Ερωτεύτηκα λίγο πριν αγανακτήσω.

Facebook Twitter
0


Σύντροφοι, μην με κατηγορήσετε για αντεπαναστατική δράση. Στο κάτω κάτω, πάντα πίστευα ότι έρωτας και επανάσταση πάνε μαζί.

Φωτό: Σπύρος Στάβερης


Ερωτεύτηκα. Είναι καλοκαιράκι και χωρίς να το περιμένω από πουθενά, ερωτεύτηκα. Εδώ και λίγες μέρες περπατάω και γελάω μόνη μου, κοιτάζω στο πουθενά, βλέπω τον κόσμο με μια απέραντη τρυφερότητα. Σκέφτομαι τον εαυτό μου να κοιμάται σε παγκάκι γιατί θα μου έχει πάρει το σπίτι η τράπεζα και δεν φοβάμαι – αντιθέτως νιώθω την καρδιά μου να πεταρίζει: γιατί αν έμενα σε παγκάκι θα είχα απολαύσει τις προάλλες το βράδυ την πανσέληνο και την έκλειψη αντί να χαζοκοιμάμαι στον καναπέ περιμένοντας το διάγγελμα του πρωθυπουργού μπροστά στη τηλεόραση.

Ερωτεύτηκα και ακούω ξανά και ξανά ένα τραγούδι που λέγεται σε ελεύθερη μετάφραση «Mόνο εσένα» και η τραγουδίστρια του λέει ότι, όχι μόνο τον αγαπάει, αλλά ζει για εκείνον, αναπνέει για εκείνον, του δίνει την ψυχή της, την καρδιά της, το είναι της. Σου δίνω τα πάντα, τα πάντα, τα πάντα, του λέει.   Περίπου ότι μας ζητάει ο πρωθυπουργός να δώσουμε για την πατρίδα. Περίπου ότι μας ζητάει μια σοβαρή πολιτική διαδικασία για να πεις ότι ίσως, κάποτε, κάπου μπορεί να βγάλει.

Ερωτεύτηκα  και δεν έχω όρεξη για συνελεύσεις στην πλατεία Συντάγματος, για διαδηλώσεις, για πολιτικούς αγώνες. Ο έρωτας είναι αγώνας από μόνος του. «Η καταστροφή έρχεται», λένε για τη χώρα, αλλά εγώ καταστρέφομαι κάθε φορά που αργεί να μου τηλεφωνήσει.  Αν έπαιρνα το μικρόφωνο στην πλατεία θα φώναζα αλά Ελύτη «σ’αγαπώ σ’αγαπώ, μ’ ακούς;».

Ερωτεύτηκα, και όταν μου τηλεφώνησε ένας φίλος και μου φώναζε μεσημεριάτικα να αφυπνιστώ γιατί ζούμε κοσμογονικές στιγμές, και …«κάτι πρέπει να κάνουμε», σκεφτόμουν ότι έχει δίκιο μεν, αλλά πώς  γίνεται εγώ να νιώθω ότι συντελείται μια κοσμογονία μόνο κάθε φορά που  μ’ αγκαλιάζει ο αγαπημένος μου. Με φωνάζει «καρδιά μου» και νιώθω ότι μπορώ να κάνω 100 επαναστάσεις αρκεί να μου το ζητήσει εκείνος.

Ερωτεύτηκα και έγινα όσο πιο όμορφη μπορούσα για να κατέβω την προηγούμενη  Τετάρτη στο Σύνταγμα. Τη μέρα που θα έπεφτε η κυβέρνηση, που θα μπαίναμε στη Βουλή, που θα «ήμασταν οι πρώτοι και θα μας ακολουθούσαν αναστημένοι χίλιοι νεκροί», εγώ ντύθηκα σαν ηθοποιός σε γαλλική ρομαντική κομεντί και βάλθηκα να περπατάω σαν ονειροπαρμένη μέσα στα δακρυγόνα.

