ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΤΩΡΑ

ΤΟ ΤΡΕΝΟ ΚΑΙ ΤΑ ΤΕΙΧΗ

ΤΟ ΤΡΕΝΟ ΚΑΙ ΤΑ ΤΕΙΧΗ Facebook Twitter
0

 

 

 

Η κ. Μόργκη ξύπνησε νωρίτερα απ’ ότι  συνήθιζε, εκείνο το πρωί. Μετά από καιρό, είχε δει ένα όνειρο που το θυμόταν· περπατούσε κατά μήκος του ποταμού μαζί με κάποιους παιδικούς φίλους κι έβλεπαν πέρα τους λόφους με τα πεύκα και τα τείχη του κάστρου. Τα τείχη ροδιζόταν απ’ τον ήλιο που είχε αρχίσει να φανερώνεται πάνω από το πέλαγος.

 

Όλα τα μέρη της ήταν γνώριμα και ήταν στ’ όνειρό της όπως τα θυμόταν στην πραγματικότητα. Τα τείχη ήταν μικρά, μα της ανέπνεαν ασφάλεια κάποτε, γι’ αυτό και τ’ αγαπούσε. Είχαν περάσει πολλοί αιώνες από τότε που χτίστηκαν και από τότε που οι τελευταίοι κατακτητές πολιόρκησαν το κάστρο. Τέτοιος κίνδυνος πια δεν υπήρχε. Τα τείχη ήταν πλέον μνημεία, όμως εκείνη ένιωθε μια απροσδιόριστη ασφάλεια όταν βρισκόταν κοντά τους. Λίγο πιο κάτω, οι πετρώδεις όχθες του ποταμού σκιάζονταν από πλατύφυλλα δέντρα με χοντρούς κορμούς, που τα ψηλότερα κλαδιά τους λύγιζαν στον άνεμο, και το νερό ήταν ρηχό, και κυλούσε ορμητικό και βαθυπράσινο.

 

 

«Θα τα ξαναδείς όλα αυτά από κοντά μέσα στο καλοκαίρι», σκέφτηκε όταν ξύπνησε και προσπάθησε να τα ξεχάσει. Μέχρι να στρώσει το κρεβάτι της, τα είχε καταφέρει. Ύστερα φόρεσε τη γαλάζια στολή της δουλειάς κι έβαλε ένα μωβ κραγιόν στα χείλη της, λίγο όπως πάντα. Καθώς την είδε να κοιτάζεται στον καθρέπτη για λίγο και να στρέφει αλλού το βλέμμα της, ο σύζυγός της είπε:

«Είσαι πολύ όμορφη, αγάπη μου. Δεν χρειάζεται να κοιτάζεσαι καθόλου στον καθρέπτη».

«Δεν είμαι και το ξέρεις», είπε εκείνη.

«Για μένα είσαι», είπε ο άντρας.

 

Ο σύζυγός της έμοιαζε στην κ. Μόργκη σχεδόν σε όλα, κι εκείνη, που είχε κλείσει τα τριάντα δύο της χρόνια όταν τον παντρεύτηκε το περασμένο φθινόπωρο, ένιωθε πολύ τυχερή όταν συναντήθηκαν, όχι γιατί τον ερωτεύτηκε, μα γιατί καιρό πριν είχε αρχίσει να φοβάται πως θα έμενε μόνη.

 

Περίμενε ακόμη μια μέρα να περάσει, έχοντας κάνει ότι περίπου έκανε τις περισσότερες μέρες. Εκείνο το πρωί, όπως συνήθως, πήγε με το σύζυγό της στο σταθμό του μετρό όπου δούλευε, και ύστερα εκείνος πήγε στη δική του δουλειά.

