της Αστερόπη Λαζαρίδου από το ΒΗΜΑ
Λένε ότι ανάλογα με τον τόπο στον οποίο γεννιέσαι, αναπτύσσεις και συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Μιλάς, ντύνεσαι, φέρεσαι με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Και μάλλον έχουν δίκιο. Αυτό δεν ισχύει μόνο από χώρα σε χώρα και από πόλη σε πόλη. Έχει να κάνει και με τη γειτονιά στην οποία έχεις μεγαλώσει.
Αυτοί που έμεναν στα νότια προάστια πάντα καταλάβαιναν ποιοι δεν ήταν ντόπιοι όταν σήκωναν σα χαζεμένοι το κεφάλι στον ουρανό, κάθε φορά που περνούσε ένα αεροπλάνο-όταν ακόμη το Αεροδρόμιο δεν είχε ονοματεπώνυμο Ελευθέριος Βενιζέλος. Οι βορειοπροαστιώτες έχουν ακούσει ουκ ολίγες μπηχτές για τους νεόπλουτους μπαμπάδες τους και τα τσιχλόδεντρα στο Κεφαλάρι, δηλαδή τα δέντρα που κάποιοι ιθαγενείς μετέτρεψαν σε μεταμοντέρνα εγκατάσταση κολλώντας τις τσίχλες που δεν μασάνε πια. Παρομοιώς οι Κολωνακιώτες έχουν ταυτιστεί με την αστική τάξη και με αέρα ξεπεσμένου αριστοκράτη, οι Πειραιώτες κάνουν σαν Θεσσαλονικείς που βρίζουν την Αθήνα και κοκορεύονται για την άπλα που έχουν στο λιμάνι, κτλ, κτλ.
Κάπως έτσι και στα Κάτω Πατήσια. Υπήρχαν πάντα πολύ συγκεκριμένοι αστικοί μύθοι. Οι μακροβιότερες καταλήψεις στα '90s που στοίχισαν σε πολλά σχολεία την πολυπόθητη πενταήμερη, τοπικοί ήρωες όπως «ο Μπάμπης ο Σουγιάς» και ο «Σάκης ο General», η φράση «θα κατεβάσω παρέα από τα Γκράβα»-οι αδερφές ψυχές βρίσκονταν σε σχολείο του Γαλατσίου και ήταν πάντα έτοιμοι να κατέβουν για ενισχύσεις όταν μυρίζονταν σαματά. Γενικά, μία αίσθηση λαϊκής γειτονιάς, από εκείνες που στις καλές μέρες γεννούσαν ανέκδοτα που μετά έκαναν το γύρο της Αθήνας και της Ελλάδας. Παλιά αρχοντικά, εγκαταλελειμμένα, που όμως μαρτυρούσαν πόσο ωραία ήταν στα νειάτα τους. Ψιλικατζίδικα, κουρεία, ντισκοτέκ, ταβέρνες, όλα μαζί ανακατεμένα. Οι γραμμές του τρένου ένωναν την πλατεία Αττικής με εκείνη του Αγίου Νικολάου και με τα Κάτω Πατήσια, εκεί όπου στρογγυλοκάθισαν τα Goody's κι έγιναν σημείο συνάντησης και καλή αφορμή για κοπάνες από το σχολείο και αργότερα, από το φροντιστήριο. Το ζαχαροπλαστείο «Κοσμικόν» έκανε και κάνει το καλύτερο γαλακτομπούρεκο και σε κάθε μεγάλη γιορτή, η ουρά για το σιροπιαστό συσσίτιο έφτανε και φτάνει ως απέναντι.
