O Θοδωρής έγραψε ένα βιβλίο τον περασμένο Φεβρουάριο, ζωντανά στο ίντερνετ. Είναι πολύ καλό κατά τη γνώμη μου. Με αφορμή την χάρτινη κυκλοφορία του τον ρώτησα γι' αυτό, αλλά και για τους εκδοτικούς οίκους που κλείνουν, τα σάιτ που του αρέσουν και όσα γίνονται γύρω μας. (Εικόνα πάνω, λεπτομέρεια απ' το εξώφυλλο του Φεβρουάριου).
Πώς θα περιέγραφες την κατάσταση στην οποία είναι αυτή τη στιγμή η χώρα μας σε κάποιον που δεν έχει την παραμικρή ιδέα;
“Η Ελλάδα είναι μια περίεργη χώρα με πάρα πολλά νησιά και πολύ όμορφες παραλίες, ίσως τις καλύτερες του κόσμου, που κατοικείται από λίγους ανθρώπους που μιλάνε μια αρχαία και πολύ δύσκολη γλώσσα, πάρα πολύ δυνατά. Δεν είναι καλύτεροι από τους υπόλοιπους λαούς του κόσμου, αλλά δεν είναι και χειρότεροι. Αγαπάνε πάρα πολύ τις οικογένειές τους, μα αν δεν είναι συγγενείς δεν αγαπιούνται σχεδόν καθόλου. Δυστυχώς, δεν τα πάνε καθόλου καλά στα οικονομικά, και νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα, γι’ αυτό κάνουν πάρα πολλά λάθη, πάρα πολύ συχνά. Τα τελευταία διακόσια χρόνια έχουν καταστραφεί –οικονομικά ή αλλιώς- περίπου οκτώ φορές, αλλά κάθε φορά το ξεχνάνε, και μόλις περάσουν λίγες δεκαετίες ξανακάνουν τα ίδια λάθη, και ξανακαταστρέφονται.
Σχεδόν πάντα φταίνε κι άλλοι για τις καταστροφές τους (Άγγλοι, Τούρκοι, Γερμανοί, ξένα νομίσματα, πόλεμοι). Πάντα φταίνε και οι ίδιοι. Αυτή τη στιγμή, η Ελλάδα περνά άλλη μια από τις καταστροφές της. Εκτυλίσσεται αυτή τη στιγμή που μιλάμε, και θα εκτυλίσσεται για αρκετό χρόνο στο μέλλον. Εν ολίγοις, οι Έλληνες για πάρα πολλά χρόνια δανείζονταν πολλά λεφτά και αντί να τα επενδύσουν σοφά τα ξόδεψαν αλόγιστα μεταξύ τους, ενώ ταυτόχρονα υιοθέτησαν και ένα ξένο νόμισμα χωρίς να έχουν –ή να μπορούν να φτιάξουν- σοβαρή οικονομία που να μπορεί να το αντέξει. Όπως οι περισσότερες καταστροφές σήμερα, είναι κι αυτή μακρόσυρτη. Αν την παρακολουθήσεις, σίγουρα κάτι χρήσιμο θα μάθεις.
Οι Έλληνες μάλλον δεν θα μάθουν τίποτα, και έτσι κατά το 2060 αναμένεται να ξανακαστραφούν. Αλλά, ακόμα και τότε, είμαι σίγουρος ότι θα έχουν φανταστικές παραλίες, ίσως τις καλύτερες του κόσμου”.