 

Φτάνοντας στο σταθμό, εκτός από τον αθίγγανο ζητιάνο που έβλεπε εδώ και χρόνια να στέκεται στην είσοδο, είδε κι έναν ηλικιωμένο άντρα που στεκόταν δίπλα του. Ύστερα τον είδε να παίρνει ένα ζευγάρι παπουτσιών από τον κάδο σκουπιδιών. Ήταν παλιά και φθαρμένα τα παπούτσια που πήρε, μα όχι τόσο όσο εκείνα που φορούσε. Δεν έμοιαζε με ζητιάνο. Της φάνηκε οικεία και συμπαθητική η φυσιογνωμία του. Τον κοίταξε απορημένη και σκέφτηκε πως πρέπει να είχε μια καλύτερη ζωή πρόσφατα, αλλά υπήρξε άτυχος.

«Καλημέρα», είπε ένας συνάδελφός της, ο κ. Φέμπος, όταν την είδε στη σκάλα του σταθμού, και της χαμογέλασε.

Καλημέρα», του είπε, συνεχίζοντας να προχωρά με τον ίδιο ρυθμό.

 

Ο κ. Φέμπος αρκετές φορές την έκανε να γελά κι εκείνη σκεφτόταν πως είναι ωραίος τύπος. Ωστόσο, ένιωθε άβολα μαζί του όταν θυμόταν τις πρώτες μέρες που είχαν γνωριστεί, λίγους μήνες πριν. Την πρώτη μέρα της είχε πει πως για καιρό δεν έβρισκε δουλειά σχετική με τις σπουδές του και πως είχε ανάγκη από χρήματα κι έτσι έκανε αίτηση για μία θέση στα γραφεία του Μετρό, για την οποία πίστευε ότι τα προσόντα του ήταν υψηλά. «Η πεποίθησή μου ήταν σωστή τελικά», είχε πει μετά και χαμογελούσαν μαζί. Της είχε πει ακόμη πως συνέχιζε να ψάχνει κάποια σχετική με τις σπουδές του δουλειά και πως σχεδίαζε να φύγει σε άλλη χώρα, αν τίποτα δεν έβρισκε μετά από κάποιο χρόνο. Τρεις μέρες αργότερα η κ. Μόργκη είχε συναντήσει μία φίλη της στο σταθμό και της είπε να κάτσει για λίγο να μιλήσουν στο γραφείο, που ήταν άδειο. Η φίλη της τη ρώτησε από πότε δούλευε στο Μετρό και η κ. Μόργκη απάντησε πως είχαν περάσει έξι χρόνια και πως προσλήφθηκε με τη μεσολάβηση κάποιας πολιτικής παράταξης, όπως και ο άντρας της, που ήταν ειδικός φρουρός σ’ ένα υπουργείο. «Με την ιδιοτελή μεσολάβηση, εννοείς», είπε η φίλη της και γέλασαν και οι δύο. «Μια χαρά είστε, με όλο αυτό το χαμό που γίνεται στη χώρα, τουλάχιστον δεν κινδυνεύετε να χάσετε τη δουλειά σας. Οι υπάλληλοι που δουλεύουν για το κράτος, δεν απολύονται», συνέχισε η φίλη της. Ο κ. Φέμπος είχε επιστρέψει στο διπλανό γραφείο χωρίς να τον καταλάβουν από την αρχή και είχε ακούσει τη συζήτησή τους και η κ. Μόργκη είχε νιώσει ντροπή. Αυτά όμως ανήκαν στο παρελθόν και πλέον η κ. Μόργκη τα είχε σχεδόν ξεχάσει και σκεφτόταν πως δεν ήταν αυτοί οι μόνοι λόγοι που ένιωθε άβολα μαζί του. Εξάλλου, ο κ. Φέμπος της φαινόταν πολύ μυστηριώδης και ποτέ δεν μπορούσε να είναι σίγουρη για αυτόν. Εκτός από το ότι ήταν πολύ διαφορετικός από τον άντρα της. Για εκείνο ήταν βέβαιη.

      «Οδηγάς σήμερα, ή θα είσαι στο θάλαμο;», είπε ο κ. Φέμπος.

      «Οδηγάω», απάντησε, και σκεφτόταν πως δεν οδηγούσε εκείνη πραγματικά, αλλά πως οι γραμμές την οδηγούσαν.

