Ελευθερία ή …;

Ελευθερία ή …; Facebook Twitter
0

Και κάπως έτσι αρχίζει. Με αυτές τις μικρές ή μεγάλες υποχρεώσεις, που νιώθεις πως έχεις απέναντι στον Άλλο, και που τις εκτελείς όχι μόνο κατά βούληση αλλά και με μεγάλο ενθουσιασμό. Κι ο Άλλος δεν χρειάζεται να σου πει ευχαριστώ γιατί το κάνεις με την καρδιά σου.


Κάποια στιγμή βέβαια καλό θα ήταν να δείξει πως νιώθει και λίγο ευγνωμοσύνη... έτσι δεν είναι; Κι ο εθελοντής ακόμα το θέλει το μπράβο του.


Και κάπως έτσι τελειώνει. Τι είναι υποχρέωση τελικά, τι δεν είναι, τι να δίνω, τι να περιμένω, τι να μην απαιτώ, τι να δέχομαι, τι να μην δέχομαι; Το όνειρο που πριν λίγο καιρό νόμιζες πως έγινε πραγματικότητα, αρχίζει να μεταλλάσσεται σε μια εφιαλτική διαπραγμάτευση, με στόχο την ανασυγκρότηση και μοναδική λύση την αποδέσμευση. Δεν ακούγεται και πολύ ρομαντικό. Δεν είναι. Αλλά τι άλλο να κάνεις;


Θυμάμαι τους γονείς μου, τους θείους και τις θείες μου, τον παππού και την γιαγιά μου, κάθε τόσο τρωγόντουσαν μεταξύ τους κι εγώ αναρωτιόμουν «μα γιατί δεν χωρίζουν;». Τους θεωρούσα αδύναμους. Χαρακτήρες δεμένους απ' την παράδοση και τα κοινωνικά στερεότυπα της εποχής τους που τους ήθελαν μαζί. Τους έβλεπα και έλεγα πως εγώ δεν θα παντρευτώ ποτέ! Δεν έχω ανάγκη από κανέναν. Θα ζήσω τον όποιο έρωτα με αξιοπρέπεια, θα σέβομαι την ελευθερία μου και την ελευθερία του άλλου. Η ελευθερία είναι αδιαπραγμάτευτη.


Και όπως όλα τα νέα παιδιά της εποχής μου πορεύτηκα με αυτές τις αξίες, έζησα επαναστατικά, ερωτεύτηκα αλλά χώρισα, ξαναερωτεύτηκα και ξαναχώρισα, και ξανά μανά, άλλωστε δεν πρέπει να φοβάσαι, πάντα υπάρχει κάτι καλύτερο, το είπε κι ο κολλητός μου, κι αυτός χώρισε, κι η φίλη μου το ίδιο, αλλά εντάξει αυτή έπρεπε να το κάνει, η κατάσταση δεν πήγαινε άλλο, και βρε παιδί μου αφού το βλέπεις... όταν ο άλλος δεν καταλαβαίνει, τα καλά των δικών σου θα κάνεις; Θα καταστρέψεις την ζωή σου; Μην σε ανησυχεί για το παιδί, τα παιδιά είναι πιο ανθεκτικά από ότι νομίζεις. Άλλωστε θα βλέπει το πατέρα του κάθε Πέμπτη και δεύτερο Σαββατοκύριακο.


Έτσι λοιπόν βρέθηκα και πάλι στην δυσάρεστη θέση της διαπραγμάτευσης, και λέω δυσάρεστη γιατί φυσικά κανένας δεν θέλει να χωρίσει. Αλλά πρέπει να είσαι παλικάρι. Να μην φοβάσαι την μοναξιά. Δεν αξίζει να πονάς. Άσε που σου έχω και μια καλή μέθοδο. Κοιμήσου. Εγώ αυτό κάνω. Το ρίχνω στον ύπνο και κάθε φορά που ξυπνάω είναι καλύτερα. Και έτσι κι έκανα. Κοιμήθηκα. Κι όταν κοιμήθηκα είδα ένα όνειρο που νομίζω πως είχα ξαναδεί. Πολύ παλιά όμως. Δεν το θυμόμουν.


