Με αφορμή την πρεμιέρα της ταινίας του Αλμοδοβάρ, Το Δέρμα που Κατοικώ, διοργανώθηκε πριν από λίγες μέρες στην Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών ένα workshop με θέμα «Γιατί μας αρέσει ακόμα κι όταν δεν μας αρέσει ο Πέδρο Αλμοδόβαρ;». Ανάμεσα στους ομιλητές ήταν και ο δημοσιογράφος Προκόπης Δούκας ο οποίος μίλησε για το μουσικό σύμπαν του ισπανού σκηνοθέτη. Παλαιότερα ο ίδιος ο Αλμοδόβαρ έχει δηλώσει σχετικά με τη μουσική στις ταινίες του: «Τα τραγούδια στις ταινίες μου είναι βασικό μέρος του σεναρίου, ένα είδος μουσικής φωνής off που εξηγεί, αποκαλύπτει μυστικά και εμπλουτίζει τη δράση εκεί που εμφανίζεται. Τα τραγούδια στον κινηματογράφο μου έχουν δραματική και αφηγηματική λειτουργία και είναι εξίσου περιγραφικά με τα χρώματα, τα φώτα, τη διακόσμηση ή τους διαλόγους. Eίναι στην πλειονότητά τους βερσιόν, όπου ο κάθε ερμηνευτής αναδημιουργεί το πρωτότυπο, σε σημείο που το μετατρέπει σε κάτι μοναδικό, ανέκδοτο, αποκαλυπτικό. Μια επανεφεύρεση.»
Παρακάτω ακολουθεί ένα σχετικό κείμενο του Προκόπη Δούκα, το οποίο αναδημοδιεύουμε από το μπλογκ του (www.prokopisdoukas.blogspot.com).
Aυτό που προέκυψε από το "στρογγυλό τραπέζι", στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, τη Δευτέρα που μας πέρασε (ως πληροφόρηση και ως κοινή διαπίστωση), είναι οτι ο Pedro Almodovar έχει εξαιρετικά στενή σχέση με τη μουσική - είτε ως μέλος συγκροτήματος, είτε ως dj, είτε ως "μουσικός επιμελητής" των ίδιων του των ταινιών. Είναι ένας πολυσχιδής καλλιτέχνης - κι αυτό φαίνεται και μέσω της σκηνοθετικής του καρριέρας. Ενδιαφέρεται προσωπικά για το μουσικό του στίγμα, το οποίο επιμελείται ο ίδιος - και μέσω αυτού υπογραμμίζει τη "μελοδραματική" του αισθητική, καταφεύγοντας όμως σχεδόν πάντα σε ποιοτικές επιλογές.
Στις πρώτες του ταινίες, φλερτάρει πιο έντονα με το kitsch και την gay αισθητική, αποφεύγοντας όμως να επιλέξει δυτικότροπα gay στερεότυπα (όπως π.χ. η Maria Callas, οι Queen ή η disco αισθητική τύπου Jimmy Sommerville). Ως μέλος της "Movida Madrilena", του καλλιτεχνικού κινήματος που άνθισε στη Μαδρίτη, με την ισπανική μεταπολίτευση, συμμετέχει στην καλλιτεχνική σκηνή, με το συγκρότημα "Almodovar y Macnamara" - και καταγράφει την "τρέλλα" του κινήματος αυτού, στις δύο πρώτες του ταινίες. Στη δεύτερη μάλιστα ("Ο Λαβύρινθος του Πάθους") και στην έκτη ("Ο Νόμος του Πόθου"), συμμετέχει με το (ολίγον kitsch, ολίγον punk, ολίγον σατιρικό) συγκρότημα αυτό στο soundtrack της ταινίας.
Με το πέρασμα των χρόνων και την επαγγελματική του καθιέρωση, οι επιλογές του στρέφονται ολοένα και περισσότερο προς την τεράστια δεξαμενή της λατινόφωνης παράδοσης. Σε πολλές από τις πρώτες του ταινίες χρησιμοποιεί ως συνθέτη πρωτότυπης ορχηστρικής μουσικής τον Bernardo Bonezzi, ενώ τρία χρόνια μετά την πρώτη μεγάλη του εμπορική επιτυχία, "Γυναίκες στα Πρόθυρα Νευρικής Κρίσης" (1988), κάνει ένα μεγάλο βήμα.
Στα "Ψηλά Τακούνια" (1991) συνεργάζεται με τον εξαιρετικό Ιάπωνα συνθέτη Ryuichi Sakamoto - με ένα θέμα που μένει αξέχαστο. Και όχι μόνο αυτό, διασκευάζει ο ίδιος στα ισπανικά τους στίχους και παράγει, μαζί με την αγαπημένη του τότε Luz Casal, το "Un Ano de Amor" - μαζί με μια νέα εκτέλεση του μεξικάνικου classic "Piensa en Mi". To σύνολο αποτελεί την καλύτερη, κατά τη γνώμη μου, μουσική του πρόταση, ως soundtrack ταινίας.
Έκτοτε, αρχίζει τη συνεργασία του με τον Alberto Iglesias, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, ενώ εξακολουθεί, ως "πρεσβευτής" της λατίνικης κουλτούρας, να μας παρουσιάζει κομμάτια από μεγάλους καλλιτέχνες της Ισπανίας, του Μεξικού, της Αργεντινής, της Βραζιλίας, της Κούβας, της Κόστα Ρίκα, της Χιλής ή και της Ιταλίας (όπως η Mina). Πολλά από τα ονόματα είναι ευρέως γνωστά και στον υπόλοιπο κόσμο, όπως ο Caetano Veloso ή ο Xavier Cougat, άλλα όμως είναι λιγότερο, γιατί κάνει "βουτιά" στο παρελθόν, με καλλιτέχνες που γεννήθηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα - που τον βοηθούν να αποδώσει τη ρομαντική και μελαγχολική ατμόσφαιρα που επιθυμεί.
Μεταχειρίζεται με τρυφερότητα (και "ανασύρει" ή αποτίει φόρο τιμής σε) "ξεχασμένους" καλλιτέχνες, όπως η Sara Montiel και ειδικά σε gay καλλιτέχνες όπως ο Κουβανός Bola de Nieve ή η Μεξικανή Chavella Vargas, την οποία βοηθά να επανεκκινήσει την καριέρα της σε μεγάλη ηλικία, με συμμετοχή και σε ταινίες του. Δίνει την ευκαιρία επίσης και στο νέο αίμα του ισπανόφωνου τραγουδιού, όπως η Estrella Morente ή η Buika (στο "Δέρμα που Κατοικώ"), αλλά χρησιμοποιεί και κομμάτια-εκπλήξεις από ποπ καλλιτέχνες όπως οι Saint-Etienne και η Cat Power ή καλλιτέχνες της world music, όπως ο Σενεγαλέζος Ismel Lo.
Σε κάθε περίπτωση, o Ισπανός σκηνοθέτης έχει τον δικό του, ιδιαίτερο τρόπο να φτιάχνει soundtrack - και μέσω αυτού να ολοκληρώνει το "αλμοδοβαρικό του σύμπαν"...
To post συνοδεύεται από το "Werewolf" της Αμερικανίδας Cat Power, από το soundtrack της ταινίας "Ραγισμένες Αγκαλιές".
Το παραπάνω κείμενο μπορείτε να το δείτε κι εδώ
σχόλια