Πάει λοιπόν ο Βασίλης στη μεγαλούτσικη θεία του να τη δει μετά από καιρό. Αυτή απ’τη χαρά της όλο τον ρωτά τι θέλει να τον κεράσει.
- θες σοκολατάκι?
- Όχι ευχαριστώ θεια Λένη.
Μετα από λίγο
- να σου φτιάξω ένα καφεδάκι?
- Όχι ευχαριστώ θεια Λένη, μια χαρά είμαι.
- Ένα λουκουμάκι?
- Όχι ευχαριστώ θεια Λένη, μια χαρά είμαι, να σε δω για λίγο ήρθα, κάτσε.
- Καρυδάκι θες?
- Όχι ευχαριστώ..
Αφού τον ρώτησε καμιά δεκαριά φορές ακόμα, έσκασε ο καημένος ο Βασίλης και κάποια στιγμή μονολογεί «τσουρέκια μου τα’κανες ρε θεία» αλλά έλα που το ραντάρ κάτι άκουσε και πετά μες στην καλή χαρά:
-Τσουρεκάκι θες Βασιλιό μου?
Αυτό χρόνια πριν, αλλά η ατάκα έμεινε στην παρέα. Πού το πάω τώρα θα μου πεις, θα σου πω. Τσουρεκάκια έχουν γίνει αν ακούσω μία ακόμη φορά για το γάμο του Ουίλιαμ. Οκ, θέμα επικαιρότητας, αλλά enough now, enough. Ούτε Άγγλοι είμαστε -άσε που κι αυτοί έχουν αρχίσει παραφωνίες για τον κάποτε κραταιό θεσμό της βασιλείας- ούτε ωραίος είναι (για περισσότερη ανοχή μη φανταστείς, αλλά τα άτιμα γονίδια τον ξεκίνησαν νταϊανικό και τον εξελίσσουν καρολένιο, κρίμα). Και με ποσοστά ανεργίας απ' τη χώρα των Γιγάντων και μισθούς απ΄τη χώρα των Λιλιπούτειων, που πας ρε Γκιούλιβερ μπέρδεψες τα παραμύθια.
Τελοσπάντων, απλά αυτή η υπερβολή είναι ενοχλητική έτσι όπως κάθομαι στον ΙΚΕΑ καναπέ μου και κάνω πλάνα αποταμίευσης και εξοικονόμησης (sic). Δεν κατάλαβα, χ...ζουν -με το συμπάθιο- αλλιώς κι είναι όλοι αυτοί άξιοι δημοσιότητας? Κι αν ο αντίλογος είναι να δούμε και κάτι χαρούμενο, ναι, μέσα, αυτό είναι το καλύτερο που μπορούν?
Ας φάω ένα τσουρέκι.
σχόλια