Χριστούγεννα 2013- Κατάθεση

Χριστούγεννα 2013- Κατάθεση Facebook Twitter
0

Διανύω τη δεύτερη μέρα επί του γυρισμού μου στη Θεσσαλονίκη από το Παρίσι, όπου φέτος συνεχίζω τις σπουδές μου. Το Παρίσι μέχρι στιγμής είναι ό,τι πιο μαγικό έχω γνωρίσει. Συζητήσεις συνεχείς, διακαείς θα έλεγα, γύρω από τη λογοτεχνία, τη μουσική ανά τόπους και για τόπους, την πολιτική, το όραμα του καθενός για τον κόσμο. Υπάρχει, πρέπει να το πούμε, μόνο μια περιορισμένη επίγνωση της πριμοδοτημένης, σχεδόν θεσμοθετημένης απομόνωσης του Παρισιού εις βάρος (προς λησμόνηση) των περίχωρων - εκεί όπου οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν συνήθως ζωτικά, βασικά προβλήματα και μοιραία η κουλτούρα - ή μάλλον η γλώσσα, η συζήτηση γύρω από την κουλτούρα (αφού είμαστε όλοι δημιουργοί και μέτοχοι της κουλτούρας μας κάθε μέρα) βρίσκεται σε δευτερεύουσα θέση.

Στο Παρίσι λοιπόν μαθαίνω σιγά σιγά να διαβάζω. Ξαναβρίσκω την αγάπη μου για την ουσία. Γράφω εργασίες ακολουθώντας επιταγές της ακρίβειας ως προς την έκφραση, προσπαθώντας να απαλλαγώ από τις φιοριτούρες και τις γενικότητες που με ταλανίζουν από το σχολείο μα κι από τη φύση μου. Συνεννοούμαι όμορφα με τους καθηγητές μου. Τα βράδια πηγαίνω για χορό σε συναυλίες βραζιλιάνικης μουσικής. Γνώρισα αυτό το εξάμηνο μερικούς φίλους... Βρήκα συντροφιά.

Διανύω έτσι τον τρίτο χρόνο σπουδών - πάντα στο εξωτερικό. Γεγονός που σημαίνει πως έχω να αντικρύσω το ελληνικό φθινόπωρο τρία χρόνια και τον ελληνικό Απρίλη δύο χρόνια. Ευτυχώς το καλοκαίρι όλα σταματούν - τουλάχιστον οι υποχρεώσεις οι δικές μου ως προς το πανεπιστήμιο - και γυρνώ για να απολαύσω. Γυμνή, δίπλα στη θάλασσα.

Αυτά τα Χριστούγεννα γύρισα για πρώτη φορά χωρίς την αίσθηση έπους που δοκίμαζα τις προηγούμενες φορές. Διότι, στα πλαίσια της παραμυθίας κι ίσως της εγγραφής μιας κάποιας προσωπικής ταυτότητας, φανταζόμουν πάντα τον γυρισμό μου μια δακρύβρεχτη επιστροφή στις ρίζες - φιλί γονατισμένο στην πρώτη γη. Μαζί μ’αυτά τα οράματα (που θυμίζουν τον αντικοσμοπολίτη Maurice Barrès) φανταζόμουν επίσης την επανασύνδεσή μου μ’αυτόν που αγαπούσα και που τόσο μα τόσο βίαια είχα αποχωριστεί. 

Γύρισα λοιπόν δίχως να περιμένω πως φίλοι με περιμένουν. Απαλλαγμένη επιτέλους από το όνειρο τυμπανοκρουσιών ή δακρύβρεχτων υποδοχών. Κυρίως γύρισα δίχως να περιμένω αυτό το “λέγε”, “διηγήσου μας”. Χωρίς πικρία, συνειδητοποίησα πως το πώς σαγηνεύτηκα από το Παρίσι δεν ενδιέφερε κανέναν. 

Είπα πράγματι πως βιώνω την επιστροφή χωρίς πικρία μα, απόψε, που αδυνατώ να κοιμηθώ, καταλαβαίνω πως διατηρώ έναν αληθινά μεγάλο θυμό. Ανεβαίνοντας σήμερα το λόφο του Πανοράματος, καθ’οδόν προς το οικογενειακό εθιμοτυπικό τραπέζι, αναρωτηθήκα - και τότε αναζωπυρώθηκε ο θυμός - αν είναι αναγκαστικά πιο κοντά στη χώρα όλοι αυτοί οι συνομίληκοι που δεν την έχουν εγκαταλείψει. Πρόσεξα, εξάλλου, πως το ιδίωμα - αυτό το σημάδι σχέσης κι εγγύτητας με την εκάστοτε γλώσσα - προλαβαίνει κι αλλάζει μέσα στους μήνους που λείπω. Αν και πάντα είχα ένα στιλ έκφρασης λίγο πιο παλιακό, ας πούμε, από τους συνομιλήκους μου, λίγο από άποψη και λίγο από αλαζονεία, επί της επιστροφής μου καταβάλλω συνειδητή προσπάθεια ώστε στα μικρά αυτά εκφραστικά παιχνίδια εξ ορισμού εκλεκτικά, ώστε να αποτελούν αποκλειστικότητα της νεότητας (η λέξη ‘νεολαία’ μου θυμίζει κομματικές παρατάξεις), να μην μοιάζω παρείσακτη.

