Όταν κάτι γεννάει ελπίδες (όπως οι Αγανακτισμένοι), δεν το ξεσκίζεις στην κριτική. Στις πρώτες ρωγμές, κάνεις ότι κοιτάς αλλού. Στις δευτέρες, αισθάνεσαι μεγάλη αμηχανία. Στο τέλος, νοιώθεις σαν το Λαζόπουλο στο Τσαντίρι: λες μόνο αυτό που θέλει να ακούσει το μέγα πανελλήνιο –δηλαδή λες ψέματα.
Πήγα πάλι χθες το βράδυ στην πλατεία, να ακούσω αυτά που λένε. Και έπηξα στην γενικολογία και τους δεκάρικους. Έμεινα μια ώρα και δεν άκουσα μια κουβέντα της προκοπής, αλλά μια καφκική αυτοαναφορικότητα περί της διαδικασίας. Λοιπόν, μου κάνει εντύπωση, που κανείς δεν το λέει – είτε γιατί φοβάται το bullying των ενθουσιασμένων, είτε γιατί μονίμως θέλει να τσουλάει στο μεγάλο κύμα, γλύφοντας υποκριτικά τις λαϊκές προσδοκίες.
Δεν με ενοχλούν οι σαλταρισμένοι που άκουσαν τα όργανα και ήρθαν να χορέψουν (μέχρι κι ο Ψινάκης, η Λουκά και η Νανά Παλαιτσάκη!). Με ενοχλεί το Σύνδρομο Λαζόπουλου, που απλώνεται πια σαν νόσος στο χώρο της αριστερής «διαρκούς ευαισθησίας» -ιδίως της πάμπλουτης. Ο κανόνας είναι ένας: «Πελάτης μου είναι ο λαός –και ο πελάτης έχει πάντα δίκιο». Βάζω λίγα μπουζούκια να παίζουν και δακρύζω στη κάμερα. Όπως η Λιάνη μπροστά στα εικονίσματά της. Ανατριχιαστικό.
Νομίζω λοιπόν ότι όλοι λαϊκίζουν ασύστολα στο θέμα των αγανακτισμένων. Από το Μega, μέχρι τη LifO και τους οργισμένους μπλογκερς. Όλοι θέλουν λίγη από τη λάμψη τους, αποδίδοντάς τους χαρίσματα που δεν έχουν (τουλάχιστον τις τέσσερις φόρες που τους άκουσα). Όχι ότι δεν μπορεί αυτό το πράγμα να διαμορφωθεί σε κάτι ώριμο. Μακάρι. Προς το παρόν είναι μια παρήγορη γιορτή. Που όπως είπα από την πρώτη στιγμή: πολιτικά είναι αδιαμόρφωτη, κοινωνικά είναι σημαντική, διότι επανασυνδέει τον ξηλωμένο ιστό της πόλης.
Γι αυτό θα πάω και την Κυριακή. Κρατώντας τις μεγάλες προσδοκίες για τον εαυτό μου, και όχι για τα πελατάκια μου.
σχόλια