Εχει χρόνια που διαβάζω τα μπλογκ σου -κυρίως το georgakopoulos.org κι αναρωτιέμαι πώς βρίσκεις το κουράγιο να συντηρείς τόσα πολλά (και διαφορετικά). Νιώθεις να σκορπίζεις τη δημιουργικότητά σου;
Δεν συντηρώ πάρα πολλά, μόνο δυόμισι. Τα υπόλοιπα μπλογκς του “δικτύου” που έχουμε –και το οποίο σύντομα θα διευρυνθεί θεαματικά- τα συντηρούν άλλοι. Επειδή τα δικά μου αφορούν αποκλειστικά σε πράγματα που με ενδιαφέρουν, δεν αποτελούν κόπο, ούτε μου καταναλώνουν υπερβολικά πολύ χρόνο. Είναι πολύ πιθανό να διηθούν την όποια δημιουργικότητα μπορεί να έχω και, ασχολούμενος μαζί τους, να μην ασχολούμαι με πράγματα που μπορεί να είχαν περισσότερο ενδιαφέρον, αλλά μπορεί και όχι. Μπορεί αυτά να έχουν πιο πολύ ενδιαφέρον από άλλα πράγματα που θα μπορούσα να κάνω με το χρόνο μου. Μέχρι να βρεθεί τρόπος να ζούμε ταυτόχρονα σε παράλληλα σύμπαντα, αυτό δυστυχώς δεν θα το μάθουμε. Η αλήθεια πάντως ότι μόνο τους τελευταίους μήνες είχα την ευκαιρία να διαχειριστώ την όποια δημιουργικότητά μου κάπως ελεύθερα, χωρίς πολλές εξωτερικές ευθύνες.
Από αυτούς τους μήνες προέκυψαν μεταξύ άλλων ένα βιβλίο, μερικές πολύ ενδιαφέρουσες γνωριμίες και κάποια φιλόδοξα σχέδια που θα υλοποιηθούν στο αμέσως επόμενο διάστημα. Αρκετά ευχαριστημένος είμαι.
Πώς σου ήρθε η ιδέα να γράψεις τον Φεβρουάριο (το βιβλίο, σε χάρτινη μορφή και σε ηλεκτρονική μορφή απ' τον Καστανιώτη και το iTunes) όπως τον έγραψες;
Διάφοροι παράγοντες έπαιξαν ρόλο. Πρώτα απ’ όλα, ήθελα να γράψω ένα μυθιστόρημα. Είχα στο μυαλό μου την ιστορία, και ήξερα ότι θα έχω χρόνο μετά την παραίτησή μου από την προηγούμενη δουλειά μου. Ωστόσο η συγγραφή ενός βιβλίου δεν είναι εύκολο πράγμα: Χρειάζεται αυτοπειθαρχία και υπομονή. Εγώ ήθελα να γράψω ένα πρώτο draft του βιβλίου μου σχετικά γρήγορα, αλλά αυτό ήταν δύσκολο, δεδομένων όλων των μικρών και μεγάλων πραγμάτων με τα οποία ασχολιόμουν καθημερινά, ακόμα και ως freelancer. Χρειαζόμουν κάποιον να μου επιβάλλει την αυτοπειθαρχία. Οπότε υπέθεσα ότι θα ήταν καλή ιδέα να χρησιμοποιήσω γι’ αυτό το σκοπό τους ανθρώπους που παρακολουθούν τη δουλειά μου στα site μου και στα social media. Σκέφτηκα διάφορους τρόπους, αλλά τελικά δύο πράγματα συνέβησαν ταυτόχρονα και με οδήγησαν στην απόφαση να ακολουθήσω τον φαινομενικά δυσκολότερο:
1) Τον περασμένο χειμώνα έκανα κάποια πειράματα μ’ αυτό που αποκαλώ “εξωφρενική συγγραφή”, το να γράφεις δηλαδή πολύ μεγάλα κείμενα σε πάρα πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Για παράδειγμα, διάβασα ολόκληρη τη βιογραφία του Στιβ Τζομπς και έγραψα και μια κριτική μερικών χιλιάδων λέξεων γι’ αυτή μέσα σε τριάντα ώρες. Ήταν μια διαδικασία δύσκολη που, απ’ ό,τι αποδείχτηκε, μου άρεσε πάρα πολύ.
