Από Τα Ψηλά Βουνά του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Ένα ποίημα που μου διάβαζε ο πατέρας μου όταν ήμουν μικρή.
«Γιάννη, γιατί έκοψες τον πεύκο; Γιατί; Γιατί;»
Αγέρας θάναι, λέει ο Γιάννης και περπατεί.
Ανάβει η πέτρα, το λιβάδι βγάνει φωτιά
Να' βρισκε ο Γιάννης μια βρυσούλα, μια ρεματιά!
Μες το λιοπύρι, μες στον κάμπο να ένα δεντρί...
Ξαπλώθη ο Γιάννης αποκάτου, δροσιά να βρει.
Το δέντρο παίρνει τα κλαριά του και περπατεί!
Δεν θ΄ ανασάνω, λέει ο Γιάννης, γιατί, γιατί;
«Γιάννη, που κίνησες να φτάσεις;»
«Στα δυο χωριά.»
«Κι ακόμα βρίσκεσαι δω κάτου; Πολύ μακριά!»
«Εγώ πηγαίνω, όλο πηγαίνω. Τι έφταιξα εγώ;
Σκιάζεται ο λόγκος και με φεύγει, γι' αυτό είμαι δω
Πότε ξεκίνησα; Είναι μέρες... για δυο, για τρεις...
Ο νους μου σήμερα δε ξέρω, τ΄ είναι βαρύς»
«Να μια βρυσούλα, πιε νεράκι να δροσιστείς»
Σκύβει να πιει νερό στη βρύση, στερεύει ευθύς.
Οι μέρες πέρασαν κι οι μήνες, φεύγει ο καιρός,
Στον ίδιο τόπο είν' ο Γιάννης, κι ας τρέχει εμπρός...
Να το χινόπωρο, να οι μπόρες, μα πού κλαρί;
Χτυπιέται ορθός με το χαλάζι, με τη βροχή.
«Γιάννη, γιατί έσφαξες το δέντρο, το σπλαχνικό,
που 'ριχνεν ίσκιο στο κοπάδι και στο βοσκό;»
Ο πεύκος μίλαε στον αέρα - τ' ακούς, τ' ακούς;-
και τραγουδούσε σα φλογέρα στους μπιστικούς.
«Φρύγανο και κλαρί του πήρες και τις δροσιές
Και το ρετσίνι του ποτάμι απ΄ τις πληγές.
Σακάτης ήταν κι ολόρθος, ως τη χρονιά,
Που τον εγκρέμισες για ξύλα, Γιάννη φονιά!»
«Τη χάρη σου ερημοκλησάκι, την προσκυνώ,
Βόηθα να φτάσω κάποιαν ώρα και να σταθώ...
Η μάνα μου θα περιμένει κι έχω βοσκή...
Κι είχα και τρύγο... Τι ώρα νάναι και τι εποχή;
Ξεκίνησα το καλοκαίρι -να στοχαστείς-
Κι ήρθε και μ' ήβρε ο χειμώνας μεσοστρατίς.
Πάλι Αλωνάρης και λιοπύρι! Πότε ήρθε; Πώς;
Αγιε, σταμάτησε το λόγκο, που τρέχει εμπρός.
Αγιε, το δρόμο δεν τον βγάνω -με τι καρδιά;-
Θέλω να πέσω να πεθάνω, εδώ κοντά.»
Πέφτει σα δέντρο απ΄ το πελέκι... βογκάει βαριά.
Μακριά του στάθηκε το δάσος, πολύ μακριά.
Εκεί τριγύρω ούτε χορτάρι, φωνή καμιά
Στ΄ αγκάθια πέθανε, στον κάμπο, στην ερημιά.
σχόλια