Ερωτεύτηκα. Γουρούνια, δολοφόνοι, κλέφτες, απατεώνες, εξουσιαστές, λαμόγια, όλοι ασήμαντοι μου φαινόντουσαν, σαν καρτούν. Βρήκα του φίλους μου, τους συντρόφους και τους συναγωνιστές μου να πίνουν σε ένα μπαρ λίγο πιο κάτω από την πλατεία – η μουσική ήταν κουλ, λάουντζ, υπέροχη, οι μπύρες παγωμένες, και γύρω γύρω οι εικόνες μιας πόλης που καιγότανε, ο κόσμος που περνούσε απ’ έξω με πρόσωπα βαμμένα κάτασπρα από το Maalox  για την εξουδετέρωση των δακρυγόνων,  σε συνδυασμό με την τηλεόραση στο mute να δείχνει ειδήσεις- επεισόδια- μπαχαλάκια εναλλάξ με το φασιστοειδές  Βορίδη, υπό τον γενικό  τίτλο «ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις» έκαναν αυτές τις ώρες να μοιάζουν όχι σαν γαλλική ταινία, αλλά σαν αμερικάνικο μελλοντολογικό θρίλερ β’ διαλογής.

Ερωτεύτηκα και μάλλον, όπως λένε συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις,  έχω γλυκάνει κάπως. Οπότε αποφάσισα να αφήσω την επανάσταση και τις μπύρες για λίγο  και να πάω στη γιορτή για το τέλος της σχολικής χρονιάς του βρεφονηπιακού σταθμού του μικρού μου ανιψιού.. Φτάνοντας στον βρεφονηπιακό, λευκά τραπεζομάντιλα, τυροπιτάκια, λεμονάδες, πολύχρωμες ζωγραφιές. Είδα τον ούτε τριών χρονών ανιψιό μου να έχει γίνει ολόκληρο παιδί, να παίζει με τα φιλαράκια του και να ουρλιάζει από χαρά. Τον αγκάλιασα σφιχτά- για δευτερόλεπτα - και γλίστρησε σαν το ψάρι για να γυρίσει στο παιχνίδι του. Οι γονείς των παιδιών ήταν καλοντυμένοι και γελαστοί, τα τραγούδια αντηχούσαν σε όλο τον τετράγωνο, ο ήλιος έλουζε τα γύρω κτίρια με το χρυσοκόκκινο χρώμα του ηλιοβασιλέματος.  «Θέλω και γω να κάνω ένα παιδάκι», μονολόγησα, σε μια στιγμή μικροαστικής αδυναμίας.

Χαμήλωσα το βλέμμα προς τα πόδια μου γιατί ένιωσα αμήχανα μέσα στην τόση χαρά και ανεμελιά.  Τι να σκεφτώ; Πως «η ζωή συνεχίζεται κανονικά κι ας λένε ότι θέλουν στις ειδήσεις και στην Πλατεία», πως «απλά ζούμε παράλληλες πραγματικότητες μέσα στην ίδια πόλη» ή πως «πρέπει να ταχθούμε όλοι σε έναν αγώνα για να μεγαλώσουν τα παιδιά μας ευτυχισμένα»; Κοιτάζοντας για ώρα τις μύτες των παπουτσιών μου, συνειδητοποίησα ότι τα πόδια μου ήταν κατάμαυρα από τις φωτιές και τη βρομιά της πόλης. Τα μαλλιά μου μύριζαν δακρυγόνο και καμένο πλαστικό. Οι φίλοι μου τώρα θα είχαν μεθύσει στο μπαρ κάτω από την πλατεία Συντάγματος συζητώντας για τις πολιτικές εξελίξεις ενώ ο αγαπημένος μου θα περνούσε τον χρόνο του  ήρεμος σαν ουρανός ανέφελος κάπου στα Βόρεια Προάστια με τους δικούς του φίλους.

