Στα άρθρα που έχω γράψει στα 19 μου χρόνια, τηρούσα –ανεπαίσθητα μάλλον- δύο αρχές. Αρχικά, προσπαθούσα πάντα να αποφύγω το «πολιτικό ρεπορτάζ» καθώς πίστευα –και πιστεύω ακόμα- πως πίσω από τα γεγονότα, τα συγκεκριμένα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα κάθε μέρα σε τούτο τον τόπο, κρύβονται έννοιες και ιδέες οι οποίες εάν αναλυθούν και συζητηθούν προσφέρουν τροφή για μεγαλύτερη σκέψη. Για να γίνω πιο σαφής, πιστεύω πως εάν γίνει μία μεγάλη πορεία, προτιμότερο είναι να σχολιάσω την τάση του ανθρώπου να επαναστατεί και να απαιτεί παρά την πορεία καθ’αυτή και τα ματ και τους διαδηλωτές.
Η δεύτερη μου αρχή είναι ποτέ να μην γράφω στεγνά και σοβαρά. Πιστεύω πως το χιούμορ είναι ο καλύτερος τρόπος για να ανοίξεις τους ορίζοντες του αναγνώστη όταν διαβάζει, να τον πλησιάσεις και να μιλήσεις σαν φίλος. Είναι μεγαλύτερες οι πιθανότητες να μου αλλάξει τον τρόπο σκέψης η παρέα μου σε συζήτηση με καφέ και ηλίθια αστεία παρά ο Λέο Μπουσκάλια με τις 300 σελίδες ψυχανάλυσής του και γλυκούλικων ιστοριών.
Αλλά σήμερα δεν χωράει ούτε άρνηση του σχολιασμού των χθεσινών εκλογών ούτε λογοπαίγνια και χιούμορ. Γιατί σήμερα, οι μισοί Έλληνες δεν εκπροσωπούνται στη Βουλή και αυτό είναι αρκετά σοβαρό. Με την αποχή να φτάνει στο 35% και το 19% των ψήφων να πηγαίνει σε κόμματα που δεν κατάφεραν να μπουν στη Βουλή, σήμερα η μισή Ελλάδα ζει σε ένα κράτος το οποίο είτε δεν κατάφερε είτε δεν προσπάθησε να αλλάξει, ακόμα και αν της δόθηκε η ευκαιρία. Και σε αυτούς που δεν προσπάθησαν να την αλλάξουν με το να απέχουν από τις φετινές εκλογές, ένα πράγμα θέλω να πω: Ούτε εγώ αισθάνθηκα ευφορία όταν πίσω από το παραβάν προσπαθούσα να επιλέξω τον «λιγότερο χειρότερο» αλλά έκλεισα τον φάκελό μου με ψηφοδέλτιο μέσα για να έχω το δικαίωμα την επόμενη ημέρα να λέω ότι βοήθησα στο να μην υποστηριχθεί και εν τέλει, αναδειχθεί ηγέτης ο «πλέον χειρότερος». Άσχετα αν το κατάφερα ή όχι.
Σε αυτές τις εκλογές, ψήφισα με αισιοδοξία. Αισιοδοξία γιατί ένιωθα πως εμείς οι νέοι, «το μέλλον της Ελλάδας» και οι λοιποί στερεοτυπικοί τίτλοι που μας δίνουν, θα είχαμε επιτέλους την ευκαιρία να δείξουμε την αποστροφή μας, τα οράματά μας και τη δύναμή μας. Εμείς που έχουμε ταξιδέψει, έχουμε συζητήσει, έχουμε δει και νιώσει πράγματα τα οποία φαίνεται πως καθώς μεγαλώνεις χάνεις την ικανότητα να βιώσεις. Εμείς που δεν έχουμε ζήσει πολέμους, εμφυλίους, μάχες και κατοχή. Εμείς που σπουδάζουμε. Εμείς που κατοικούμε σε κόσμους ιδεών. Εμείς που μιλάμε με στίχους τραγουδιών, που ονειρευόμαστε και οραματιζόμαστε. Εμείς που μεγαλώσαμε σε μία παγκοσμοιοποιημένη πραγματικότητα, που αρνούμαστε σύνορα και ψάχνουμε πάντα την αιτία και τον λόγο. Από εμάς λοιπόν, το 10% ψήφισε Χρυσή Αυγή.
