Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ, Μαριλένα;

Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ, Μαριλένα; Facebook Twitter
0

 

 

Ήταν περασμένες τρεις. Εγώ 21 και εσύ ένα χρόνο μικρότερη από εμένα. Ήμουν μικρή ακόμα, μου άρεσε να χορεύω μέχρι τα ξημερώματα μέσα στα clubs. Ξεχώριζες, κοντοστάθηκα. Όλο σου το σώμα κουνιόταν φρενιασμένα στο ρυθμό της μουσικής, απέπνεες νιάτα και ξέφρενο ερωτισμό.

 

Είχες τα πιο γελαστά και ταυτόχρονα μελαγχολικά μάτια που είχα δει ποτέ στη ζωή μου. Διασταυρώθηκαν τα βλέμματα μας, χαιρετήθηκαν τα χέρια μας, είπαμε τα ονόματα μας και δώσαμε μια σιωπηλή υπόσχεση χορεύοντας, πως από εδώ και πέρα θα είσαι η καλύτερη φίλη που είχα ποτέ μου και θα είμαι η καλύτερη φίλη που είχες ποτέ σου. Μοιραστήκαμε ζωή, γέλιο, κλάμα και πίκρα. Περπατήσαμε στα τούρκικα στενά της Κομοτηνής τρώγοντας μπουγάτσες και πίνοντας Ροδοπάκι στις 5 το πρωί. Παίξαμε ρακέτες στις 11 το βράδυ στην αυλή, ακούγοντας στο τέρμα Faithless στο ρυθμό του Insomnia.

 

Ανέβηκες στα κεραμίδια από τα παλιόσπιτα για να πιάσεις το μπαλάκι, νιαουρίζοντας σαν βραχνιασμένη γάτα. Μεθύσαμε πίνοντας στις εστίες άθλια vodka με χυμό Αμίτα με γεύση ροδάκινο. Πήγες να χορέψεις στο club φορώντας πιζάμα και πασούμια, μόνο και μόνο για να κερδίσεις ένα στοίχημα. Σε πήρε ο ύπνος μέσα στο μάθημα της Φυσιολογίας. Με πήρε ο ύπνος μέσα στο μάθημα της Ανατομίας. Με ξύπνησες στις 4 το πρωί για να πάμε να χορέψουμε. Με ξανά ξύπνησες στις 10 το πρωί και συνεχίζεις να το κάνεις γιατί σου αρέσει το πρωί να ακούς δυνατά ραδιόφωνο, ενώ εγώ το σιχαίνομαι. Σου εκμυστηρεύτηκα τα πάντα, μου άνοιξες την καρδιά σου. Τα σιχτιρίσαμε όλα πάνω σε μια πίστα ενός τελειωμένου σκυλάδικου. Σε έβρισα. Μου χτύπησες το κουδούνι.

 

Έκλαψες. Σου έφερα τσιγάρα. Καψουρευτήκαμε, ερωτευτήκαμε και αν θυμάμαι καλά κάποια στιγμή αγαπήσαμε κιόλας. Πληγωθήκαμε και πονέσαμε και μάθαμε ότι μια ζωή με πόνο, είναι μια πραγματική ζωή. Τα χρόνια πέρασαν, αποφοιτήσαμε από δυο πανεπιστήμια. Ένα της ημέρας και το άλλο της νύχτας. Το δεύτερο είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον και γοητεία. Περισσότερα μαθήματα μιας και που πίσω από μια μπάρα όταν δουλεύεις, μέσα στον καπνό , τη βρώμα του τσιγάρου, τα καψουροτράγουδα, τον φραπέ που πίναμε μέχρι τις 12 το βράδυ, με το αφεντικό να μας κοιτάει με στραβωμένα μούτρα, τα μπουκάλια τεκίλας που αδειάζαμε ανακαλύπτεις το πραγματικό πρόσωπο των ανθρώπων. Το πιο ευάλωτο, το κατακερματισμένο, το τσακισμένο.

 

Κάναμε ρυτίδες, φτάσαμε σε τέλμα, μείναμε άνεργες γεμάτες υποσχέσεις και άχρηστα κωλόχαρτα, μια μέρα ανακάλυψα την ουσία της αγάπης μέσα σε μια κατσαρόλα φακές. Τρώγαμε φακές, συζητάγαμε βλακείες, μέσα μας κλαίγαμε και έξω μας γελάγαμε και αυτό για μένα ήταν μια στιγμή ευτυχίας που δεν με προσπέρασε αλλά με άγγιξε. Κατέρευσα. Δε με εγκατέλειψες ποτέ. Δεν με πρόδωσες ποτέ. Δε με άφησες ποτέ. Είδες την απογοήτευση μου, την τρέλα να με κυριεύει, το παραλήρημα. Είδα να σωπαίνεις, το βουβό σου κλάμα, την απελπισία σου, το αδιέξοδο σου, τη θηλιά στο λαιμό σου να στενεύει.

 

Ήρθε το σήμερα. Σε έστησα πάλι. Πήρα γαλλικά κρουασαν για να σε μαλακώσω. Θα σε συναντούσα μέσα στο βιβλιοπωλείο με τα μεταχειρισμένα βιβλία. Το λέω το βιβλιοπωλείο της νοσταλγίας. Προσπέρασα, είχες σκουρύνει τα μαλλιά σου για να ταιριάζει με τη διάθεση σου και δεν σε αναγνώρισα. Γύρισα πίσω. Σε είδα και ανάμεσα στα σκονισμένα βιβλία, για μια στιγμή έγινα ξανά 21 και εσύ 20 και όταν με άφησες να πάρω το βιβλίο που ήθελες όσο και εγώ, γύρισα και είπα: Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ Μαριλένα;

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