Οι πρώτες «καινούριες» πολυκατοικίες, με χαμηλοτάβανα διαμερίσματα και πυλωτή έκαναν την εμφάνισή τους στα Κάτω Πατήσια στα τέλη της δεκαετίας του '90 και ως τα μέσα των '00s το μόνο που άκουγες ήταν κομπρεσέρ. Όσοι νοίκιαζαν ανήλιαγα δυάρια και τριάρια στις παλιές πολυκατοικίες, πήραν στεγαστικό και μετοίκησαν στις κανούριες. Το σαλόνι ήταν τώρα ένας ενιαίος χώρος με την κουζίνα-«μα καλά θα τηγανίζεις ψάρια και θα μυρίζει όλο το σπίτι;» διαμαρτύρονταν οι παλιοί. Αλλά σιγά σιγά συνήθισαν.
Με την ίδια λογική αγόρασα κι εγώ ένα δυάρι στον πρώτο όροφο μιας νεόδμητης πολυκατοικίας, όταν λεφτά υπήρχαν, το σωτήριον έτος 2004. Έξι χρόνια αργότερα, το σκηνικό της γειτονιάς άρχισε να αλλάζει. Έχτισαν όσοι έχτισαν, αγόρασαν όσοι αγόρασαν και ξαφνικά οι μετανάστες άρχισαν να γίνονται περισσότεροι απ' τους αυτόχθονες. Οι πρώτοι «ξένοι», οι Αλβανοί που είχαν έρθει από το '90 στα Κάτω Πατήσια, είχαν από καιρό προωθηθεί σε άλλες, «καλύτερες» περιοχές του κέντρου, όπως το Παγκράτι και ο Βύρωνας. Μου το έλεγαν όποτε τύχαινε να τους συναντήσω στο ταξί που έπαιρνα για να γυρίσω σπίτι: «Κοπελιά, εντώ που μένεις είναι επικίντυνα...έκει πολλούς ξένους....να προσέκεις!». «Εσείς από πού είστε;» τολμούσα να ρωτήσω στο άκουσμα των σπαστών ελληνικών τους. Έχοντας έρθει από νωρίς στη χώρα μας, θεωρούσαν τους εαυτούς τους Έλληνες δεύτερης γενιάς πλέον. Και θύμωναν με την κατάντια του κέντρου που είχε παραδοθεί στους φρέσκους μετανάστες, που κατέφθαναν χωρίς στον ήλιο μοίρα από το Μπαγκλαντές, το Αφγανιστάν, τη Σομαλία, κ.ο.κ.
Τον περασμένο Μάιο τα Κάτω Πατήσια έγιναν πρώτο θέμα στα δελτία ειδήσεων, όταν ένας άνδρας σφαγιάστηκε από αλλοδαπούς την ώρα που πήγαινε να πάρει την βιντεοκάμερα με την οποία θα κατέγραφε τη γέννηση του παιδιού του. Η τραγικότητα στον υπερθετικό. Και λίγες μέρες αργότερα, ξεκινούσε η Απογραφή Πληθυσμού από την ΕΛ. ΣΤΑΤ και στη συγκεκριμένη περιοχή, η τραγικότητα έδινε τη θέση της στην τραγελαφικότητα: οι απογραφείς φοβούνταν να χτυπήσουν τα κουδούνια και να απογράψουν μετανάστες, οι μετανάστες φοβούνταν να ανοίξουν την πόρτα και να απογραφούν-τα πογκρόμ έδιναν κι έπαιρναν από τον Αγιο Παντελεήμονα ως την Κυψέλη.
Οι φίλοι μου άρχισαν να εκφράζουν πιο φωναχτά τις ανησυχίες τους-από το τηλέφωνο πάντα, ή καθισμένοι σε κάποιο μπαράκι του κέντρου, αφού από καιρό είχαν κόψει τις επισκέψεις στο σπίτι μου. «Πού θα βρω να παρκάρω; / Παίζει να μου σπάσουν το αμάξι οι Πακιστανοί αν το αφήσω εδώ;» και άλλα τέτοια ευχάριστα ερωτήματα είχαν κόψει και τη δική μου όρεξη για προσκλήσεις στο σπίτι μου. Όλοι, σε κάθε τόνο μου έλεγαν να μετακομίσω κι ας είναι δικό μου το σπίτι, να το νοικιάσω και να φύγω, προτού μου συμβεί κάτι κακό. Ένιωθα σαν τη Λάρα Κροφτ μόνο και μόνο επειδή έμενα σε μία τόσο «επικίνδυνη ζώνη». Από πείσμα όμως, είχα πει ότι θα παραμείνω, δεν θα ξεσπιτωθώ και ίσως σε μερικά χρόνια να φτιάξουν τα πράγματα, όπως προσεύχονταν και οι λοιποί ένοικοι της πολυκατοικίας.