2) Καθώς εξελισσόταν η μορφή της ιστορίας στο μυαλό μου (και μόνο στο μυαλό μου), ήρθε και κούμπωσε η ιδέα του Φεβρουάριου: Ο ήρωας θα έγραφε την ιστορία του με τη μορφή ημερολογίου, σε ένα μήνα με συμβολισμό που ταίριαζε στο θέμα (εξαγνισμός), με ένα μοναδικό χαρακτηριστικό (λιγότερες ημέρες από όλους) που είχε επίσης συμβολική αξία, και τέλος μια ακόμα ιδιαιτερότητα: Το 2012 είναι δίσεκτο, οπότε ο συγκεκριμένος Φεβρουάριος είχε 29 ημέρες και όχι 28, κι αυτό επίσης έπαιξε το ρόλο του στην ιστορία.
Μετά από όλα αυτά και μέσα από μία διαδικασία σκέψης και σχεδιασμού που κράτησε μήνες, λοιπόν, αποφάσισα να γράψω το βιβλίο μου τον Φεβρουάριο, από 1η μέχρι 29, με την υποχρέωση να ανεβάζω κάθε μέρα ένα καινούριο κεφάλαιο online στο februarios.com για να το διαβάζουν οι αναγνώστες μου και, αν θέλουν, να μου στέλνουν σχόλια και προτάσεις.
Μπορείς να περιγράψεις την καθημερινότητα σου εκείνο το μήνα;
Παραδόξως δεν υπήρχε καμία ρουτίνα. Μετά τις πρώτες δύο μέρες, όταν τα κεφάλαια γράφτηκαν σχετικά εύκολα και ανέβαιναν στο site σε φυσιολογικές ώρες, το πρόγραμμα περιλάμβανε γράψιμο κάθε ελεύθερη ώρα της ημέρας. Οι ελεύθερες ώρες της ημέρας, ωστόσο, δεν ήταν 24, ή 18, ή 12. Εκείνο το μήνα έκανα κι άλλες δουλειές, έδωσα μια ομιλία σε ένα συνέδριο για social media, έκανα κάποια αρκετά σοβαρά επαγγελματικά ραντεβού, ετοίμασα και μια παρουσίαση για μια δουλειά και ταυτόχρονα έγραφα και στα blogs μου. Μοιραία, λοιπόν, ξενυχτούσα με το Φεβρουάριο. Τα περισσότερα κεφάλαια “ανέβαιναν” στο site περίπου στις 2 μετά τα μεσάνυχτα. Υπήρξαν εξαιρέσεις, βέβαια. Το κεφάλαιο της 12ης Φεβρουαρίου ανέβηκε μετά την ψηφοφορία στη Βουλή, όπου υπερψηφίστηκε το 2ο μνημόνιο. Ένα βράδυ πήγα σε ένα αποκριάτικο πάρτι χωρίς να έχω γράψει κεφάλαιο –μόλις γύρισα από το πάρτι κάθισα και έγραψα ένα κεφάλαιο που διαδραματιζόταν σε ένα αποκριάτικο πάρτι (πολύ διαφορετικό από αυτό στο οποίο είχα πάει, βεβαίως). Ανέβηκε στο site περίπου στις 6 το πρωί.
Στο τέλος του μήνα, βεβαίως, ήμουν εξουθενωμένος.
Σε ποιο βαθμό βασίστηκε η πλοκή σε πράγματα που σου έχουν συμβεί ή/και σε πράγματα που σου συνέβαιναν όταν έγραφες;
Η ιστορία ήταν στο μυαλό μου σε γενικές γραμμές πριν αρχίσω να τη γράφω. Όλα τα συμβάντα που περιγράφονται είναι φανταστικά. Πράγματα που μου έχουν συμβεί στην πραγματικότητα και ανθρώπους που γνωρίζω τα χρησιμοποίησα μόνο ως πηγή έμπνευσης. Ωστόσο μεγάλο κομμάτι της πλοκής επηρεάστηκε από όσα συνέβαιναν στην Αθήνα (και την Ελλάδα, και τον κόσμο) εκείνο το Φεβρουάριο. Ο ήρωας έγραφε το βιβλίο του ακριβώς εκείνες τις ημέρες, έβλεπε τα ίδια δελτία ειδήσεων, διάβαζε το ίδιο ίντερνετ, παρακολουθούσε τις ίδιες εξελίξεις. Ο αναγνώστης έβλεπε τον κινηματογράφο Αττικόν να φλέγεται στην τηλεόραση, και λίγες ώρες αργότερα διάβαζε πώς το είδε και ο ήρωας του “Φεβρουαρίου” στο februarios.com.
