Τα διόδια της Εθνικής Οδού Ευτυχίας

Τα διόδια της Εθνικής Οδού Ευτυχίας Facebook Twitter
0

Είναι 2 το πρωί κι έχει αρχίσει να κάνει κρύο εδώ και μέρες. Όταν φυσάει εδώ στα βουνά, δεν σε σώζει τίποτα…  Ουτε κάν το χοντρό μου κόκκινο  μπουφάν, που με κάνει να νιώθω άβολα. Πρέπει να το φοράω όμως, εξάλλου με κάνει να μη νιώθω τόση μοναξιά, μου χαρίζει τη ζεστασιά του άδολα.

-2,40.. ευχαριστώ, καλό σας ταξίδι!

Η Ίδια φράση ανα 10 δευτερόλεπτα και το ίδιο χαμόγελο πάντα ζωγραφισμένο στα χείλια μου.

Στο απέναντι κουβούκλιο ο Αχιλλέας χαμογελά με ακριβώς τον ίδιο τρόπο. Χωρισμένος εδώ και ένα χρόνο από τη γυναίκα του. Μόνος. Συχνά αφαιρείται. Δεν καταλαβαίνει από συστάσεις προϊσταμένων, απλά ζεί το δράμα του και σκέφτεται τι  λάθος έκανε. Με κοιτάζει στιγμιαία και γυρνά πάλι στα ίδια.

Εδώ και 3 χρόνια, το μεταλλικό κουβούκλιο γίνεται σπίτι μου για 8 ώρες την ημέρα, κάθε μέρα. Οι ματιές των συναδέλφων, η παρέα μου.  Μια οθόνη υπολογιστή. Ένα MP3 με τζάζ μουσικές να με χαλαρώνει από τη βουή της δουλειάς και κάθε μέρα το σούρουπο, τα ίδια μώβ-ρόζ χρώματα να με συνοδεύουν στο τελείωμα της βάρδιας. Απ’ την αρχή είχα διαλέξει να τελειώνω αργά το απόγευμα. Σε ένα ταξίδι μας, δεν ξέρω αν θα θυμάσαι, είχαμε παρατηρήσει πόσο ωραία χρώματα έπαιρνε ο ουρανός εδώ, σε αυτό το σημείο, αυτήν εδώ  την ώρα.

Τα χρήματα δεν είναι πολλά, άλλα πράγματα  με έκαναν να έρθω να δουλέψω εδώ.

Η Επαφή με τον κόσμο. Μόνο. Τίποτε άλλο.

Θυμάμαι πως όταν παρέδωσα στον πατέρα μου τα κλειδιά του πανάκριβου τζίπ που μου είχε αγοράσει για δώρο, ανδραγάθημα το διδακτορικό, ένιωσα σαν να δραπετεύω από ένα σφιχτό τσουβάλι στο οποίο είχα κλειστεί και κάποιος είχε σφίξει και το κορδόνι. Άθελα μου; Ποιος ξέρει; Ίσως και να μην καταλάβω ποτέ!

Ήθελα άλλα πράγματα να δώ και να βιώσω. Το Στραπάτσο ήταν μεγάλο. Ξαφνικά μοναξιά.  Τώρα που σε χρειαζόμουν πιο πολύ από κάθε άλλη φορά, ήσουν ένας άφαντος άνθρωπος. Σαν να μην υπήρξες ποτέ, σαν να μην υπήρξαν τα χρόνια που πέρασαν.

Βγαίνω απ’ τις σκέψεις. Απότομα.

-2,40 καλό σας ταξίδι!

Χαμόγελο.

Η Επαφή που έχεις με τα χέρια των άλλων καθώς σου δίνουν το αντίτιμο για να περάσουν και να πάνε πιο πέρα τη ζωή μαζί με το αμάξι τους, είναι το λιγότερο, ειλικρινής. Ίσως το μόνο ειλικρινές που μου έχει απομείνει. Χέρια ζεστά, χέρια ξηρά από τη δουλειά, χέρια ιδρωμένα απ’ τη ζέστη, χέρια κρύα επειδή κρύα είναι μάλλον κι η καρδιά.

Τα δικά σου τα χέρια πάντως, ήταν τα πιο ζεστά που είχαν κρατήσει τα δικά μου μέσα τους πολλές φορές. Και πάντα τους έδινες τη σωστή θερμοκρασία. Και πάντα σταματούσες το τρέμουλο τους, αυτό το τρέμουλο απ’ την αρρώστια που μόνο εσύ το καταλάβαινες.

