Ό,τι ζω, το ζω με πάθος.
Είμαι πάντα ειλικρινής απέναντι στον εαυτό μου, στα συναισθήματά μου και στον άνθρωπο που έχω απέναντί μου.
- Ρε συ, πήρε ο μπαμπάς μου και είπε ότι θα αργήσει να γυρίσει και αν είναι θα σε πάει όταν έρθει ή να κοιμηθείς εδώ.
- Α πα πα! Όχι όχι, ********, πρέπει να πάω σπίτι. Θα αρχίσει να φωνάζει πάλι η μάνα μου... Άσε... Δεν έχω όρεξη για τέτοια!
- Ναι, αλλά είναι τρεις η ώρα ρε συ.
- Δεν πειράζει.
- Πειράζει. Αν πάθεις το οτιδήποτε ο πατέρας μου θα το χρεωθεί.
- Κανένας δεν θα χρεωθεί τίποτα γιατί δεν πρόκειται να συμβεί τίποτα! Ηρέμησε! Μεγάλο κορίτσι είμαι ρε μαλάκα! Γυμνάσιο πάμε πλέον! Και στην τελική δεν μένουμε και τόσο μακριά!
- Ρε... Μην κάνεις μαλακίες.
- Ξεκόλλα. Τίποτα δεν πρόκειται να συμβεί... Απλά, θέλω να πάω σπίτι μου να κοιμηθώ απόψε. Έλα, μην ανησυχείς. Θα τα πούμε αύριο.. Φιλάκια!
- Συγνώμη κοπελιά, έχεις ώρα;
Μια φράση τόσο ασήμαντη που δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου. Πριν προλάβω να γυρίσω για να πω «όχι», αισθάνθηκα ένα δυνατό χτύπημα ανάμεσα στα μάτια. Ξαφνικά έχασα τον κόσμο. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Οι επόμενες ήταν ακόμα πιο δυνατές. Απανωτές... Γροθιές μέχρι να πέσω κάτω και μετά κλωτσιές...
- Πάρτα μωρή καριόλα... Θες να σηκωθείς; Δεν έχω τελειώσει μαζί σου! Πουτανάκι...
Και δεν είχε τελειώσει μαζί μου...
-Όχι όχι όχι όχι!!! Θεέ μου όχι όχι! Κάνε να σταματήσει! Όχιιιιιι!!!!!!!!!!
Πέρασαν ώρες... Ώρες; Λεπτά; Αιώνες;
Κουβάρι στην άκρη του δρόμου... Δεν μπορούσα να κουνηθώ. Στην παραμικρή κίνηση πονούσα σε σημεία που δεν πίστευα ποτέ ότι μπορούσα να αισθανθώ πόνο... Αλλά ακόμα και ο σωματικός πόνος δεν μπορούσε να ξεπεράσει τον ψυχικό.
- Σήκω, σήκω πάνω! Σήκω σου λέω!!! *****, πάρε τον εαυτό σου και σήκω πάνω τώρα!
Μπουσούλησα στην αρχή. Αυτός είχε φύγει. Περπάτα! Σήκω πάνω! Τρέξε! Και έτρεξα... Μετά από χρόνια έφτασα σπίτι. Δεν με κατάλαβε κανείς. Όλοι κοιμούνται. Ευτυχώς! Όσο εξαγνιστικό και να λένε ότι είναι το νερό, εγώ δεν το κατάλαβα εκείνη τη μέρα.
Ντύθηκα ξανά και πήρα τη ******** τηλέφωνο να έρθει να με πάρει.
«Δεν πρέπει να περιμένω μέσα στο σπίτι. Αν σηκωθεί ο ***** ή η ******** ή ακόμα χειρότερα η μαμά ή ο παππούς! Όχι όχι... Ούτε να το σκέφτομαι! Θεέ μου! Πριν λίγο καιρό έπαθε έμφραγμα η μαμά! Αν με δει έτσι θα πάθει και δεύτερο! Θα την περιμένω στο διάδρομο».
Όταν άνοιξα την πόρτα, η ******** σίγουρα δεν περίμενε να δει ένα ανθρώπινο κουρέλι που θύμιζε τη φίλη της από την κατασκήνωση. Αλλά μόνο αυτή μπορούσε να βοηθήσει. Ήταν η μόνη που ήξερε. Η αρχική της ψυχραιμία αντικαταστάθηκε από δάκρυα και οργισμένες ερωτήσεις.
- Ποιος; Πες μου ποιος στο έκανε;;
- Δεν ξέρω.
- Πώς;
- ********... Δεν ξέρω!!
Έπεσα στην αγκαλιά της και με πήρανε τα κλάματα... Συνειδητοποίησα ότι τόση ώρα δεν είχα κλάψει, παρόλο τον πόνο... Με έβαλε στο αυτοκίνητο και με πήγε κατευθείαν στο νοσοκομείο...
σχόλια