Ο συνθέτης της «Άπονης ζωής», το απόλυτο αυτό ίνδαλμα της νιότης μου –ήταν κι ένας κούκλος- διευθύνει από από το 1994 την πιο χαιδεμένη από όλες τις κυβερνήσεις, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, αλλά και την πιο ακριβοθώρητη και σκανδαλιάρα ορχήστρα της χώρας. Την περιβόητη Κρατική Ορχήστρα Ελληνικής Μουσικής (ΚΟΕΜ). Αν οι επαγγελματίες περιφερόμενοι τραμπούκοι διάβαζαν και καμμιά καλλιτεχνική σελίδα και δεν ενημερώνονταν μόνο από κάτι κιτρινιάρικες ραδιοφωνικές εκπομπές και blogs θα ήξεραν τα χαίρια της ΚΟΕΜ και όχι μόνο ότι η σύζυγος του Νταλάρα ψήφισε το μνημόνιο.
Μάλλιασε η γλώσσα και το πληκτρολόγιο των δημοσιογράφων να απαριθμούν τόσα χρόνια τα μη πεπραγμένα της ΚΟΕΜ. Αλλά ο Ξαρχάκος εκεί, ακούνητος, αγέλαστος και αμίλητος. Να παίρνει κάθε χρόνο εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ για να θυμάται αραιά και πού να οργανώνει καμμιά συναυλία, πολύ συχνά με δικά του εργα , σαν να ήταν η προσωπική του ορχήστρα. Από τον Μικρούτσικο στον Τατούλη και από τον Σαμαρά στον Γερουλάνο, αυτός ο ψιλοδεξιούλης (αλλά, εντάξει, κορυφαίος συνθέτης) κατάφερνε και έμενε στο απυρόβλητο με ελάχιστο έργο -κάτι σαν τον Μπαμπινιώτη του Ιδρύματος Ελληνικού Πολιτισμού. Ακόμα και τις εποχές που χρειαζόταν επειγόντως συμμάζεμα το Υπουργείο Πολιτισμού και άλλες, πολύ πιο σημαντικές ορχήστρες (των Χρωμάτων, για παράδειγμα), δεινοπαθούσαν.
Πώς εξηγείται, λοιπόν, η αντι-μνημονιακή άνοιξη του Σταύρου Ξαρχάκου στο «Ακροπόλ»; Στοιχειώδες. Φρόντισε να βάλει σφήνα σε ένα καθαρά ρεμπέτικο πρόγραμμα («Αμάν Αμήν») , επίσης κρατική παραγωγή (του ΚΘΒΕ), και το εντελώς άσχετο από τα μουσικά ήθη Βαμβακάρη και Τσιτσάνη δικό του τραγούδι «Λαέ μη σφίξεις άλλο το ζωνάρι». Πώς να μην γίνεται χαμός στην αίθουσα με τέτοιους στίχους του Ιάκωβου Καμπανέλλη: «η πείνα το καμάρι είναι του κιοτή, του σκλάβου που του μέλλει να θαφτεί»;
Τον φώτισε ο Θεός τον Σταύρο Ξαρχάκο να το γράψει πριν πολλά χρόνια, το 1973, ώστε να’ χει να πορεύεται και σήμερα ,που ως γνωστόν κάποιοι ανακάλυψαν πώς η χούντα δεν έχει πέσει ακόμα. Σε αντι-μνημονιακό ύμνο πάει να εξελιχθεί το ωραιότατο αυτό τραγούδι -ομολογώ ότι το ακούω και ανατριχιάζω, αλλά και με το «τον νυμφώνα σου βλέπω» τα ίδια συμπτώματα έχω και θρήσκα δεν είμαι. Η μουσική, άλλωστε, είναι η μόνη που άξιζε να επιζήσει από το κατά τα άλλα βαρετό και επαρχιώτικο θέαμα «Το μεγάλο μας τσίρκο», στο οποίο, αν θυμάστε, οι άσπιλοι και αμόλυντοι Έλληνες έπεφταν μονίμως στα νύχια και σαγόνια των ξένων.
Και μετά σού λέει «πέθανε η μεταπολίτευση». Πώς μού φαίνεται ότι την ξαναζώ σε όλο το μαζικό, εκκωφαντικό μανιχαϊστικό της μεγαλείο; Και δεν έχω πιά να προστατευθώ ,όπως τότε, και την δημοκρατική και πλουραλιστική «Αυγή». Προσεχώρησε κι αυτή, στα γεράματα, στο κίνημα των γιαουρτιών. Συνέταξε, μάλιστα, και κατάλογο «σεμνών δημιουργών», που δικαίως κάνουν ελεύθεροι συναυλίες ,χωρίς να τρέμει το φυλλοκάρδι τους -σε αντίθεση με τον Νταλάρα. Αν ζούσε ο Χατζιδάκις ούτε έξω από τα φεστιβάλ της δεν θα καταδεχόταν να περάσει.
σχόλια