Ό,τι αξίζει...

Ό,τι αξίζει... Facebook Twitter
0

Η ώρα ήταν περασμένη. Η τηλεόραση κλειστή. Το ραδιόφωνο στο τέρμα έπαιζε Πυξ Λαξ : «Ό,τι αξίζει πονάει και είναι δύσκολο», χόρευε ο στίχος παρασυρμένος από τις νότες στην πίστα του μυαλού της. Στο ποτήρι περίμενε η τελευταία γουλιά από το ουίσκι....την ώρα που απολάμβανε τις τελευταίες ρουφηξιές από το τσιγάρο. «Ό,τι αξίζει πονάει και είναι δύσκολο» σιγοτραγουδούσε παρασυρμένη από τη μαγεία της στιγμής.


Και τότε οι αισθήσεις της ήταν αυτές που επαναστάτησαν, «όχι ό,τι αξίζει δεν πονάει και δεν είναι δύσκολο», βροντοφώναξαν και την έκαναν να πεταχτεί πάνω και να ταράξουν την ηρεμία της. Την υποτιθέμενη ηρεμία της. Την υπνωτισμένη με δικαιολογίες που την έκαναν να υπομένει καταστάσεις στη ζωή της που δεν άρμοζαν σε αυτό που ήταν, αυτό που ήθελε και αυτό που ζητούσε γιατί άλλωστε «ό,τι αξίζει πονάει και είναι δύσκολο»... φούμαρα για μεταξωτές κορδέλες και ποιος αλήθεια χρειάζεται μεταξωτές κορδέλες σε ένα πακέτο που στην ουσία δεν υπάρχει στη στιγμή που αυτό που αξίζει είναι το ίδιο το δώρο που υπάρχει μέσα στο πακέτο.


Εμείς οι άνθρωποι τείνουμε να γεμίζουμε το μυαλό μας με δικαιολογίες από φόβο να ζητήσουμε και να απαιτήσουμε αυτό που πραγματικά αξίζουμε. Όλα στη ζωή μας, μας παρακινούν να υπομένουμε ή να αναζητάμε αρρωστημένες ή δύσκολες καταστάσεις μόνο και μόνο γιατί πιστεύουμε πώς για να είναι δύσκολο σημαίνει ότι αξίζει. Λίγοι είναι αυτοί που είχαν τη δύναμη να ξεφύγουν και να διερωτηθούν τι τελικά σημαίνει αυτός ο στίχος που κατατρέχει τη ζωή μας με τρόπο που δεν αντιλαμβανόμαστε.


Παραδόθηκε για λίγο στην αγκαλιά του Μορφέα. Οι λέξεις έγιναν όνειρα και οι νότες σκέψεις. Το θρόισμα στο παράθυρο την έκαναν να πεταχτεί πάνω. Σηκώθηκε νυσταγμένα και με βήμα αργό πήγε να κλείσει το παράθυρο. Αυτό όμως που είδε έξω από το παράθυρο την έκανε να παγώσει. Ένα μεγάλο λευκό πανί απεικόνιζε διάφορες στιγμές από τη ζωή της. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι γινόταν. Έμεινε ακίνητη και προσπαθούσε να καταλάβει. Σε ταινία η ίδια της η ζωή και αυτή άλλοτε πρωταγωνίστρια και άλλοτε κομπάρσος περίμενε το χειροκρότημα ενός ανύπαρκτου κοινού.


Ο Άνεμος έγινε ψίθυρος στο αυτί της «ό,τι αξίζει δεν πονάει και δεν είναι δύσκολο... ό,τι αξίζει πραγματικά γλυκαίνει τη ζωή μας και αγκαλιάζει το κορμί μας. Ζωγραφίζει όμορφα χαμόγελα στο πρόσωπο μας και παίρνει μακριά όποια σκέψη μας βασανίζει. Γι αυτό αξίζει άλλωστε, όπως καθετί ακριβό και σπάνιο είναι όμορφο έτσι και οι στιγμές στη ζωή μας... οι ακριβές και οι σπάνιες είναι όμορφες όχι άσχημες και δύσκολες». Έκλεισε τα μάτια της και παρασύρθηκε σε αυτό το γλυκό ψίθυρο. Δεν αντιδρούσε, όλες της οι αισθήσεις βρισκόταν εκεί για να ακούσουν, αγγίξουν και αισθανθούν τα λόγια του ανέμου.


