Ο Σλόμπονταν και η Μαρία (τα ονόματα είναι φανταστικά, η ιστορία αληθινή...) είχαν εξαιρετικές δουλειές στην Γιουγκοσλαβία του Τίτο. Υπάλληλος σε τοπικό σχολείο της Κράινα η Μαρία, ανώτερο στέλεχος σε τοπική βιομηχανία ο Σλόμπο. Είχαν το προνόμιο των καλών σπουδών, των συχνών ταξιδιών στις γειτονικές χώρες. Είχαν και δύο μικρά αγόρια όταν ξέσπασε ο εμφύλιος στην Γιουγκοσλαβία. Σέρβοι της Κράινα, μιας περιοχής που διεκδικούσε – και τελικά απέκτησε – η Κροατία, βρέθηκαν εν μέσω πυρών. Ο διαβασμένος και πολυταξιδεμένος τεχνοκράτης Σλόμπο ένα πρωί βγήκε στο βουνό μαζί με τους άλλους Σέρβους της περιοχής. Για περίπου ενάμισι χρόνο πολεμούσε, με την Μαρία να μεγαλώνει μόνη της τα δύο αγόρια.
Οταν οι Κροάτες, με μια επιχείρηση – αστραπή και σε συμφωνία με τον Σλόμπονταν Μιλόσεβις που απέσυρε δυνάμεις του σερβικού στρατού, κατέλαβαν την Κράινα, ο Σλόμπο επέστρεψε νύχτα στο σπίτι. Πήρε τη Μαρία και τα δύο του παιδιά, τη γριά μητέρα του (που έλεγε «πως δεν ήθελε να πεθάνει υπό κροατική κατοχή») και έφυγε μαζί με τα άλλα καραβάνια των χιλιάδων Σέρβων προσφύγων. Είχαν 40 μάρκα στην τσέπη. Στο δρόμο προς το Μαυροβούνιο η μητέρα του πέθανε και την έθαψαν σε ένα χωριό. Σε ένα άλλο χωριό εγκαταστάθηκαν όπως – όπως για λίγους μήνες και μετά μετακόμισαν στην Ποντγκόριτσα, την πρωτεύουσα του Μαυροβουνίου.
Ηταν απάτριδες. Η ηγεσία του Μαυροβουνίου, υπό τον Μίλο Τζουγκάνοβιτς, δεν τους χορηγούσε για χρόνια υπηκοότητα επειδή γνώριζε πως θα ψήφιζαν υπέρ της ένωσης με την Σερβία σε ένα δημοψήφισμα. Περίπου 15.000 Σέρβοι πρόσφυγες έζησαν σχεδόν δέκα χρόνια στο Μαυροβούντιο με κάτι πρόχειρα χαρτιά, χωρίς να μπορούν να ταξιδέψουν (λες και είχαν τα λεφτά...) πουθενά, πλην της Σερβίας. «Ούτε ταινία από το βίντεο κλαμπ δε μπορούμε να πάρουμε» μου έλεγε ο Σλόμπο σε κάποιο ταξίδι μου στο Μαυροβούνιο. Δύο άνθρωποι με καλές θέσεις στην Κράινα βρέθηκαν να πωλούν είδη πρώτης ανάγκης έξω από το διαλυμένο (στη διάρκεια του πολέμου) νοσοκομείο της Ποντογκορίτσα για να ταϊσουν τα δύο παιδιά τους. Πολλοί άνθρωποι τους συμπαραστάθηκαν εκείνες τις μαύρες ημέρες. Κάποιους από αυτούς που τους βοήθησαν γνώρισα και εγώ όταν πρωτοπήγα στην Ποντγκόριτσα...
