Η ιστορία της ξεκινά με μια αίσθηση ασφυξίας. Ήταν ένα μικρό κορίτσι, τόσο μικρό που χωρούσε μέσα από τις κλειδαρότρυπες. Περνούσε από την μια στην άλλη σαν την Αλίκη στη χώρα των δικών της θαυμάτων. Μα οι κλειδαριές αυτές δεν ήταν κλειδαριές κουκλίστικων σπιτιών, που μέσα τους κατοικούν χνουδωτοί, πρόσχαροι λαγοί, ούτε και παίρναν το τσάι τους τρελοκαπελάδες. Ήταν κλειδαριές από ψυχές ανθρώπων. Τους έβλεπε όπως κανείς δε μπορούσε να τους δει, ορθάνοιχτοι εδώ μπροστά της. Άνθρωποι ευαίσθητοι σε επικίνδυνο σημείο, με ότι μπορεί να βαφτίσει ο καθένας αδυναμία. Νάρκισσοι, αμόρφωτοι, αναίσθητοι, χαζοί, καταθλιπτικοί, μόνοι, άνθρωποι χτυπημένοι από τη μοίρα, χρήστες ουσιών...
Ναι! Μ'έναν τέτοιο άνθρωπο μιλούσε τώρα. Ήταν ιδρωμένος, πονούσε και τρέκλιζε. Της μιλούσε βεβιασμένα και αγχωτικά. Στο χώρο βασίλευε μια οσμή ιδρώτα και ένταση ανάμεικτη με θλίψη. Το παρουσιαστικό του ωστόσο δεν την απωθούσε, καθόταν δίπλα του και αυτός ακουμπούσε το μπράτσο της. Της εξηγούσε πως η συναισθηματική του κατάσταση ήταν μη αναστρέψιμη. Άλλο ένα δυνατό συναίσθημα μπορούσε να τον σκοτώσει, να δώσει το τελειωτικό χτύπημα στον διαταραγμένο ψυχισμό του. Ναι, πλέον δε μπορούσε να νιώσει τίποτα και της έλεγε πως αυτές οι "μαγικές" ουσίες στασιμότητας, αναισθησίας και αταραξίας που διοχέτευε στον οργανισμό του, κρατούσαν τη κατάστασή του σταθερή. Και ξαφνικά αυτή ταράχτηκε και ένιωσε! Μα συνάμα άρχισε να μεγαλώνει και να μεγαλώνει, να ξανάρχεται στο φυσικό της μέγεθος, το "κανονικό" της μέγεθος. Αυτό που της όρισαν ως κανονικό. Και μ'ένα τίναγμα του σώματός της, σα να ξεδιπλωνόταν απ'το καβούκι στο οποίο είχε καταφέρει να χωρέσει, ξεπρόβαλε το ανάστημά της. Την κατέκλυζε όμως μια αίσθηση πως κάτι είχε αφήσει πίσω της. Την ανεμελιά και την παιδικότητα της ίσως; Και ξανά δυσκολευόταν να ανασάνει.
Τότε άρχισε να καταλαβαίνει. Στριφογυρνούσαν μες το μυαλό της λέξεις με βαρύγδουπα νοήματα, λέξεις που όταν της ξεστομίζουν οι άνθρωποι ντρέπονται και φοβούνται για το αντίκτυπο που θα έχουν. Λέξεις που αντιστοιχούν σε δυνατά συναισθήματα. Μια τέτοια λέξη ήταν το "σ'αγαπώ". Μα όχι! Αγάπη αληθινή ο άνθρωπος μπορεί να δώσει μονάχα σε πλάσματα κατώτερα του εαυτού του, πλάσματα που τον χρειάζονται όπως τα ζώα και τα μωρά. Με μιας ξεπετάχτηκε μες το νου της μια έντονη άρνηση για αυτό το ρήμα. Κάποιος, κάποτε της έμαθε πως το μεγαλύτερο ρήμα που μπορεί να ξεστομίσει ένας άνθρωπος σε έναν άλλον δεν είναι το "σ'αγαπώ" αλλά το "σε χρειάζομαι". Αυτός ο κάποιος ήταν ο εαυτός της. Κι όπως ξεκίνησε η ιστορία της έτσι και τελειώνει. Μ'εκείνη την αίσθηση ασφυξίας, με τον πόνο στο στέρνο που δεν την άφηνε να ανασάνει. Μα να τώρα άνοιξε τα μάτια της. Βρισκόταν στο κρεβάτι της με τη κουβέρτα διπλωμένη κάτω απ'το θώρακά της. Αυτό το τόσο απλό την εμπόδιζε να ανασάνει.
Κάτι τέτοια "απλά" την εμπόδιζαν πάντα να ανασάνει...
σχόλια