       Σκέφτηκε τη μονοτονία της δουλειάς της κι ένιωσε μια μελαγχολία μετά από καιρό. Όμως αυτό που την απασχολούσε περισσότερο, ήταν η μείωση που είχε γίνει στο μισθό της πρόσφατα. Βέβαια, την περίοδο εκείνη, αυτό ήταν κάτι συνηθισμένο, για την πλειοψηφία των εργαζομένων. Τα περασμένα τρία χρόνια η οικονομία της χώρας είχε καταρρεύσει· πολλοί είχαν χάσει τη δουλειά τους, ενώ κάθε μέρα πολλοί άλλοι έμεναν άνεργοι. Άλλοι δυσκολεύονταν να βρούνε δουλειά, και οι περισσότεροι από τους υπαλλήλους είδαν μεγάλες μειώσεις στους μισθούς τους, που δικαιολογούνταν από την κυβέρνηση της χώρας ή τη διοίκηση της εκάστοτε εταιρίας ως αναγκαίο μέτρο για να ξεπεραστεί η οικονομική δυσχέρεια.

 

      Συχνά τα σκεφτόταν αυτά τελευταία, όταν έβλεπε γύρω της τόσα πολλά θλιμμένα πρόσωπα όσα ποτέ δεν είχε ξαναδεί στο παρελθόν, μα πίστευε πως η δική της ζωή δεν θ’ άλλαζε σημαντικά όσα κι αν άλλαζαν στη  χώρα. Η ιδιαίτερη εύνοια που είχε εκείνη και ο άντρας της την έκαναν να το πιστεύει αυτό και είχαν επιδιώξει την εύνοια αυτή όταν ακόμη η οικονομία φαινόταν στέρεα και η εύρεση εργασίας ήταν μια όχι δύσκολη υπόθεση.

      Είχε ακούσει πως πλέον οι οδηγοί μπορούν να κάνουν ελέγχους εισιτηρίων, όταν η βάρδιά τους τελειώνει, και να παίρνουν ποσοστά από τα πρόστιμα που γράφουν στους παραβάτες. Αν μπορούσε να κάνει και αυτό για μιάμιση ώρα μετά τη βάρδια, θα αντιστάθμιζε τις απώλειες του μισθού της, σκεφτόταν. Απώλειες που συγκριτικά, δεν ήταν πολύ μεγάλες και της επέτρεπαν να έχει ακόμη μια οικονομική άνεση.

      Εκείνη τη μέρα, της ανακοίνωσαν πως μπορούσε να ξεκινήσει αν το ήθελε. Συμφώνησε και υπέγραψε ένα χαρτί όπου εξηγούνταν οι όροι της σύμβασης. Ο κ. Φέμπος προτιμούσε να πάει στο σπίτι του, στην οικογένειά του, μετά τη βάρδια.

     

                                                                                                      ***                                                          

      Το απόγευμα, όταν η βάρδια της τέλειωσε, βγήκε από το τρένο, πήγε στο θάλαμο και πήρε το ταμπελάκι που είχε γραμμένα πάνω του το όνομά της κι έναν αριθμό. Το κρέμασε στο πουκάμισό της και ξεκίνησε για το χώρο ανάμεσα στα μηχανήματα επικύρωσης των εισιτηρίων και τις σκάλες που οδηγούσαν στις αποβάθρες. Εκεί θα εντόπιζε τους επιβάτες χωρίς εισιτήριο και ήλπιζε να είναι πολλοί, ώστε πολλά να είναι και τα ποσοστά της. Καθώς περπατούσε, λίγο πριν φτάσει, σκέφτηκε: «Ανάμεσα στους παραβάτες πιθανώς να είναι κάποιοι που δυσκολεύονται να πληρώσουν τα εισιτήρια και τα πρόστιμα. Όπως οι άνεργοι που πλέον είναι το ένα τρίτο του πληθυσμού και που πιθανώς μετακινούνται αναγκαστικά για να βρουν δουλειά». Μα μετά είπε στον εαυτό της: «Αυτό να το βγάλεις απ’ το μυαλό σου. Είναι δουλειά του κράτους. Ας τους παρέχει δωρεάν μετακίνηση. Εσύ τι να κάνεις; Καλά θα κάνεις να κοιτάξεις τη δουλειά σου. Το πιθανότερο εξάλλου είναι να μην υπάρξουν τέτοιες περιπτώσεις».