Ερωτεύτηκα και ξέχασα πόσο εύκολο είναι να νιώσεις καμιά φορά τον ουρανό να σε πλακώνει ή τη γη να υποχωρεί κάτω από τα πόδια σου και να μην ανήκεις πουθενά. Και σκέφτηκα ότι αυτό είναι το χειρότερο αυτές τις μέρες, αυτό τον καιρό που διανύουμε: η διάλυση, η εγκατάλειψη, η αποξένωση, η μοναξιά, η ανασφάλεια, η αβεβαιότητα,  ο φόβος για όλα τα παραπάνω μαζί. Δεν ξέρω αν αυτά νικιούνται στις πλατείες ή αν γιατρεύονται μέσα σε μια αγκαλιά εκείνου που αγαπάς και σ’ αγαπάει.

Έναν ανασχηματισμό μετά και με τον κόσμο να συνεχίζει να αγανακτεί στις πλατείες, στους δρόμους, στα σπίτια, στα γραφεία, στις σχέσεις, στις οικογένειες, άλλοτε σιωπηλά και άλλοτε φωναχτά,   έχω μια υποψία ότι η αγανάκτηση δεν ήταν ποτέ και δεν θα είναι ποτέ αρκετή ως πρόταγμα για να πάνε τα πράγματα αλλού να πάνε τα πράγματα κάπου καλύτερα.  Σε διαλύουν, σε κάνουν σκόνη, σε ψεκάζουν και δεν έχεις λόγο να παλέψεις -  για να υπερασπιστείς, τι; Την αγανάκτησή σου;  Δεν με νοιάζει να φωνάξω να φύγουν οι κλέφτες. Θα φύγουν έτσι κι αλλιώς, δεν έχει μείνει και τίποτα να κλέψουνε.

Ερωτεύτηκα και είμαι ανυπόμονη. Περνάω από το Σύνταγμα τα απογεύματα αλλά δεν μπορώ να περιμένω τον κόσμο να αφυπνιστεί μέσα από τις συμμετοχικές διαδικασίες καμιάς πλατείας. Ξέρω ότι θα είμαι μειοψηφία και δω και κει και παραπέρα, ξέρω ότι δεν θα ταιριάξω ποτέ με τους «εθνικοπατρικο-οτινανιστές» ούτε με τους αριστεριστές που προσπαθούν να δομήσουν διαδικασίες στο χάος της ζωής. Για να μην τα πολυλογώ, ερωτεύτηκα και αδυνατώ να αγανακτήσω. Δεν μου φτάνει. Δεν με εμπνέει.

Γαμώ την αγανάκτησή σας, μέσα. Γαμώ την αγανάκτησή μου.

Αρχείο
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Μετά την πανδημία του κορωνοϊού, η ανισότητα θα αυξηθεί»

Σωτήρης Ντάλης / «Μετά την πανδημία του κορωνοϊού, η ανισότητα θα αυξηθεί»

Ο αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου και επικεφαλής της Μονάδας Έρευνας για την Ευρωπαϊκή και Διεθνή Πολιτική σχολιάζει τον αντίκτυπο της πανδημίας και της εκλογής Μπάιντεν στην Ευρώπη.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
«Επί Τραμπ οι μειοψηφίες κατέστησαν πλειοψηφίες»

Σωτήριος Σέρμπος / «Επί Τραμπ οι μειοψηφίες κατέστησαν πλειοψηφίες»

Τι σηματοδοτεί η εποχή Μπάιντεν και τι αφήνει πίσω του ο απερχόμενος Πρόεδρος; Απαντά στη LiFO ο Σωτήριος Σέρμπος, αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Δημοκρίτειο Παν/μιο Θράκης και Ερευνητής στο ΕΛΙΑΜΕΠ.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Θεοκλής Ζαούτης: «Είναι αρκετά πιθανόν να έχουμε τρίτο κύμα πανδημίας»

Ελλάδα / Θεοκλής Ζαούτης: «Είναι αρκετά πιθανόν να έχουμε τρίτο κύμα πανδημίας»

Ο καθηγητής Παιδιατρικής και Επιδημιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια και μέλος της Επιτροπής των Λοιμωξιολόγων του υπουργείου Υγείας μιλά για τα τελευταία δεδομένα της πανδημίας.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Ο γυμνός βασιλιάς, το Καπιτώλιο και η επόμενη μέρα

