Από www.tanea.gr
Οι εξελίξεις στη Σύνοδο Κορυφής επιβεβαιώνουν αυτά που φαίνονταν ως ένδειξη μέχρι πριν από λίγες ημέρες: η ευρωζώνη είναι αποφασισμένη να βγάλει από τη μέση το «πρόβλημα Ελλάδα», ώστε να επικεντρωθεί στα μεγάλα προβλήματα, όπως η Ιταλία. Από τη στιγμή που οι προθέσεις των Γερμανών έγιναν διαφανείς, όλη η φιλολογία για κατάρρευση σύμπαντος του χρηματοπιστωτικού συστήματος από την ενεργοποίηση των CDS και των δεκάδων παραγώγων προϊόντων που υποτίθεται είχαν κτιστεί πάνω σ' αυτά, σταμάτησε. Η προγραμματιζόμενη ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών σταμάτησε και τη φιλολογία περί μεταστάσεως. Η ευρωζώνη, με τα νέα δεδομένα, θα μπορούσε να αντιμετωπίσει μέχρι και ένα πιστωτικό γεγονός σχετικά με την ελληνική κρίση χρέους.
Τι μπορεί να σημαίνει αυτό για την Ελλάδα; Δεδομένου ότι το καλύτερο σενάριο του ΔΝΤ δεν προβλέπει την έξοδο της Ελλάδας στις αγορές πριν από το 2021, δεν έχει επιπτώσεις μεγαλύτερες από ένα ισοδύναμο εθελοντικό κούρεμα. Με τρεις προϋποθέσεις βέβαια: (α) δεν τίθεται θέμα εξόδου από το ευρώ, (β) η ΕΚΤ δεν τραβάει το χαλί της ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών και (γ) η ευρωζώνη παρέχει την απαραίτητη υποστήριξη στη χώρα μας για να αντεπεξέλθει. Παρά την τρομολαγνική φιλολογία εδώ και μήνες, δεδομένου ότι η έξοδος της Ελλάδας στις αγορές είναι μια μακρινή προοπτική, ακόμα και ένα πιστωτικό γεγονός θα ήταν πρωτίστως πρόβλημα της ευρωζώνης. Με την ενίσχυση του EFSF, κύριο ζήτημα στην ατζέντα της Συνόδου, επιχειρείται να αντιμετωπιστεί το διαφαινόμενο ως άμεσο πρόβλημα με την Ιταλία. Η Ελλάδα είναι πρόβλημα πρώτο σε χρονική προτεραιότητα, αλλά πλέον μικρότερο σε σημασία.
Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των εκπροσώπων της ευρωζώνης και των ευρωτραπεζών φαινόταν, έως αργά χθες βράδυ, να έχουν μπλοκάρει στην απαίτηση υψηλού κουρέματος έως και 60%, με τα «νέα» ομόλογα να μην καλύπτονται από εγγυήσεις (τουλάχιστον επαρκείς). Εάν δεν επρόκειτο απλώς για διαπραγματευτική τακτική, η εξέλιξη όσον αφορά την πιθανή μείωση του ελληνικού χρέους είναι μάλλον καλή. Ο,τι κι αν γίνει, ό,τι κι αν έχει γίνει. Σε περίπτωση υποχώρησης των τραπεζών, η απουσία (ή μείωση του κόστους) εγγυήσεων θα μπορούσε να ελαφρύνει την Ελλάδα από νέο χρέος για την κάλυψή τους. Σε περίπτωση ναυαγίου της συγκεκριμένης διαπραγμάτευσης, η ανταλλαγή χρέους θα μπορούσε να καταλήξει σε προσφορά «πάρτε το ή φύγετε», οπωσδήποτε συνδεδεμένη με τους όρους ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών και κατά πάσα βεβαιότητα με όρους χειρότερους για τις τράπεζες από τους προσφερθέντες κατά τη διαπραγμάτευση. Οσον αφορά τη λογιστική μείωση του χρέους, η διαπραγμάτευση πρέπει να έχει οδηγήσει σε μάλλον καλύτερα του αναμενόμενου αποτελέσματα - και αυτό θα συνέβαινε ακόμα και εάν προέκυπτε πιστωτικό γεγονός.