      Οι επιβάτες άρχισαν να περνούν μπροστά της. Ανάμεσά τους ήταν ένας άντρας και δύο γυναίκες χωρίς κανένα οικονομικό πρόβλημα, που ποτέ δεν αγόραζαν εισιτήρια και είχαν γλιτώσει τόσα χρήματα, που το πρόστιμο τους φάνηκε μικρό και το πλήρωσαν αμέσως. Ένας άλλος άντρας που, όπως είπε, δεν αγόραζε εισιτήριο γιατί ήταν πολύ ακριβό σε σχέση με το μισθό του. Κι ένας ζητιάνος.

      Η κ. Μόργκη σκεφτόταν: «Κανένας λόγος να νιώθεις τύψεις μέχρι τώρα. Όσο για το ζητιάνο, αυτός ούτε καν θα πληρώσει το πρόστιμο, γιατί δεν έχει τίποτα να χάσει». Η πρώτη ώρα είχε περάσει, έχοντας γράψει έξι πρόστιμα λοιπόν και ήλπιζε το τρίτο μισάωρο, που ήταν και το τελευταίο, να είναι πιο πολλοί οι παραβάτες.

      Είχε αρχίσει να σουρουπώνει, αλλά η ζέστη παρέμενε το ίδιο αφόρητη. Το τρένο άργησε να φτάσει, κι όταν έφτασε, ασυνήθιστα πολλοί επιβάτες βγήκαν στην αποβάθρα, γιατί κάποιοι σταθμοί είχαν κλείσει, λόγω μίας βίαιης διαδήλωσης. Οι περισσότεροι επιβάτες ήταν ιδρωμένοι και αηδιασμένοι και θα προτιμούσαν να είναι κάπου αλλού εκείνη την εποχή του χρόνου, μακριά απ’ τις υπόγειες γραμμές και την άχρωμη εκείνη πόλη που γινόταν πληκτική το καλοκαίρι.

      Η κ. Μόργκη άκουγε τη βαβούρα, που έσβηνε σιγά-σιγά, ώσπου μπορούσε να ξεχωρίσει τον κάθε ήχο.

      «Έλα παππού, λίγο ακόμα», άκουσε μια νεανική φωνή να λέει.

      Μετά, είδε ένα νεαρό που πλησίαζε, συνοδεύοντας έναν ηλικιωμένο άντρα. Ο νεαρός ήταν όμορφος, μ’ ευχάριστο και γλυκό πρόσωπο, και παρότι περπατούσε αργά δίπλα στο γέρο, το βήμα του είχε μεγάλη ζωντάνια. Ο γέρος φαινόταν ταλαιπωρημένος και αδύναμος. Είχε ζαλιστεί κι έχασε το δρόμο του, κι ο νεαρός, που τον συνάντησε τυχαία, τον βοήθησε να πάει στο νοσοκομείο, όπου έκανε εξετάσεις και τώρα τον συνόδευε στο γυρισμό στο σπίτι του.

      «Τα εισιτήριά σας παρακαλώ», είπε η κ. Μόργκη.

      «Ορίστε», είπε ο νεαρός, κι έδωσε το φοιτητικό εισιτήριό του. Ύστερα έδωσε το εισιτήριο του γέρου.

      Η κ. Μόργκη γούρλωσε τα μάτια της και κοίταξε το ένα εισιτήριο από κοντά. «Το δικό σας εισιτήριο έχει λήξει εδώ και δέκα λεπτά», είπε. Η φωνή της φαινόταν να κρύβει χαρά για το πρόστιμο που αναμενόταν.