Νικόλας Σεβαστάκης / Ο γυμνός βασιλιάς, το Καπιτώλιο και η επόμενη μέρα

Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν είναι ένας Γουίλι Σταρκ της εποχής μας. Υπάρχει κάτι σημαντικό που χωρίζει τη λαϊκιστική φαντασία των χρόνων του Μεσοπολέμου –όπως την αναπλάθει το μυθιστόρημα του Γουόρεν– από τα πλήθη που είδαμε να βγαίνουν από τα μεσαιωνικά σπήλαια των social media για να ορμήσουν προς το Καπιτώλιο.
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ
Ευάγγελος Μανωλόπουλος: «Να μάθουμε να ζούμε με τις μάσκες, γιατί θα αργήσουμε να τις βγάλουμε»

Ελλάδα / Ευάγγελος Μανωλόπουλος: «Να μάθουμε να ζούμε με τις μάσκες, γιατί θα αργήσουμε να τις βγάλουμε»

Ο καθηγητής Φαρμακολογίας, Φαρμακογονιδιωματικής και Ιατρικής Ακριβείας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Φαρμακολογίας, Ευάγγελος Μανωλόπουλος, μιλά στη LiFO για τα εμβόλια και τις φαρμακευτικές αγωγές που εξετάζονται. Απαντά για το δεύτερο κύμα της πανδημίας, εξηγεί ποια είναι η αλήθεια για τις ΜΕΘ, πότε θα αποχωριστούμε τις μάσκες αλλά και πότε προβλέπεται η επάνοδος στην κανονικότητα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Γιατί η ασφάλεια του εμβολίου είναι υψηλού βαθμού; Ο καθηγητής της Οξφόρδης Πέτρος Λιγοξυγκάκης εξηγεί

Τech & Science / Γιατί η ασφάλεια του εμβολίου είναι υψηλού βαθμού; Ο καθηγητής της Οξφόρδης Πέτρος Λιγοξυγκάκης εξηγεί

Τι θα σημάνει η γενική χρήση των εμβολίων; Θα εφαρμοστούν νέοι κανόνες σχετικά με τον εμβολιασμό; Πότε προσδιορίζεται η έναρξή του; Και τι γίνεται με τους αρνητές;
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Η ενδοχώρα της άρνησης και το εμβόλιο

Νικόλας Σεβαστάκης / Η ενδοχώρα της άρνησης και το εμβόλιο

Η όποια στρατηγική για τον εμβολιασμό χρειάζεται να είναι σκληρή με τον νεοφασισμό των fake news και της ωμής παραπλάνησης. Την ίδια στιγμή, όμως, πρέπει να εντάξει τις ανησυχίες, τις αντιρρήσεις και τις δεύτερες σκέψεις πολλών ανθρώπων.
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ
Ευάγγελος Καϊμακάμης: «Έχουν πεθάνει πολλοί σαραντάρηδες στα χέρια μας χωρίς προβλήματα υγείας»

Ελλάδα / Ευάγγελος Καϊμακάμης: «Έχουν πεθάνει πολλοί σαραντάρηδες στα χέρια μας χωρίς προβλήματα υγείας»

Ο πνευμονολόγος-εντατικολόγος στο νοσοκομείο Παπανικολάου μιλά για την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στις ΜΕΘ και τις μελλοντικές ανησυχίες του σχετικά με την πανδημία.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Θεόδωρος Βασιλακόπουλος: «Ακόμη κι αν είχαμε 10.000 κλίνες ΜΕΘ, αν γέμιζαν όλες, θα θρηνούσαμε 4.000 θανάτους»

Ελλάδα / Θεόδωρος Βασιλακόπουλος: «Ακόμη κι αν είχαμε 10.000 κλίνες ΜΕΘ, αν γέμιζαν όλες, θα θρηνούσαμε 4.000 θανάτους»

Ο καθηγητής Πνευμονολογίας-Εντατικής Θεραπείας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών σχολιάζει όλες τις τελευταίες εξελίξεις στο μέτωπο της πανδημίας.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