Ερχόμαστε στις προϋποθέσεις. Ολα τα παραπάνω έχουν σημασία για την ελληνική κοινωνία υπό την προϋπόθεση ότι η «οριστική λύση του ελληνικού προβλήματος» δεν συνοδεύεται από εγκατάλειψη της χώρας στην τύχη της. Κατά τις χθεσινές διαπραγματεύσεις το στοίχημα ήταν να διασφαλιστεί η σταθερότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, τόσο με την παροχή πόρων ανακεφαλαιοποίησης όσο και με τη συνέχιση της υποστήριξης από την ΕΚΤ. Πολύ θετική εξέλιξη θα ήταν η ανακεφαλαιοποίηση και των ασφαλιστικών ταμείων. Είναι επίσης αναγκαία η διασφάλιση της λειτουργίας του Δημοσίου με παροχή κεφαλαίων για αύξηση των διαθεσίμων, αντικατάσταση του βραχυπρόθεσμου δανεισμού, κάλυψη των κρατικών εγγυήσεων. Ακόμη κι αν όλα πήγαν καλά με τις διαπραγματεύσεις, υπάρχει μια ακόμη προϋπόθεση: ότι η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να εκτελέσει.
Στην περίπτωση εθελοντικού διακανονισμού, αναλαμβάνουν οι δικηγόροι και τελειώσαμε (που λέει ο λόγος). Στην περίπτωση υποχρεωτικής, για τους πιστωτές, λύσης, η ελληνική κυβέρνηση θα βρεθεί απέναντι σε κάθε έναν από τους πιστωτές, σε ομάδες πιστωτών με παραπλήσια συμφέροντα και στρατηγικές, πιθανόν θα χρειαστεί να κάνει νομοθετικές ρυθμίσεις για τους όρους που διέπουν τα ομόλογα ελληνικού δικαίου, τα δικαιώματα μειοψηφίας των ομολογιούχων. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος ατυχήματος σχετίζεται με τη δυνατότητα της ελληνικής πλευράς να διαχειριστεί την όλη διαδικασία. Το παρήγορο είναι ότι υπάρχει λίγος χρόνος (η Ελλάδα δεν έχει την «ευκαιρία» να αθετήσει δανειακές της υποχρεώσεις πριν από τον Μάρτιο 2012) και πάντα ελπίζουμε στην αμέριστη συμπαράσταση των εταίρων μας.
Πάντως, το μεγαλύτερο πρόβλημα, ακόμη και με την αμέριστη συμπαράσταση των εταίρων, θα είναι το στίγμα του κουρέματος που θα ακολουθεί κάθε οικονομική και επιχειρηματική δραστηριότητα σχετιζόμενη με την Ελλάδα. Για πολλά χρόνια. Ειδικά τα επόμενα χρόνια, κάθε επιχειρηματική προσπάθεια θα ακολουθείται από τη σφραγίδα του δυνάμει αφερέγγυου, η οποία μεταφράζεται σε σημαντικό κόστος από το έλλειμμα πίστης.
Αυτό βέβαια που είναι εξαιρετικά αβέβαιο είναι η ικανότητα της κυβέρνησης, αλλά και του ελληνικού πολιτικού προσωπικού γενικότερα, να διαχειριστεί την κατάσταση και κυρίως να εμπνεύσει τους πολίτες παρέχοντας μιαν αξιόπιστη αφήγηση για την οριστική έξοδο από την κρίση.
Ο Γιώργος Προκοπάκης είναι σύµβουλος επιχειρήσεων σε θέµατα οργάνωσης και διαχείρισης πληροφοριών
σχόλια