Με κάνει χαρούμενη, με κάνει να κλαίω, με μπερδεύει, δεν μπορώ να το κατατάξω στην μέρα ή στην νύχτα, έχει δικούς του κόσμους και δικούς του κανόνες. Είναι ένας παγωμένος ήλιος στην νέα μου πραγματικότητα. Άνθη που τα πέταλά τους είναι μικρά μαχαίρια. Μια Χώρα των Θαυμάτων που δεν φλέγεται πια, διαφορετική από αυτήν που με τόση αγωνία κυνήγησα στην προηγούμενή μου ζωή.
Και κυνηγάω εικόνες και μυρωδιές, την σκληρό σοφό δέρμα των δέντρων, τους μυστήριους ήχους της νύχτας που γεμίζουν το είναι μου και το παγωμένο νερό που κάνει τα χέρια μου να γελάνε, την άμμο να μου γαργαλάει και να μου καίει τα πόδια σε μια ένοχη σαδιστική απόλαυση. Κυνηγάω εκείνο το παιδί που μοιάζει όμως να φεύγει συνέχεια μακριά μου. Το πλήγωσα, το ταπείνωσα, δοκίμασα τα όριά του, το σκότωσα. Οι κύκλοι δεν έχουν ούτε αρχή ούτε τέλος.
Χρειάζομαι άνεμο. Όσο μεγαλώνω μου λείπει όλο και περισσότερο. Τώρα πια περνάει από δίπλα μου, μια υποψία ξεχασμένου ονείρου, μια καταπιεσμένη μνήμη, μου θυμίζει την πλέον κενή παρουσία του κάνοντας βόλτες στο σκισμένο δέρμα μου, χωρίς να ψιθυρίζει τίποτε πια. Σαν ανάμνηση νεκρού εραστή έρχεται, άλλοτε βίαια και άλλοτε ύπουλα, μου θυμίζει αυτό που ήταν, είναι και δεν θα είναι ποτέ ξανά και φεύγει.
Κάποιες φορές σκέφτομαι ότι μετουσιώθηκες σε αυτό την ανώτερη και καταραμένη αίσθηση που φέρνει τους ανθρώπους κοντά, τους ενώνει σαν αφρισμένη διψασμένη θάλασσα, τους αρρωσταίνει και ύστερα τους διαλύει σαν κάστρο από τραπουλόχαρτα. Όταν ήμουν μικρότερη πίστευα πως ο έρωτας μολύνει τους ανθρώπους και τους προσδίδει παραπάνω τρέλα από όση μπορούν να αντέξουν κάποιοι ταξιδιώτες του νου. Όσο όμως ο ήλιος αυτός με φωτίζει και σπάει σε λιλιπούτεια κομματάκια οποιονδήποτε φόβο ή έγνοια μου, τόσο μεγαλώνει ο φόβος μου πως αν τον πλησιάσω, αν έρθει η ώρα να τον αγγίξω, να φτάσω τα όριά του στον κορεσμό του παιχνιδιού, θα συναντήσω πάγο. Ανάγκη. Πόνο. Απουσία.
Είναι ένας λαβύρινθος αυτή η αίσθηση, ένας σκοτεινός θαυμαστός λαβύρινθος όπου τα ρολόγια σταματούν, το πάνω είναι κάτω, μπορείς να μεγαλώσεις, να μικρύνεις, να μεταμορφωθείς σε ότι ποθούσες ποτέ υπό το βλέμμα του άλλου, τίποτε δεν έχει λογική και τάξη. Ο εαυτός σου αποκτά νέες δυνάμεις, και στην δίνη αυτού του αρχέγονου χορού βάφεις οτιδήποτε λευκό κόκκινο. To μαύρο και το άσπρο, ο βασιλιάς και η βασίλισσα, ερωτευμένοι εχθροί καταδικασμένοι να παίζουν την αιώνια μάχη μέρας και νύχτας και να καταλήγουν πάντοτε τόσο κοντά αλλά και τόσο μακριά, σε αυτό το εύθραυστο παιχνίδι σκάκι όλα έχουν νόημα χωρίς να βγάζουν νόημα.
Άλλες φορές είναι το πιο όμορφο μέρος, που δεν έχει μορφή, χρώμα ή γεύση, δεν βγάζει ήχο και δεν πιάνεται με τα χέρια, είναι απλά εκείνος, και ο νους σου επικεντρώνεται τόσο πολύ στην ύπαρξή του που αδυνατεί να σκιαγραφήσει τις συνθήκες, το μέρος και την μορφή της τρέλας αυτής. Και κάποια μέρα, υποψιάζεται και φοβάται η δειλή, ανόητη, ειδεχθής ψυχή μου, θα επιφέρει τον θάνατο, όπως όλες οι ιστορίες και τα αρώματα αυτών των κόσμων, σαν ανώμαλος κύκλος, με ανεξήγητη αρχή και ανεξήγητο τέλος.
σχόλια