Η χαριστική βολή ήρθε όμως το καλοκαίρι, με την απεργία διαρκείας των οδηγών ταξί. Αν και μένω δέκα λεπτά από το Μετρό Αττική, αυτά τα δέκα λεπτά φάνταζαν με αιώνα όταν αναγκαζόμουν να επιστρέψω με τα πόδια στο σπίτι μετά τις 22.00. Κι όταν με γύριζαν στο σπίτι φίλοι, μόνο και μόνο στη θέα Σομαλών που είχαν μπει ολόκληροι μέσα στον σκουπιδοντενεκέ αναζητώντας είδη πρώτης ανάγκης, με έπιανα για μία ακόμη φορά να προσπαθώ να δικαιολογηθώ για το πού ζω και γιατί επιμένω να ζω επικίνδυνα. Λίγες μέρες αργότερα, διέρρηξαν το διπλανό διαμέρισμα. Η φωνακλού γειτόνισσα το έκανε σαφές ότι ήταν ζήτημα χρόνου ότι θα έρθει κι η σειρά μου-ω ναι, πολλές φορές οι Έλληνες είναι πιο τρομακτικοί από τους ξένους. Μου έδωσε μία λίστα με κλειδαράδες, έναν δικό της μάστορα που θα μου έβαζε συναγερμό σε καλή τιμή, η ίδια θα έβαζε και κάγκελα στις μπαλκονόπορτες. Δώσαμε και από πενήντα ευρώ για να βάλουμε ένα συρματόπλεγμα της πλάκας, για να σκιαχτούν οι επίδοξοι διαρρήκτες και να μην ξανατρυπώσουν από το παράθυρο του φωταγωγού. Αν αποφάσιζα να δώσω όλα τα χρήματα για να δημιουργήσω ένα σπίτι φρούριο και μάλιστα σε μία περιοχή που δεν φημίζεται για τους παραμυθένιους πύργους της, το συνολικό ποσό θα άγγιζε τα 800 ευρώ. Αντ' αυτού, πήρα την απόφαση να δώσω τα λεφτά στη μετακόμιση.
Πήγα στο Παγκράτι, ακολουθώντας τα χνάρια των Αλβανών μεταναστών, που έχοντας ανέβει πίστα, άφησαν γύρω στο 2000 τα Κάτω Πατήσια για τους «άλλους μετανάστες». Κι εκεί υπάρχουν ξένοι από κάθε γωνιά της γης. Η διαφορά προς το παρόν είναι, ότι ενώ στην προηγούμενη γειτονιά μου τα μαγαζιά των αλλοδαπών, ακόμα κι αν πουλούσαν κινητά τηλέφωνα και ξυπνητήρια θύμιζαν κλειστές λέσχες μόνο για μέλη, εκεί όπου βρίσκομαι τώρα, ο Μπαγκλαντεσιανός μαγαζάτορας έχει κοτσάρει στην είσοδο ένα τεράστιο και φωταγωγημένο «Welcome» (Καλώς ήρθατε)- έχοντας προφανώς επίγνωση ότι στη συγκεκριμένη περιοχή πρέπει να φερθεί με περισσότερη ευγένεια αν θέλει να γίνει αποδεκτός.
Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα κινδυνέψει ποτέ στην προηγούμενη γειτονιά μου, που ήταν και η γειτονιά στην οποία μεγάλωσα. Η πλατεία όπου έμαθα ποδήλατο, το σχολείο μου, οι πρώτες βόλτες, η «Σιωπή των αμνών» στο σινεμά Όσκαρ με τον πατέρα μου να με περιμένει στο φανάρι της Αχαρνών μετά το τέλος της προβολής. Είναι όμως όλη αυτή η αιωρούμενη απειλή, το μίσος που γεννιέται για τον άγνωστο και άρα καταχθόνιο εισβολέα, που σε κάνει να περπατάς πάντα με γρήγορο βήμα και να κοιτάς πίσω και όχι μπροστά σου όταν πέφτει η νύχτα. Και είναι και κάτι ακόμη χειρότερο: οι τύψεις που νιώθεις όταν βγαίνεις από το σούπερ μάρκετ με τρεις σακούλες και βλέπεις ανθρώπους να «ψωνίζουν» με καροτσάκια απ' τα σκουπίδια σου. Ή όταν φοράς ένα ωραίο ρούχο και αισθάνεσαι σα να βρίσκεσαι σε πάρτυ μασκέ, όπου όμως κανείς άλλος δεν είχε λεφτά για να ντυθεί. Οι ευκαιριακοί ρακοσυλλέκτες με τα καροτσάκια, ξεκίνησαν δυναμικά την καριέρα τους πέρυσι από τα Κάτω Πατήσια και πλέον βρίσκονται παντού. Σίγουρα κάποιοι θα έχουν περάσει και από τα τσιχλόδεντρα στο Κεφαλάρι, αλλά και από τα νότια προάστεια, χωρίς ηχητική υπόκρουση από αεροπλάνα τώρα πια.
Οι «καινούριες» κατωπατησιώτικες πολυκατοικίες γερνούν και ερημώνουν, οι ιδιοκτήτες πουλάνε τα διαμερίσματα όσο όσο ή κάνουν το σταυρό τους αν βρούνε έλληνα ενοικιαστή. Βρήκα κι εγώ έλληνες νοικάρηδες, το νοίκιασα πολύ πιο χαμηλά απ' την αξία του κι απ' τη χαρά μου δεν τους ζήτησα ούτε εγγύηση. Από τις λίγες σταθερές αξίες, το ζαχαροπλαστείο «Κοσμικόν», συνεχίζει να φτιάχνει το καλύτερο γαλακτομπούρεκο του κόσμου. «"Τριτοκοσμικόν" πρέπει να λέγεται τώρα εκεί που βρίσκεται» είπε με γλυκόπικρο χιούμορ ένας πρώην Κατωπατησιώτης, που τώρα μετανάστευσε στην Ηλιούπολη. Πρόσφατα διέρρηξαν το πατρικό του. Δεν έμενε κάποιος μέσα. Πήραν ένα ασημένιο σερβίτσιο. Και άφησαν το αποτύπωμά τους: αφόδευσαν στο σαλόνι και άδειασαν στο πάτωμα κι ένα μπουκάλι λάδι που βρήκαν στην κουζίνα. Η αστυνομία είπε στον έκπληκτο ιδιοκτήτη ότι είναι συνήθης τακτική, δείγμα οργής κι εκδίκησης. Στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής τους έχουν βγάλει κι ένα χαϊδευτικό: οι «Χε-Ζορό».
Υπάρχουν πολλών ειδών μετανάστες αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα λοιπόν: αυτοί που θέλουν να πάρουν το ταλέντο και τα πτυχία τους και να πάνε στο εξωτερικό. Αυτοί που άλλοτε το έπαιζαν βέροι Αθηναίοι και τώρα καυχιούνται για το καμαρωτό χωριουδάκι τους, που μπορεί να μην υπάρχει στο χάρτη, αλλά είναι μία λύση μακριά απ' την τρέλα και την διογκωμένη κρίση της Αθήνας. Κι εκείνοι που εγκαταλείπουν περιοχές της πόλης, άλλοτε νευραλγικά ωραίες για κάποιες λιγότερο επικίνδυνες. Αφήνοντας άπειρα «ΠΩΛΕΙΤΑΙ» και «ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ» στο βιαστικό φευγιό τους.
σχόλια