      «Μα ξέρετε ….», είπε ο νεαρός. «Δεν πρόσεξα πως έχει λήξει. Το δρομολόγιο καθυστέρησε λίγο και το εισιτήριο έληξε».

      Έλεγε αλήθεια και η κ. Μόργκη τον πίστεψε. Ωστόσο, έβγαλε το μπλοκάκι της. Ο νεαρός έπρεπε να φύγει σε μισή ώρα για την πόλη του και προσπάθησε να της εξηγήσει τι είχε συμβεί.

      «Ακούστε. Ήρθα στην Αθήνα το πρωί για την εξέταση του τελευταίου μαθήματος που είχε μείνει για να πάρω το πτυχίο μου και τώρα γυρίζω πίσω. Πρέπει να βιαστώ για να προλάβω το λεωφορείο. Ορίστε το εισιτήριο του λεωφορείου. Κι αυτές εδώ είναι οι σημειώσεις του μαθήματος».

      «Αλήθεια λέει», είπε ο γέρος. «Τον είδα να βγαίνει από το πανεπιστήμιο και ύστερα με βοήθησε να πάω στο νοσοκομείο. Πέρα απ’ την καθυστέρηση του δρομολογίου, άργησε κι εξαιτίας μου».

      «Δώστε μου την ταυτότητά σας νεαρέ», είπε η κ. Μόργκη.

      «Δεν μπορείτε να δείξετε λίγη κατανόηση;», είπε ο γέρος.

      Κοιτάζοντας το βλέμμα της που μαλάκωσε, ο νεαρός πίστεψε πως άλλαξε γνώμη. Η κ. Μόργκη τελικά είπε πως τη δουλειά της κάνει μόνο και το ίδιο απαντούσε σε όσους περαστικούς της έλεγαν ν’ αφήσει το νεαρό να φύγει.

      Ο νεαρός ήταν γεροδεμένος και αθλητικός· θα μπορούσε να τρέξει και ίσως ακόμη αν χρειαζόταν να χτυπήσει την κ. Μόργκη και όποιον άλλο έμπαινε εμπόδιο στο δρόμο του προς την έξοδο. Το σκέφτηκε, μα δεν το έκανε και μετά ένιωσε άσχημα που το είχε σκεφτεί. Η κ. Μόργκη, θα μπορούσε να κάνει πως δεν είδε, μα το τριάντα πέντε τοις εκατό που θα έπαιρνε από τα ογδόντα ευρώ του προστίμου, δεν σκόπευε να το αφήσει να χαθεί.

      «Είναι πολύ μεγάλο το ποσό», είπε ο νεαρός. «Δεν μου περισσεύουν αυτά τα λεφτά, και δεν φταίω εγώ που το τρένο άργησε».

      Δεν έδινε την ταυτότητά του και μόνο μετά από ώρα, όταν είδε πως ήταν σαν να μιλούσε σε άγαλμα, έδωσε τα στοιχεία του. Ένας περαστικός επιβάτης του είπε πως θα μπορούσε να κάνει γραπτή ένσταση, αν πίστευε πως είχε αδικηθεί. Μα ο νεαρός και ο γέρος συμφώνησαν πως αυτό δεν είχε νόημα και πως θα ήταν σαν να περίμεναν να τους ακούσει άλλο ένα άγαλμα.

      «Αντίο σας», της είπε. «Ελπίζω να σκεφτείτε με καθαρότερο μυαλό, κάποια στιγμή». Έπιασε το γέρο από το μπράτσο και ανηφόρισαν το δρόμο πέρα απ’ την έξοδο, που τους φάνηκε πολύ φωτεινή, παρότι ο ήλιος είχε σχεδόν δύσει και ήταν κρυμμένος πίσω από τις πολυκατοικίες.