Δεν το έβαλαν κάτω: Ο Σλόμπο συνεταιρίστηκε με τοπικό επιχειρηματία και δούλεψε σκληρά, πολύ σκληρά. Σήμερα είναι ένας από τους πιο επιτυχημένους επιχειρηματίες του Μαυροβουνίου. Αγόρασαν σπίτι, σπούδασαν τα παιδιά, άφησαν πίσω τον εφιάλτη της προσφυγιάς. Ο Σλόμπο δεν θέλει να μιλήσει για τις ημέρες που ήταν στον πόλεμο. Εχω πέντε χρόνια να τους συναντήσω, αλλά θυμάμαι που με προειδοποίησε πως δεν θα πει κουβέντα γι' αυτές τις ημέρες. Ξέρω, όμως, πως κάποια βράδυα που πίνει λίγο παραπάνω παίρνει τηλέφωνο στο παλιό του σπίτι στην Κράινα, στο οποίο σήμερα κατοικεί κάποιος Κροάτης, και μετά το κλείνει... Οταν πέθανε ο ηλικιωμένος πατέρας του, που είχε μείνει στην Κράινα γιατί ήταν δύσκολο να ακολουθήσει τους πρόσφυγες, δε μπορούσε να πάει στην κηδεία. Φοβόταν πως θα ήταν καταζητούμενος από το επίσημο κροατικό κράτος.
Γιατί γράφω και ξαναγράφω αυτή την ιστορία; Σίγουρα θα υπάρχουν δεκάδες άλλες, με πρωταγωνιστές Κροάτες που εγκατέλειψαν σερβικά εδάφη ή Βόσνιους που βρέθηκαν σε διασταυρωμένα πυρά. Την ξαναγράφω γιατί μου δίνει κουράγιο. Δείχνει πως οι κοινωνίες δεν μηδενίζονται, οι άνθρωποι ακόμα και μέσα στη δίνη του πολέμου και της χρεοκοπίας (χιλιάδες κάτοικοι της γειτονικής χώρας έχασαν τις καταθέσεις τους, τα σπίτια τους, ακόμα και τα παιδιά τους...) βρίσκουν τρόπους για να επιβιώσουν.
Η αλήθεια είναι πως οι περισσότεροι από τους πρόσφυγες και τους κατοίκους της πρώην Γιουγκοσλαβίας δεν είχαν την τύχη του φιλικού μου ζευγαριού. Ξέρω πρώην αστυνομικό στο Κόσσοβο που σήμερα εργάζεται σε μανάβικο του Μαυροβουνίου για να ζήσει τα παιδιά του. Ξέρω πρώην βιοτέχνη από το Βελιγράδι που κατεστράφη και πώλησε τα πάντα προκειμένου να σπουδάσει τα δύο παιδιά του. Τελικά ακόμα και τα χρυσαφικά της γυναίκας του πούλησε για να ανοίξει ιατρείο στην κόρη του που σήμερα είναι μια επιτυχημένη επαγγελματίας της σερβικής πρωτεύουσας. Ξέρω ανθρώπους που εδώ και είκοσι χρόνια κινούνται στη μαύρη οικονομία της Σερβίας για να επιβιώσουν και βρίσκονται μονίμως στα όρια της παρανομίας.
Εκτός από το θετικό μήνυμα, από την ιστορία του Σλόμπο και της Μαρίας, υπάρχει και το άλλο, το αρνητικό: Είκοσι χρόνια τώρα και οι περισσότεροι κάτοικοι της Σερβίας ή του Μαυροβουνίου δεν είδαν άσπρη ημέρα από τη χρεοκοπία που έφερε ο πόλεμος. Το δημόσιο μοιράζει συντάξεις πείνας, η ανεργία βρίσκεται ακόμα σε δυσθεώρητα ύψη (ειδικά στους νέους), χιλιάδες δημιουργικού και ικανοί άνθρωποι προτίμησαν την προσφυγιά από την πείνα. Εμείς οδεύουμε προς χρεοκοπία χωρίς πόλεμο, αλλά ας μη γελιόμαστε: Θαύματα δε γίνονται, στα ταλαιπωρημένα Βαλκάνια. Η οικονομία μας δε μπορεί να συγκριθεί με αυτή των γειτονικών χωρών (π.χ. έχουμε τουρισμό και ναυτιλία), αλλά θα χρειαστεί καιρός για να κλείσει η πληγή που αφήνει μια (συντεταγμένη ή μη) χρεοκοπία.
σχόλια