Σχετικά με τον θυμό μου, λοιπόν. Νιώθω μια κάποιου είδους τρικυμία μέσα μου στην έκφραση ‘εσύ εκεί στα ξένα’. Αρχικά, σκέφτομαι, ίσως να την διασκέδαζα σαν να ήταν επιφώνημα θαυμασμού. Ω, εσύ εκεί στα ξένα. Μα τελικά αυτό το αόριστο ‘εκεί’ με τον ακόμη πιο αφηρημένο πληθυντικό, τον τοπικιστικό, άρχισε να αποκαλύπτεται. Σχεδίαζε, και να που σχεδιάζει, όριο. Η ένστασή μου, αν μου επιτρέπετε, φίλοι, έγκειται στο ότι η αποξένωση δεν λαμβάνει χώρα στα ξένα του μη ελλαδικού χώρου μα στην καρδιά της επικράτειας. Αν και κρατώ αποστάσεις από οριοθετήσεις τέτοιου τύπου, πιστεύοντας κάποτε στην ομόνοια ως απάντηση στα τρομερά της εποχής, το σωστό σχήμα μου μοιάζει το αντίστροφο, ‘εσείς, εδώ, στα ξένα’. 

Η καρδιά μου χτυπά όλο και πιο δυνατά ενώ ψάχνω τον τρόπο να πω αυτό που θέλω. Πρόκειται για ένα ευαίσθητο ζήτημα, ακριβώς επειδή αφορά τους φίλους μέσα στην επικράτεια, που για μένα παραμένουν φίλοι. Κατανοώ πως περνούν δύσκολες μέρες, κυρίως επειδή η πορεία τους στο πανεπιστήμιο αποτελείται στίβο μετ’εμποδίων. Κωλύματα που πρέπει να προσπεραστούν σε καθημερινή βάση, ακούραστα. Ο δικός τους ορίζοντας με τον δικό μου διαφέρουν. Κι ελπίζω σ’αυτό το σημείο, το λέω με κάθε αλήθεια, να μην φαίνεται ή να μην φανερώνεται ενδεχομένως κάποια αλαζονεία μου. 

Δεν μπορώ όμως να σιγάσω μέσα μου την ιδέα, που σαν παλμός κι αυτή χτυπάει, πως μας πρέπει κάτι καλύτερο. Πως μας πρέπουν μέρες στο πανεπιστήμιο όπου όσοι θέλουν να σπουδάσουν να μπορούν να σπουδάσουν κι όπου όσοι θέλουν να μην σπουδάσουν να μπορούν να μην σπουδάσουν. Μας πρέπουν φωτεινές (κι εδώ το βροντοφωνάζω αυτό το ‘φωτεινές’) μέρες και νύχτες, θέε μου τι νύχτες... Νύχτες ατέλειωτες, 

Γιατί αν πρέπει, εμείς των είκοσι ετών, να ανεχτούμε την έρημο των κλειστών ή δυσλειτουργικών πανεπιστημίων κατά τη διάρκεια της μέρας και την πνιγηρή αιθαλομίχλη κατά τη νύχτα, ας αφιερώσουμε τουλάχιστον τον χρόνο μας, αυτόν τον νεανικό, σφριγηλό, μακρύ μας χρόνο στον έρωτα. Πολύ απλά και μεγαλειωδώς, ο δυνατός σφιχταγγαλιασμός, που άλλοτε είναι πάλη κι άλλοτε χαμός, ας καταλάβει όλη μας τη μέρα, όλη μας τη νύχτα, κι ας δώσει επιτέλους πνοή σ’αυτό που καιρό τώρα ονειρευόμαστε: μια επανάσταση.

Επιστρέψτε μου μια αισθαντική αποφώνηση σ’αυτή τη χριστουγεννιάτικη κατάθεση: φανταστείτε για μια στιγμή τη νύχτα της ιδρωμένης, εκστασιασμένης κι ολικής κορύφωσης μεταξύ των δύο σωμάτων. Σώματα που φτάνουν προς στιγμή την ελευθερία και παύουν έτσι να ανέχονται την τυραννία του ανέραστου πρύτανη. Φανταστείτε, φίλοι μου.

 

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