Στην επιμέλεια που ακολούθησε, μερικές από τις αναφορές στην καθημερινότητα που δεν έχουν διαχρονική αξία αφαιρέθηκαν, και άλλες έγιναν κάπως πιο εύληπτες για να είναι κατανοητές και από αναγνώστες που θα πιάσουν το βιβλίο το 2014, ας πούμε. Αλλά η επιρροή από την πραγματική ζωή του Φεβρουαρίου του 2012 στην Αθήνα είναι μεγάλη στο κείμενο – και εσκεμμένη.
Το έγραψες χειμώνα όμως κυκλοφόρησε καλοκαίρι. Πώς προέκυψε η χάρτινη έκδοση του Φεβρουάριου απ' τις εκδόσεις Καστανιώτη;
Η αρχική ιδέα μου ήταν να εκδώσω το ολοκληρωμένο βιβλίο ως e-book μόνος μου. Αφού τελείωνε το πείραμα του Φεβρουαρίου και του έκανα την απαραίτητη επιμέλεια, σκόπευα να το πουλάω μέσα από το site μου σε όποιον θέλει να το διαβάσει. Κατά τα μέσα του Φεβρουαρίου, όμως, και ενώ το πείραμα είχε πια πάρει κάποια δημοσιότητα (πολύ μεγαλύτερη από ό,τι περίμενα ή φανταζόμουν), με προσέγγισαν από τον Καστανιώτη και μου πρότειναν να το εκδόσουμε και ως χάρτινο βιβλίο. Φυσικά δέχτηκα.
Υπάρχουν φήμες ότι ένας μεγάλος εκδοτικός οίκος θα βάλει λουκέτο σύντομα, και θα προσφύγει στο άρθρο 99 (αν ξέρει κανείς ας μου πει ποιος!). Πιστεύεις ότι υπάρχει ελπίδα να ξεπεραστεί η εκδοτική κρίση ή το χαρτί πεθαίνει πιο γρήγορα απ' ό,τι περιμέναμε;
Ωπ, πολλά θέματα ταυτόχρονα:
Πρώτον, δεν υπάρχει ένα πράγμα που λέγεται “το χαρτί” και περνάει κρίση και πεθαίνει. Υπάρχουν τα περιοδικά που πεθαίνουν και οι εφημερίδες που πεθαίνουν και αυτά πεθαίνουν εδώ και πάρα πολλά χρόνια, επειδή έχει εμφανιστεί ένα μέσο που κάνει πολύ παρόμοια δουλειά μ’ αυτά πολλές τάξεις μεγέθους καλύτερα. Η πορεία αυτή είναι μη αναστρέψιμη αλλά είναι μακρόσυρτη και θα πάρει ακόμα κάμποσα χρόνια, μέχρι να σταματήσουν να αγοράζουν περιοδικά και εφημερίδες και οι τελευταίοι που κρατούν ακόμη αυτή τη συνήθεια.
Τα βιβλία είναι άλλο πράγμα, άλλη κατηγορία. Το τεχνολογικό μαραφέτι που έχει έρθει να αντικαταστήσει τα βιβλία –τα e-books δηλαδή- κάνουν επίσης πολύ παρόμοια δουλειά, αλλά δεν την κάνουν πολύ καλύτερα. Την κάνουν λίγο καλύτερα. Κι όσο δεν υπάρχει πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα στα δύο μέσα, η φθορά του παλαιότερου θα είναι πιο αργή. Έτσι τα χάρτινα βιβλία θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν για αρκετό καιρό ακόμα.