Σκέφτομαι καθώς κάνω διάλειμμα για τσιγάρο, πως μόνο με κάτι μισά sms και με κάτι “like”, κάνεις πλέον αισθητή την παρουσία σου στη ζωή μου. Ρωτάς αριστερά και δεξιά, κοινούς γνωστούς και φίλους μας, τι κάνω, πως είμαι… Εκεί, δείχνεις το ενδιαφέρον σου για μένα.

Είχα βαρεθεί να τα λέω με τον τοίχο σου, είχα βαρεθεί να μαντεύω και να σκέφτομαι και να υποθέτω τι έχεις, γιατί είσαι έτσι, γιατί μέρα με τη μέρα απομακρύνεσαι όλο και πιο πολύ. Προσευχή κάθε βράδυ για σένα και για να βρώ τι γίνεται, να καταλάβω...

Πρέπει να καταλάβω!

Αρχίζει να βρέχει, η κίνηση μεγαλώνει. Τα αυτοκίνητα ανάβουν τους προβολείς και τρέχουν να προλάβουν όσο πιο γρήγορα γίνεται, να βρεθούν στη ζεστασιά του σπιτιού.

-2,40, καλό ταξίδι!

Η Μπάρα ανεβαίνει και η μυρωδιά του καυσαέριου γίνεται μερικές φορές ανυπόφορη.

Πνίγομαι…

Εγώ όμως εκεί, να επιμένω! Έφυγα γιατί δεν άντεξα, έφυγα γιατί δεν ήθελα να βλέπω όλα όσα είχα δίπλα μου να χάνονται, χωρίς να ξέρω αν τα κατέστρεψα εγώ ή κάποιος άλλος.

Τότε, παράτησα τα πάντα! Την οικογένεια μου, το σπίτι, το σκύλο, το αμάξι, όλα! Λές και ήθελα να ασκητέψω μακριά από όλους και από όλα! Αλλά ταυτόχρονα, κοντά σε σένα, έστω και μόνο με τη σκέψη.

Βρήκα αυτό το σπίτι δίπλα στη λίμνη. Κάθε πρωί να βλέπω την ομίχλη, τις αντανακλάσεις και να γαληνέυω. Έστησα και μια αιώρα! Πάντα ήθελα μία.  

Κι ύστερα κι αυτή τη δουλειά, για να ξαναβρώ την επαφή που έχασα. Για να ξαναβρώ την επαφή που πήρες μαζί σου, μέσα από τα αγγίγματα με τα χέρια των οδηγών, τις ματιές τους, τα πρόσωπα τους τα χαρούμενα, τα χαμογελαστά, τα θλιμένα…

Κι έτσι η ζωή να συνεχίζεται και να σ΄αγαπάω ακόμη πιο πολύ.

Να ακούω το αγαπημένο σου τζαζ κομμάτι και να νομίζω πως σε λίγο θα έρθεις, θα πάρεις τα χέρια μου μέσα στα δικά σου, και όταν έρθει το χάραμα, η μπάρα θα σηκωθεί, το φανάρι θα ανάψει πράσινο και ο Αχιλλέας απ’ το διπλανό κουβούκλιο θα χαμογελάσει και θα μας πεί… Καλό ταξίδι.

Το Φως που μπαίνει μέσα απ’ το μισάνοιχτο πατζούρι, καρφώνει ακριβώς τα μάτια μου.

Τι όνειρο ήταν κι αυτό… Πολύ ζωντανό! Τι να σημαίνει άραγε;

Κι αυτά τα διόδια…αφού δεν θέλω να πάω πουθενά! Πώς μου ήρθαν στο μυαλό;

Βγαίνω στον κήπο με ένα λαχάνιασμα στο λαιμό και με τον ιδρώτα να κάνει διαδρομές στην πλάτη μου. Ο Φθινοπωρινός  ήλιος μόλις έχει κάνει την εμφάνιση του. Ο Σκύλος τρέχει προς τα πάνω μου ζητώντας χάδια. Ένα άρωμα μου κεντρίζει την όσφρηση. Τσαϊ του βουνού. Ένα σώμα ξαπλωμένο στην αιώρα, τυλιγμένο με την κόκκινη λεπτή μου κουβέρτα και ένα φλυτζάνι να αχνίζει…

-Καλημέρα!

 Ενα χαμόγελο  γεμίζει την καρδιά και το μυαλό μου .Μπαίνω κι εγώ κάτω απ’ την κόκκινη κουβέρτα. Σκέφτομαι στιχάκια απ’ το αγαπημένο μου τραγούδι…

Χαμογελάω και νιώθω πως έχω δίπλα μου όλο τον κόσμο!

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