Κάπου ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία, συντροφιά με το ρίγος που της προκαλούσε ο ψίθυρος του ανέμου κάθισε στον καναπέ. Τα μάτια της ερμητικά κλειστά για να μη χάσει στιγμή από τα όνειρα της δεν αντιλήφθηκε ότι η μουσική είχε σταματήσει. Οι νότες πλέον ήταν οι σκέψεις της, στίχοι η αλήθεια και ερμηνευτής το μυαλό της.


«Πώς αλήθεια μπορεί να αξίζει κάτι όταν για να το αποκτήσουμε λαχανιάζουμε; Πόση αντοχή μας μένει μετά αφού για να το έχουμε ή για να το φτάσουμε έχουμε εξαντλήσει όλες μας τις δυνάμεις; Και όμως, για να δικαιολογηθούμε, για να αντέξουμε, σφίγγουμε τα δόντια μας και το λέμε πολλές φορές μόνο και μόνο για να το πιστέψουμε και αλήθεια το πιστεύουμε μετά και δε δίνουμε καμία σημασία στην εξαντλημένη μας αντοχή και υπομονή».


Ανοίγει τα μάτια της, το δωμάτιο σκοτεινό, δεν κινήθηκε, μόνο η ανάσα της ακουγόταν σαν αντίλαλος μέσα στο δωμάτιο. «'Ο,τι αξίζει, λοιπόν, δεν πονάει και δεν είναι δύσκολο... γι αυτό έχει και αξία. Είναι ντυμένο με τα χρώματα της απλότητας και κάποιες στιγμές φοράει τα γιορτινά του στο χρώμα του κόκκινου που είναι το πάθος». Γιατί όμως εμείς οι άνθρωποι δεν το αναγνωρίζουμε; Γιατί θέλουμε να βάζουμε τον εαυτός μας σε ταλαιπωρίες που δεν μας αρμόζουν και αξίζουν μόνο και μόνο για να τον πείσουμε μετά πως «αξίζει γιατί πονάει και είναι δύσκολο»; Πόσες καρδιές κάηκαν άδικα στο βωμό αυτής της φράσης; Πόσα όνειρα έμειναν ανεκπλήρωτα γιατί κάποιοι απλά παραδόθηκαν πιστεύοντας σε αυτή τη θρησκεία;


Την ώρα που το ρολόι χτυπούσε την ώρα μεσάνυχτα σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο της. Πίσω της οι σκέψεις της την ακολουθούσαν νωχελικά, μπροστά τα όνειρα είχαν ανοίξει την αγκαλιά τους και την περίμεναν.


«Η ζωή μας είναι γεμάτη όμορφες και άσχημες στιγμές, ανθρώπους που παίρνουν αυτό που τους αξίζει και ανθρώπους που υπομένουν καταστάσεις που δεν τους αξίζει. Δεν υπάρχει τύχη ή ατυχία... δεν υπάρχει μοίρα και πεπρωμένο. Υπάρχουμε εμείς που προχωράμε μπροστά. Οι δικαιολογίες είναι μια ζωή με υποστηρικτικά μηχανήματα στο κενό δωμάτιο της εντατικής. Και ποιος αλήθεια είναι αυτός που θέλει πραγματικά να ζήσει με ένα οξυγόνο που του παρέχουν μηχανήματα;»


Οι φωνές από τις σκέψεις την είχαν κουράσει, δεν ήθελε να ακούει τίποτα άλλο πια... ο Μορφέας την πλησίασε και λίγο πριν τη σφίξει στην αγκαλιά του της μουρμούρισε «μάθε να αναγνωρίζεις την αξία του απλού και να την εκτιμάς... οι άνθρωποι έμαθαν το απλό να θεωρούν αδύνατο και το δύσκολο δυνατό και έτσι βάζουν τον εαυτό τους σε έναν κυκεώνα καταστάσεων μόνο και μόνο γιατί έτσι έχουν μάθει ότι είναι...»


Έκλεισε τα μάτια της, έσφιξε το μαξιλάρι της και λίγο πριν του παραδοθεί ολοκληρωτικά ψιθύρισε «ό,τι αξίζει δεν πονάει και δεν είναι δύσκολο.. τα δύσκολα είναι ο συναγερμός για να φύγουμε μακριά»

 

Τα φώτα της πόλης έσβησαν, τα αστέρια στον ουρανό χαμογέλασαν...

 

Αύριο μια νέα μέρα ξεκινά για όλους...

 

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