Το είδαμε στα τελευταία βραβεία του MTV τον προηγούμενο μήνα. Όχι, δε μιλάω για την πολυσυζητημένη επί σκηνής τελετή ενηλικίωσης της άλλοτε «Hannah Montana» Miley Cyrus, που απειλεί ανοιχτά πλέον να εισβάλει στις ζωές μας με τη Wrecking Ball της ως κοντοκουρεμένη φαντασίωση του φωτογράφου Terry Richardson. Αναφέρομαι στο Justin Timberlake που, σε ένα δεκαπεντάλεπτο, αφιερωματικού τύπου μίνι κονσέρτο κατάφερε να χωρέσει κουπλέ και ρεφρέν από όλες, σχεδόν, τις μεγάλες του επιτυχίες και να ξαναβρεθεί με τα υπόλοιπα μέλη των 'N Sync, του ποπ σχήματος που τον ανέδειξε.
Η σύγκριση με την εμφάνιση της Beyoncé στον φετινό τελικό του Super Bowl είναι αναπόφευκτη, τόσο ως προς την οργάνωση του προβεβλημένου θεάματος, αλλά κυρίως ως προς τις νοσταλγικές προθέσεις˙ κι εδώ είχαμε να κάνουμε με ένα καλοστημένο πλην φλύαρο αράδιασμα νέων και παλιών σουξέ που αντίκειτο στο περίφημο δόγμα των show business «Ασ' τους να θέλουν κι άλλο» με γαρνιτούρα την αστραπιαία ανασυγκρότηση του δικού της άρματος προς την επιτυχία, των Destiny's Child, σε μια προσπάθεια επαναφήγησης μιας επαγγελματικής ιστορίας που κατά τη γνώμη μου παραείναι άγουρη για να την αναπολήσει κανείς.
Περιέργως, για μια κουλτούρα εθισμένη στην αναζήτηση του «φρέσκου» και αμείλικτη όσον αφορά ζητήματα ηλικίας, η επίκληση στη μνήμη προβάλλει ολοένα και περισσότερο ως αίτημα του κοινού και έρεισμα επιτυχίας για τους εμπορικούς καλλιτέχνες σε τέτοιο βαθμό που ακόμη και η μη ύπαρξή της να αναδεικνύει την ανάγκη επινόησής της.
Κορυφαίο παράδειγμα αυτής της τάσης η Lady Gaga, καλλιτέχνιδα που αντλεί την χιλιοτραγουδισμένη -απ' την ίδια- φήμη της απ' την ηθελημένη αναβίωση της μνήμης του κοινού από άλλους καλλιτέχνες, τόσο επί σκηνής αλλά, ακόμη περισσότερο, εκτός αυτής, καθιστώντας ακόμη και τις προωθητικές για τη δουλειά της ενέργειες σε περφόρμανς αντάξιες προσθήκης στο μόλις πενταετές ενεργητικό της.
Ανταποκρινόμενη σε μια μετανεωτερική αντίληψη του χρόνου που προκρίνει την αίσθηση του σημείου έναντι της γραμμικότητας, καθιστώντας το χρόνο ως τίποτε παραπάνω από ένα συνονθύλευμα στιγμών, η Gaga ελπίζει πως τα αλλεπάλληλα ετεροαναφορικά παρόντα που η ίδια και το επιτελείο της κατασκευάζουν της προσδίδουν μια επίφαση ιστορικότητας, έστω και δανεικής, που νομιμοποιεί το star status που της έχει αναγνωριστεί. Η τραγουδίστρια, έτσι, έχει υπάρξει –αν και όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά- ο Bowie της εποχής του Ziggy Stardust, η Grace Jones του «Nightclubbing», ο Leigh Bowery των λονδρέζικων eighties, η Madonna του «Truth or Dare» και των βίντεο του David Fincher, η Björk σκηνοθετημένη απ' το Nick Knight και ούτω καθεξής.
Σε μια εποχή, όμως, που η προαναφερθείσα Madonna περιοδεύει πια ως "legacy act" και εγκαλείται, μάλιστα, όταν δεν ανταποκρίνεται σε αυτό το χαρακτηρισμό –όπως το καλοκαίρι του 2011, που τα βρετανικά ταμπλόιντ παραπονέθηκαν πως το setlist της συναυλίας της στο Λονδίνο περιείχε πολλά νέα τραγούδια της- η Gaga δε φέρει μόνη της το βάρος της υπενθύμισης του παρελθόντος. Το κάθε άλλο, όπως αποδεικνύει η μόδα των επανενώσεων που τα τελευταία χρόνια έχει λάβει διαστάσεις ωστικού κύματος.
