Μια ανιαρή πραγματικότητα, ένας προάγγελος μιας σήψης που ούτως ή άλλως θα γίνει. Μια κούπα καφές που πια και μόνο η μυρωδιά του αρχίζει να γίνεται ενοχλητική, τα κλειδιά του σπιτιού που σου έρχεται να τα πετάξεις από το παράθυρο, το μαξιλάρι του καναπέ που πια ξέρει τόσα πολλά που σε απομακρύνει.
Σκέψεις βασανιστικές για αλλαγή, που όμως ποτέ δεν έρχεται. Είναι σαν το θεό του Καζαντζάκη που μετά από άπειρες επιβεβαιώσεις πως θα έρθε, ποτέ δεν έρχεται. Η αλλαγή δεν ήρθε ποτέ, ίσως χάθηκε στο δρόμο, σε μια ειλικρινή προσπάθεια να φτάσει ή σε μια ξεδιάντροπη εσωτερική άρνηση;
Δεν θα μάθουμε ποτέ. Μα ξαφνικά ένα σαρδόνιο χαμόγελο αναδύεται από την ψυχή. «Νομίζεις πως θα τελειώσεις με μένα τόσο εύκολα; Θα διεκδικώ αυτά που μου αξίζουν, μέχρι να μην μπορείς να κοιμηθείς ούτε μια ώρα το βράδυ, μέχρι να τα βάζεις μόνο με τον εαυτό σου, μέχρι να αποφασίσεις να κάνεις το επόμενο βήμα».
Και εκεί το κορμί ξυπνά, τα μάτια χαμογελούν, τα χείλη σουφρώνουν. Ναι, η αλλαγή ήταν λογικό να μην έρθει ποτέ. Πώς να έρθει κάτι ήδη υπάρχει μέσα σου; Παίρνεις τα κλειδιά, βγαίνεις έξω από το σπίτι. Δέντρα, άνθρωποι, κόσμος, θόρυβος, φασαρία, ήχος. Δεν είσαι μόνος, δεν ήσουν ποτέ. Αρχίζεις να γελάς ξέφρενα και με όλη την αισιοδοξία που έχεις γεμίσει φωνάζεις: ΘΕΛΩ ΝΑ ΚΑΝΩ ΤΟ ΓΥΡΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ!
Και έζησες εσύ καλά και κάθε μέρα και καλύτερα.