Νέα Υόρκη, Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2010
Καθώς συναρμολογούσε γονατιστός, τον έβλεπα κάθε τόσο να ρίχνει ματιές προς τη βιβλιοθήκη μου. Κάποια στιγμή με ρωτάει: “Estudias filosofía?” Του είπα πως πράγματι είχα σπουδάσει φιλοσοφία παλιότερα. “Γιατί βλέπω πως έχεις την Πολιτεία του Πλάτωνα…”. Του είπα πως είναι από τα πρώτα βιβλία φιλοσοφίας που διάβασα και από τα πιο αγαπημένα μου. Χαμογέλασε και συνέχισε να σιγουρεύει τις βίδες του κρεβατιού με το ηλεκτρικό κατσαβίδι. Φεύγοντας μου λέει: “Εμένα το αγαπημένο μου βιβλίο είναι το The Pillars of the Earth του Ken Follett. Θα σου αρέσει, μιλάει για τη φιλοσοφία και τη θρησκεία”. Τον ευχαρίστησα πολύ, τον διαβεβαίωσα πως θα το ψάξω και του έδωσα ένα χαρτάκι να μου γράψει τον τίτλο και το συγγραφέα.
Την περασμένη Τετάρτη το βράδυ επέστρεφα στο σπίτι αργά από το Carnegie Hall όπου παρακολούθησα την απολαυστική Βραζιλιάνα τραγουδίστρια latin jazz Elian Elias με τη βελούδινη φωνή και ένα απόλυτα ελεγμένο νάζι. Μπαίνοντας στο σπίτι είχα ακόμα τον ευγενικό αλλά δυναμικό ήχο του ακουστικού μπάσου που στην αγκαλιά του Marc Johnson μου φαινόταν πως το άκουγα πιο ωραία από ποτέ. Πάντα μου άρεσε το μπάσο, γιατί είναι βαθύ, σταθερό και ταυτόχρονα τόσο διακριτικό, που πρέπει να προσέξεις ιδιαίτερα για να το ακούσεις, καθώς σχολιάζει την πρωταρχική μελωδία που διεκδικεί πάντα την προσοχή σου. Προχωρώντας στο διάδρομο προς το δωμάτιό μου είδα πως κάτι ήταν αφημένο στο πάτωμα έξω απ’ την πόρτα. Υπέθεσα πως ήταν κανένα πακέτο με ένα ακόμα πραγματάκι για το καινούριο δωμάτιο από τα διάφορα που έχω παραγγείλει τις τελευταίες εβδομάδες από το διαδίκτυο. Φτάνοντας κοντά το είδα. Ήταν ένα βιβλίο. Το πήρα στα χέρια μου και διάβασα το εξώφυλλο: The Pillars of the Earth, Ken Follet. Από τις σελίδες του περίσσευε μια καφέ χαρτοπετσέτα που με γράμματα από μπλε στυλό έγραφε: “Para Eleni”. Αυτό μόνο, “για την Ελένη”.
Την επομένη το μεσημέρι έκανα διάλειμμα απ’ τη δουλειά και συνάντησα την Κρυσταλλία για τη γαστριμαργική αλητεία της εβδομάδας στο Νougatine, στη νοτιοδυτική γωνία του πάρκου. Το Νougatine, ένα από τα εστιατόρια του Jean Georges (aka God’s gift to the gourmants…!) και το φαγητό του είναι απλώς εξαιρετικό, χωρίς ίχνος επιτήδευσης. Υπέρμαχος της ιδέας πως το καλό φαγητό πρέπει να είναι προσβάσιμο, πολλά από τα εστιατόρια του Jean Georges έχουν μενού σε πολύ χαμηλή τιμή τις καθημερινές σχεδόν όλου του χρόνου. Αποτελειώνοντας το δικαίως θρυλικό Valrhona chocolate cake με παγωτό με αληθινή βανίλια Μαδαγασκάρης σκεφτόμουν πως αξίζει το κάθε λεπτό που θα περνούσα το επόμενο πρωί στο γυμναστήριο πάνω στο ποδήλατο, υπό το άγρυπνο βλέμμα της υπερενεργητικής αλλά πάντα χαμογελαστής δασκάλας που κάθε τόσο ανακράζει “You are becoming who you want to be!”, “Let’s burn this fat to shreds!!” και διάφορα άλλα τέτοια εμψυχωτικά…
Μετά από μια πολύ κρύα εβδομάδα οι 8 βαθμοί Κελσίου του περασμένου Σαββάτου δημιούργησαν στην πόλη ανοιξιάτικη διάθεση. Ήταν η πρώτη μέρα έπειτα από αρκετούς μήνες που επιτέλους μπορούσες να περπατήσεις στο δρόμο αφήνοντας το πάνω-πάνω κουμπί του παλτού σου ξεκούμπωτο και σύσσωμοι οι κάτοικοι έσπευσαν να επικυρώσουν το γεγονός με τις πρώτες ατελείωτες βόλτες. Καθώς περπατούσαμε ανάμεσά τους, μου φαινόντουσαν σαφώς πιο χαμογελαστοί απ’ ό,τι συνήθως. Επιστρέφοντας στο σπίτι αργά το απόγευμα πέρασα από το Jacques Tores στους 73 δρόμους και Amsterdam Avenue για σοκολατένιο ανεφοδιασμό. Εκτός από την απαραίτητη για την επιβίωσή μου κλασσική, πικρή σοκολάτα, πήρα φανταστικά αμύγδαλα καλυμμένα με πικρή σοκολάτα και πασπαλισμένα με κακάο. Φτάνοντας στο ταμείο αντιστάθηκα με δυσκολία στα θεϊκά chocolate chip cookies που πουλάνε ζεστά και αχνιστά από το ταψί όλη μέρα…