      Η κ. Μόργκη δε μίλησε. Τους κοιτούσε να φεύγουν. Πέρα από τους περαστικούς, το γέρο και το νεαρό, προσπαθούσε να πείσει και τον εαυτό της πως έκανε απλά τη δουλειά της. Ένιωσε παράξενα. «Ας είναι. Τουλάχιστον δεν έκανες κάτι παράνομο», είπε στον εαυτό της.

 

      Στο τέλος της επιπλέον βάρδιας της, πήγε στην ανατολική έξοδο και είδε πλατιά φύλλα να σέρνονται στο έδαφος κι ένιωσε τη γύρη να μπαίνει στα μάτια της και ύστερα, τον δυνατό αέρα να φτάνει στο πρόσωπό της. Βγήκε από την δυτική έξοδο τελικά, που ήταν πιο κοντά της, και κινήθηκε προς τη φορά του ανέμου.

 

Ήταν αργά το απόγευμα όταν γύρισε στο σπίτι κουρασμένη. Ο άντρας της ήταν εκεί και φαινόταν λυπημένος. Το πουκάμισό του ήταν ανοιχτό, τα μάτια του ήταν κατακόκκινα, και στο τραπέζι απέναντί του βρισκόταν ένα μπουκάλι ουίσκι.

      «Τι έχεις;», τον ρώτησε.

      «Με απέλυσαν», είπε. Η φωνή του ήταν βραχνή και την έκανε ν’ ανατριχιάσει. 

      «Γιατί;»

      «Δεν ξέρω λεπτομέρειες. Το μόνο που είπαν είναι πως το προσωπικό ήταν πλεονάζον».

      Η κ. Μόργκη δε μίλησε για λίγο και κοιτούσε σαστισμένη. Ύστερα είπε: «Πριν τα βγάζαμε πέρα αρκετά καλά, μα τι θα κάνουμε τώρα; Είναι και η δόση του δανείου κάθε μήνα…».

       Ο σύζυγός της δεν απάντησε. Υπήρχε ησυχία μέσα στο σπίτι. Κάθισαν σιωπηλοί στον καναπέ και άκουγαν ένα μωρό που έκλαιγε στο διπλανό διαμέρισμα. Το είχαν ακούσει κι άλλες φορές να κλαίει, μα τώρα το κλάμα του ήταν το μόνο που άκουγαν.

      «Μάλλον πεινάει», είπε ο άντρας.

«Ίσως, αλλά ποιος ξέρει; Ένα μωρό μπορεί να κλαίει για πολλούς λόγους», είπε η κ. Μόργκη.

«Πράγματι», είπε ο σύζυγός της.

 

Σκέφτηκαν και οι δύο πως το κλάμα εκείνου του μωρού ήταν το θλιβερότερο κλάμα που είχαν ακούσει ποτέ, έτσι που ακουγόταν μέσα στη σιωπή και την απόλυτη ησυχία, και ύστερα σαν να διάβασαν ο ένας τη σκέψη του άλλου και θέλησαν να παρηγορηθούν, αγκαλιάστηκαν σφιχτά κλείνοντας τα μάτια τους.

Εκείνο το βράδυ, η κ. Μόργκη δάκρυζε στον ύπνο της συχνά, βλέποντας περίεργα όνειρα· κάποιοι περαστικοί επιβάτες συναντιόντουσαν με  τους παιδικούς της φίλους και ύστερα όλοι μαζί κρυβόντουσαν πίσω απ’ τους καταπράσινους λόφους με τα πεύκα και τα τείχη του κάστρου. Τα τείχη ήταν σχεδόν γκρεμισμένα από το τρένο που είχε βγει απ’ τις υπόγειες γραμμές. Εκείνη ήταν στη θέση του οδηγού, χωρίς να μπορεί να σταματήσει το τρένο, ενώ δίπλα της ήταν κάποιοι άλλοι επιβάτες που δεν είχαν καταλάβει τι είχε συμβεί και απολάμβαναν τη διαδρομή ανάμεσα στους λόφους.

 

ΤΕΛΟΣ

Θ.Π

 



 

0

ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΤΩΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