τα καβουράκια που είχαν βγει στην εθνική οδό.
Τη στιγμή που, αργοπορημένη όπως πάντα, σε βλέπουμε να πηδάς με τη βαλίτσα στο πλοίο, ενώ έχουν ήδη λύσει τους κάβους.
Το γάμο σου, με τον άντρα της ζωής σου. Ένας φίλος μας, είπε τότε, ότι ήμουν η πιο χαρούμενη φάτσα που είχε δει.
Την ορκωμοσία μας στην Πάτρα. Κι εκεί μαζί.
Τις εκπομπές μας στο ραδιόφωνο, στις 6 το πρωί. Και όλες τις άλλες.
Και πόσα ακόμα που δε λέγονται, πόσα που δε χωράνε. Νομίζω ότι έχουμε ακόμα μπροστά μας άλλη τόση ζωή, για να συγκεντρώσουμε υλικό. Θέματα για να συζητάμε, γιαγιούλες στις μπερζέρες. Μαράκι μου, σ’ αγαπάω.
σχόλια