Είχα δει ότι καθόμουν στο πίσω κάθισμα μιας λιμουζίνας. Το αμάξι διέσχιζε βουνά, απότομα και καταπράσινα. Που και που περνούσε είτε απέξω είτε από μέσα από διάφορα χωριά. Κάθε φορά που άφηνα ένα χωριό πίσω μου, έβλεπα να ανάβουν φωτιές και να καίνε τα πάντα. Δέντρα, σπίτια, ακόμα και τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι οι φωτιές είχαν να κάνουν με το πέρασμα μου. Όσο όμως κι αν προσπαθούσα να το σταματήσω, δεν μπορούσα. Δεν ήξερα καν πως. Δεν οδηγούσα εγώ και δεν είχα πρόσβαση στο τιμόνι. Εμένα και τον οδηγό μας χώριζε ένα σκούρο αδιαφανές τζάμι. Κάποια στιγμή φτάσαμε σε ένα εντυπωσιακό κτήμα, σαν αυτά που βλέπαμε στην Δυναστεία. Μεγάλη είσοδος, στρέμματα γης, εσωτερικοί δρόμοι που οδηγούν στην έπαυλη. Εδώ όμως δεν είχε έπαυλη. Είχε ένα επιβλητικό ναό.


Η λιμουζίνα σταμάτησε μπροστά του και η πόρτα άνοιξε αυτόματα. Κατάλαβα ότι έπρεπε να κατέβω. Βγαίνοντας είδα κι άλλες λιμουζίνες να καταφθάνουν, και από αυτές να βγαίνουν άνδρες καλοντυμένοι με μαύρα σμόκιν και να μπαίνουν στην εκκλησία με σκυφτό κεφάλι. Κατάλαβα ότι αυτό που συνέβαινε δεν πρέπει να ήταν ευχάριστο. Παρά την επισημότητα και το μεγαλείο, επικρατούσε μια θλίψη. Έμεινα αρκετή ώρα αναποφάσιστη στο πλάι του ναού να παρακολουθώ τον κόσμο που έφτανε. Κάποια στιγμή ένας άνδρας γύρω στα σαράντα, ίσως και μεγαλύτερος, γεμάτος, με λίγα μαλλιά και απλά ντυμένος, με πλησίασε.


«Τι συμβαίνει εδώ;» τον ρώτησα πριν προλάβει να μιλήσει.


«Γιατί δεν πας μέσα να δεις; Σε περιμένει» μου είπε και μου έγνεψε να περπατήσω μαζί του. Δεν μπήκαμε από την κεντρική είσοδο μαζί με τους υπόλοιπους, αλλά από την πίσω πόρτα που σε έβγαζε μπροστά στο ιερό. Κοίταξα τον ναό εμβρόντητη. Δεν είχα δει ποτέ τέτοιο πράγμα. Ήταν τεράστιος. Έμοιαζε βυζαντινός, δεν ήταν όμως. Το ταβάνι ήταν πάρα πολύ ψηλό και το φως που έμπαινε από τα παράθυρα στην κορυφή, ήταν τόσο δυνατό που έκρυβε την οροφή και την έκανε να μοιάζει ένα με τον ουρανό. Τα πάντα μέσα στην εκκλησία ήταν φτιαγμένα από ξύλο και χρυσό. Ο άντρας με σκούντηξε.


«Κοίτα» μου είπε και μου έδειξε ένα ανοιχτό φέρετρο στην μέση της αίθουσας.


«Ποιος είναι;» τον ρώτησα.


«Πήγαινε να δεις» μου είπε κάπως επιτακτικά. Με τρόμο και πολύ μεγάλη διστακτικότητα πλησίασα το φέρετρο. Κοίταξα μέσα. Μια αδύνατη γριά κυρία με κοντά γκρίζα μαλλιά κοιμόταν μέσα σε αυτό. Λέω κοιμόταν γιατί δεν έμοιαζε πεθαμένη. Το χρώμα της ήταν καλό και το δέρμα του προσώπου της τσιτωμένο. Πρέπει να είχε κάνει πολλά λίφτινγκ γιατί ο λαιμός της, σε αντίθεση με το πρόσωπο της, ήταν γεμάτος ζάρες. Επίσης δεν ήταν ντυμένη σοβαρά. Φορούσε ένα φαιδρό φουσκωτό ροζ σατέν φόρεμα, σαν αυτά που φοράνε οι Barbie και τα παρανυφάκια.


«Ποια είναι;» ρώτησα τον άνδρα με απορία.


«Δεν την αναγνωρίζεις;»


«Όχι» του απάντησα.


«Κρίμα» είπε και αναστέναξε. «Κρίμα, γιατί είσαι η μόνη συγγενής που έχει».