Αργά το βράδυ επισκέφθηκα το Village Vanguard, ένα από τα πιο παλιά jazz club της Νέας Υόρκης που από την υπόγεια, τριγωνική του αίθουσα έχουν περάσει οι μεγαλύτερες μορφές της τζάζ σκηνής και όπου έχουν πραγματοποιηθεί πολλές από τις πιο κλασσικές ζωντανές ηχογραφήσεις από το 1957. Εκείνη τη βραδιά έπαιζε το τρίο του Robert Glasper και ο φίλος μου ο Πέτρος, που είναι τζαζ κοντραμπασίστας και τον ενοχλώ επίμονα τελευταία για να μου δίνει τζαζιστικές υποδείξεις, το είχε συστήσει ενθέρμως. Παρόλο που αρκετές φορές η τζαζ με ξενίζει και με μπερδεύει με την εσωστρέφειά της, αυτό δεν συνέβη ούτε μια στιγμή στη βραδιά. Οι διαδρομές του Robert Glasper στις οκτάβες του πιάνου ισορροπούσαν στο λεπτό μεταίχμιο της μελωδίας και της ανατροπής. Στην παρέα μας ήταν μουσικοί που είχαν έρθει από την Ελλάδα για διακοπές και είχαν βάλει στόχο να εκμεταλλευθούν την πόλη στο έπακρο παίρνοντας μια γερή δόση από την ιδανική εκδοχή του αγαπημένου τους ήχου. Χαιρόμουν, καθώς τους έβλεπα να παρακολουθούν σχεδόν ευλαβικά τον κάθε μουσικό υπαινιγμό, με μάτια που έλαμπαν και με ένα μόνιμο αχνό χαμόγελο…
Για να συνέλθω από το ξενύχτι, έχασα την παρέλαση για τον εορτασμό της κινέζικης πρωτοχρονιάς που γινόταν το πρωί της Κυριακής στην Chinatown. Όταν τελικά κατέβηκα προς τα κεί, η μουσική είχε κοπάσει. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από μικρά, πολύχρωμα χαρτάκια που τα στροβίλιζε ο αέρας, ενώ μέχρι πριν λίγη ώρα αποτελούσαν κομμάτια της περήφανης ουράς κάποιου παραδοσιακού δράκου που γιόρταζε χορεύοντας αφηνιασμένος τη μοναδική μέρα του χρόνου που του επιτρέπεται να τινάξει από πάνω του τη σκόνη της αποθήκης. Μετά τη βόλτα δεν μπορούσαμε να παραλείψουμε το Dim Sum, γεύμα με πολλά μικρά πιάτα συνοδευόμενα από κινέζικο τσάι, που αποτελεί κυριακάτικη παράδοση για πολλές κινέζικες οικογένειες. Καθίσαμε σε ένα από τα πολλά εστιατόρια με τις τεράστιες, χωρίς παράθυρα, αίθουσες, τα μεγάλα στρογγυλά τραπέζια με τις εμπριμέ καρέκλες και τους Κινέζους σερβιτόρους που περνάνε με τα τρόλεϊ γεμάτα λιχουδιές, άλλες αναγνωρίσιμες και άλλες όχι, και δεν σταματούν να σου τις αραδιάζουν στο τραπέζι αν δεν τους πεις όχι με αρκετή έμφαση. Η Chinatown είναι ένας από τους πολλούς ξεχωριστούς πλανήτες του Μανχάταν, με τους δικούς του κώδικες, γλώσσα και ατμόσφαιρα. Χαζεύω στα μαγαζάκια με τα εξωτικά φαγώσιμα και κάθε φορά ανακαλύπτω κάποιο φρούτο ή λαχανικό την ύπαρξη του οποίου αγνοούσα. Και συνεχίζω να αγνοώ, εδώ που τα λέμε, μια για ετικέτες στα αγγλικά ούτε λόγος, και η συνεννόηση με τους ντόπιους υπαλλήλους είναι εντελώς αδύνατη… Όχι μόνο αγνοούν την αγγλική ονομασία των προϊόντων τους, αλλά δεν καταλαβαίνουν καν τι στο καλό μπορεί να θέλεις όταν δείχνεις με το δάχτυλό σου κάτι που υποθέτεις ότι τρώγεται, τους κοιτάζεις με βλέμμα γεμάτο απορία και με τα πιο αργά και καθαρά σου αγγλικά τους ρωτάς: What-is-this??? Οι μεγάλοι συνήθως δυσανασχετούν, κάτι μουρμουρίζουν και κοιτάζουν αλλού. Αλλά, αν πετύχεις κανέναν πιο μικρό και συμπαθητικό, και αν αυτό που έχεις βάλει στο μάτι προσφέρεται, μπορεί να σου κάνει νόημα να δοκιμάσεις. Και ο Θεός βοηθός…!
eklifo@gmail.com