Το πολίτευμά μας είναι δημοκρατικό. Χωρίς να σχολιάσω το πόσο αληθινή είναι η ελληνική δημοκρατία του 21ου αιώνα, θα σταθώ στην ουσία του πολιτεύματος καθ’αυτού: στον λαό δίνονται επιλογές και κάθε πολίτης έχει δικαίωμα να επιλέξει χωρίς να κριθεί και να κρίνει. Το 6,97% έκανε την επιλογή του ασχέτως εάν η υπόλοιπη κοινωνία το αποδέχεται ή όχι. Δεν μου δίνεται το δικαίωμα να αρνηθώ την επιλογή τους, μου δίνεται όμως το δικαίωμα και η ελευθερία να λυπηθώ, να απογοητευτώ και να εκφράσω την αποστροφή μου σεβόμενη πάντα το δικαίωμα του «εκλέγειν και εκλέγεσθαι» που έχουν.
Η δημοκρατία απαιτεί σκεπτόμενους πολίτες, όχι οργισμένους. Όπως είπε ο Αριστοτέλης, «Ο καθένας μπορεί εύκολα να θυμώσει. Μα να θυμώσει κανείς τότε που πρέπει, στο βαθμό που είναι σωστό, στον κατάλληλο χρόνο, για ένα δίκαιο ζήτημα, και με το σωστό τρόπο, δεν είναι στο χέρι του καθενός κι ούτε είναι εύκολο πράγμα.». Εχθές λοιπόν, οι έλληνες ήταν οργισμένοι γιατί δεν μπορούν να πλησιάσουν στο σπίτι τους το βράδυ, δεν μπορούν να περπατήσουν στη γειτονιά τους, γιατί τους “κλέβουν τις δουλειές” και για πάρα πολλούς λόγους που δεν καταλαβαίνω, ίσως γιατί δεν κατοικώ στο κέντρο της Αθήνας παρά στον Βόλο όπου χαμογελάμε στους πλανόδιους και δεν αλλάζουμε πεζοδρόμιο.
Έτσι λοιπόν, περίπου 400.000 πολίτες ψήφισαν το κόμμα της Χρυσής Αυγής. Δυστυχώς όμως, δεν είμαι απολύτως σίγουρη εάν και οι 400 χιλιάδες ψηφοφόροι έμειναν ευχαριστημένοι από το «Εγέρθητι» που βροντοφωνάξαν οι μπράβοι (ή βουλευτές, δεν είμαι σε θέση ακόμα να τους ξεχωρίσω) του κύριου Μιχαλολιάκου προς τους δημοσιογράφους. Ακόμα χειρότερα, δεν είμαι σίγουρη αν αυτοί οι 400 χιλιάδες μπορούν να αναγνωρίσουν την πραγματική ουσία αυτής της πράξης. Για τους αμετανόητους: ελπίζω να βλέπετε κάτι σε αυτό το κόμμα το οποίο εγώ, μία στενόμυαλη 19χρονη, δεν μπορώ να διακρίνω. Για τους μετανιωμένους: κρίμα, αργήσατε.
Όσο για το ίδιο το κόμμα και τους ανθρώπους που το απαρτίζουν, λίγα και μετρημένα λόγια φυλάω. Αναγνωρίζω το ότι ίσως ο τρόπος που μεγάλωσαν, ίσως οι εικόνες που είχαν στη ζωή τους και οι παραστάσεις, τους οδήγησαν στην υιοθέτηση αυτής της πολιτικής πεποίθεσης. Είναι δικαίωμά τους να πανηγυρίζουν, αναμφισβήτητα άλλωστε η απόκτηση 21 εδρών είναι μία νίκη για ένα τέτοιο κόμμα. Αλλά ο κύριος Μιχαλολιάκος καλό θα ήταν να προσέχει τις λέξεις που χρησιμοποιεί. Γιατί λεβέντης είναι ο ειλικρινής, φιλότιμος και θαρραλέος άντρας, άντρας με ήθος και τόλμη, όχι με οργή και θολωμένο νου. Και ακόμα και αν ο αρχηγός του εν λόγω κόμματος επιλέγει να βλέπει στους οπαδούς του όλες τις παραπάνω αρετές, καλό θα ήταν να ξέρει πως η ιστορία κατέγραψε τους πρώτους «λεβέντες» ως θαλασσόλυκους Ελληνικής και, κρατήστε την ανάσα σας, Αλβανικής καταγωγής.
«Εγέρθητι» μας διατάζουνε; Με κάθε δικαίωμα που μας δίνεται, «Να μας κλάσθητι τα αρχίδια» απαντάμε.
σχόλια