«Με ήξερε; Αλήθεια;»


«Όχι μόνο σε ξέρει αλλά θέλει να έχεις ότι ήταν δικό της.» Μου φαινόταν ότι ήταν αρκετά πλούσια και μάλλον σημαντική, κρίνοντας από τις λιμουζίνες και τον αριθμό των ανθρώπων που ερχόντουσαν να την αποχαιρετήσουν. Λες να έγινα πλούσια ξαφνικά, σκέφτηκα κι ένα χαμόγελο ξέφυγε από τα χείλη μου. Ο άντρας διάβασε την σκέψη μου. «Μην χαίρεσαι ακόμα. Δεν είναι τόσο απλό. Θα πρέπει να περάσεις μέσα από πολλές φωτιές προτού αποκτήσεις ότι της ανήκει.»


Δεν κατάλαβα τι εννοούσε αλλά το βλέμμα του πλανήθηκε προς την κεντρική είσοδο. Σε ένα σημείο, το πάτωμα είχε ένα μεγάλο άνοιγμα, περίπου ένα τετραγωνικό μέτρο , και από μέσα του πετάγονταν φλόγες. Εννοείται πως δεν πλησίασα. Δεν τρελάθηκα να πέσω στην κόλαση, αλλά δεν τρελάθηκα να χάσω και την ευκαιρία.
«Μα γιατί;» διαμαρτυρήθηκα. «Αν είμαι η μόνη ζωντανή συγγενής που έχει, έχω δικαίωμα στην περιουσία της έτσι δεν είναι; Αν δεν την πάρω εγώ, ποιος θα την κληρονομήσει;»


«Κανείς. Αν δεν καταφέρεις να κερδίσεις όσα προορίζονται για σένα, τότε θα καούν από τις ίδιες τις φωτιές που αρνήθηκες να διασχίσεις. »


Ο άντρας εξαφανίστηκε και με άφησε μόνη με την γριά χήνα. «Να δεις που θα σηκωθεί από λεπτό σε λεπτό και θα γελάει μαζί μου» σκέφτηκα.


Ξύπνησα με την αίσθηση ότι η γριά μέσα στο φέρετρο ήμουν εγώ. Ξύπνησα τρέμοντας, όχι τον θάνατο, αλλά την μοναξιά. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι μπορεί να πεθάνω, γραφική και μόνη. Δεν ήθελα να καταλήξω να είμαι η μόνη συγγενής μου. Τι σημασία έχει να είσαι δημοφιλής, να έχεις εμπειρίες, να έχεις τον σεβασμό των άλλων, να έχεις πλούτη και ωραία ρούχα, να έχεις τόσα πολλά, αν στο τέλος της ημέρας δεν έχεις κανέναν να τα μοιραστείς; Ως πότε μπορείς να κυνηγάς το καλύτερο; Πότε τελειώνει η διαπραγμάτευση και που αρχίζει ο συμβιβασμός; Πότε δέχεσαι, όχι μόνο τον άλλο, αλλά και τον εαυτό σου για αυτό που είναι; Ποτέ μέχρι τότε τώρα δεν είχα κάτσει να σκεφτώ πόσα πρέπει να μπορώ να αφήσω για να έχω τα πάντα, ή το τίμημα που πρέπει να πληρώσω για να μην έχω τίποτα.


Από την άλλη, είναι δίκαιο να μένω σε καταστάσεις που με πονάνε; Όποιος σ' αγαπάει δεν σε πονάει, έλεγε η γιαγιά μου η Αντριάνα. Βέβαια κι η γιαγιά μου τσακωνόταν που και που με τον παππού. Πως γίνεται να μην πονούσε, και λίγο πριν πεθάνει να εύχεται στα εγγόνια της να νιώσουν την αγάπη που ένιωσε από εκείνον; Μήπως οι παλιοί δεν ήταν πιο αδύναμοι τελικά; Μήπως ήταν αυτοί οι πιο σκληροί; Μήπως η παλικαριά είναι να οδηγείς τον εαυτό σου προς τις φλόγες κι όχι μακριά από αυτές; Μήπως η αγάπη θέλει ηρωισμό; Μήπως πρέπει να ξεπεράσεις την ανθρώπινη φύση σου για να μην μείνεις μόνος; Πώς να τα καταφέρεις; Αφού είναι γνωστό, κανείς δεν μπορεί να ζήσει χωρίς φωτιά, αλλά κανείς δεν αντέχει το κάψιμο.


Τελοσπάντων.


Βλακείες.


Σιγά μην αφήσω ένα όνειρο να με επηρεάσει. Άλλωστε ο ψυχολόγος μου ήταν ξεκάθαρος.


Το Είναι σου πάνω από όλα.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