Με προεξάρχουσες τις Spice Girls, το κατεξοχήν σύμβολο της εκσυγχρονισμένης Cool Britannia των nineties, που μετά από μια comeback περιοδεία και την Ολυμπιακή τους εμφάνιση έστησαν μέχρι και μιούζικαλ –έστω και αποτυχημένο- στο όνομά τους, τα παλαίμαχα μέλη ξεχασμένων απ' το χρόνο συγκροτημάτων άφησαν κατά μέρος τις παλιές αντιδικίες κι έπιασαν πάλι τα μικρόφωνα, σε μια κερδοσκοπική προσπάθεια ανασύστασης μιας ένδοξης γι' αυτά περιόδου. Η λίστα είναι ατέλειωτη: Take That, Backstreet Boys, New Kids on the Block, Boyzone, S Club, Steps κλπ.
Πέρα από τον καιροσκοπισμό αυτών των κινήσεων ωστόσο, η πρόσφατη αυτή εμμονή με την ύστερη δεκαετία του '90 που έρχεται, καθώς φαίνεται, να προστεθεί στις ήδη υπαρκτές ρετρό συλλογικές ψυχώσεις με τις φράντζες των Νεορομαντικών, την cool απόγνωση της grunge και την ψυχεδέλεια του nu-rave, σηματοδοτεί κάτι για το κοινό που την εκφράζει. Υπό συνθήκες μετανεωτερικής ρευστότητας η νοσταλγία, νόσημα σύνηθες και μεταδοτικό, προσφέρει απλόχερα παρηγοριά σε μια κοινωνία που ενώ έχει θριαμβευτικά απονομιμοποιήσει τα πάλαι ποτέ κραταιά ιδεολογικά σχήματα που τη βοηθούσαν να εξηγήσει τον κόσμο γύρω της, πασχίζει να νοηματοδοτηθεί βυθιζόμενη ταυτόχρονα σε μια κινούμενη άμμο τεχνολογικών, πολιτικών και οικονομικών μεταβολών.
Για μια κατηγορία καταναλωτών που σήμερα, στα πρώτα χρόνια της ενήλικης ζωής τους, αντιμετωπίζουν την ολοένα και αυξανόμενη αβεβαιότητα για το μέλλον, η προσφυγή στο προεφηβικό δωμάτιο και τα ποπ εικονοστάσια του αποτελεί ένα αποκούμπι, ένα ρομαντικό αναισθητικό, παραπέμποντας στο οικείο περιβάλλον μιας δύσκολης, αλλά ήδη βιωμένης και όχι πλέον επικίνδυνης, ηλικίας.
Ακτινοβολώντας νιότη και σφρίγος με τα λαμπερά χαμόγελα, τα καθαρά πρόσωπα και τα ευκίνητα σώματά τους, οι teen stars του παρελθόντος υπενθυμίζουν την υπόσχεση ενός απροβλημάτιστου πολιτικά (η κατά Fukuyama νίκη του Καπιταλισμού έναντι οποιασδήποτε άλλης ιδεολογίας φαινόταν τότε εμπεδωμένη), σχεδόν διαστημικού μέλλοντος μιας Larger than Life –για να θυμηθούμε και το στίχο των Backstreet Boys- ουτοπίας που, αν και διαψεύστηκε γρήγορα, εκπεφρασμένη ως ακριβό τηλεοπτικό θέαμα, παρέμεινε γοητευτική.
Δέκα χρόνια αργότερα μια πλαδαρή και δυσκίνητη «πριγκίπισσα» Britney παρέπαιε πάνω στις ψηλοτάκουνες μπότες της στη σκηνή του ξενοδοχείου Palms στο Λας Βέγκας, το κατεξοχήν μέρος όπου τα Αμερικανικά όνειρα επιλέγουν για να πεθάνουν, θέτοντας οριστικό τέλος στην εποχή της αποστειρωμένης ποπ αθωότητας. Η αλήθεια ήταν γυμνή, εκεί, εν έτει 2007, μπροστά στις κάμερες που κατέγραφαν ζωντανά την τελετή βραβείων του MTV. Έστω και υπό τη μορφή της φθοράς, η ωρίμανση είχε επέλθει. Είναι αυτή απ' την οποία η εξιδανίκευση του παρελθόντος προσπαθεί να μας γλιτώσει, αυτή που πάντα παραλείπεται σε όλες τις ρομαντικές παρεκβάσεις στο παρελθόν, απώτερο ή εγγύτερο κι ο φόβος της οποίας αποτελεί τη βάση για κάθε ροπή προς το συντηρητισμό.
Σε καιρό παγκόσμιου και εγχώριου οικονομικοπολιτικού ζόφου, αυτό θα έπρεπε τουλάχιστον να μας προβληματίζει κάθε φορά που αναπολούμε τις ωραιοποιημένες εφηβείες μας.