Εξάλλου, ο κόσμος σήμερα διαβάζει περισσότερο από οποτεδήποτε στην ιστορία της ανθρωπότητας. Κρίση δεν υπάρχει στο διάβασμα, στις λέξεις, ή στα βιβλία – κρίση υπάρχει στη βιομηχανία των εκδόσεων όπως λειτουργούσε μέχρι τώρα. Τους αναγνώστες δεν τους αφορά και πολύ αυτό, ειδικά από τη στιγμή που βρίσκουν όλο και περισσότερα ωραία πράγματα να διαβάζουν.
Στην Ελλάδα, δε, τα φαινόμενα που αναφέρεις δεν οφείλονται στην κρίση του μέσου, στο Ίντερνετ ή στα e-books. Οφείλονται στο ότι έχουμε πτωχεύσει και στο ότι η αγορά μας ήταν ήδη μικρή, στρεβλή και ευάλωτη. Δεν ξέρω ποιος εκδοτικός οίκος θα πτωχεύσει, αλλά μπορώ να μαντέψω το λόγο: Του χρωστάνε λεφτά τα βιβλιοπωλεία, και δεν μπορεί να πληρώσει αυτούς στους οποίους χρωστάει ο ίδιος (χαρτιά, υπάλληλοι, συγγραφείς, μεταφραστές). Το ίδιο πράγμα γίνεται τα τελευταία τρία χρόνια σε όλες τις αγορές της Ελληνικής οικονομίας: Οι κρίκοι της αλυσίδας σπάνε. Το σύστημα καταρρέει. Κι αυτή η κατάρρευση είναι, δυστυχώς, επίσης επώδυνα μακρόσυρτη.
Μου είχες πει ότι δεν θα έγραφες σίκουελ στον Φεβρουάριο - παρ' ό,τι πιστεύω ότι θα ήταν τέλειο να κάνεις πχ. τον Αύγουστο, ή τον Μάιο, ή τον Νοέμβριο, είτε με τον ίδιο ήρωα είτε με άλλους. Γιατί;
Αφ’ ενός επειδή η διαδικασία είναι εξαιρετικά επώδυνη, ένα από τα πράγματα που μια φορά τα κάνεις, για να δεις πώς είναι, και μετά νιώθεις πλήρης, και δεν θες να το σκέφτεσαι άλλο. Επίσης, αυτό δεν ήταν ένα βιβλίο για το μήνα Φεβρουάριο, αλλά μία ιστορία για τις συνέπειες της απώλειας –κάθε απώλειας- στην πτωχευμένη Ελλάδα του 21ου αιώνα. Η επόμενη ιστορία που θα γράψω μπορεί να διαδραματίζεται στο παρελθόν ή στο μέλλον, να διαρκεί μια ημέρα ή να κρατάει δώδεκα χρόνια. Μπορεί να αφορά στην Ελλάδα, ή στην Ισλανδία, ή στους πιγκουίνους της Ανταρκτικής. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να περιορίσω τη μορφή της σε ένα συγκεκριμένο πρότυπο που έχω δοκιμάσει ήδη, μόνο και μόνο επειδή το συγκεκριμένο πρότυπο, εφαρμοσμένο σε μια συγκεκριμένη ιστορία, πέτυχε.
Και τώρα;
Υπάρχουν διάφορα πράγματα που θέλω να δοκιμάσω όσον αφορά τα e-books, όχι μόνο φτιάχνοντας κάποια καινούρια με κείμενα που έχω ήδη δημοσιεύσει και είναι δύσκολο πια να βρει κανείς, αλλά και κάνοντας πειράματα με την ίδια τη μορφή του μέσου. Το διάβασμα σε φορητές συσκευές ταιριάζει απόλυτα με μια μορφή κειμένων που ως τώρα δεν είχαν εύκολο μέσο έκδοσης: Τα διηγήματα και τα non-fiction κείμενα μεγάλης έκτασης. Θα δοκιμάσω κάποια πράγματα τέτοιου είδους στο αμέσως επόμενο διάστημα.
Η ιδέα που με ενθουσιάζει πιο πολύ, όμως, είναι μυστική και κάπως μεγαλεπίβολη. Ελπίζω να μπορέσω να την ξεκινήσω μέσα στα επόμενα δύο χρόνια.
Τι σ' αρέσει τώρα στο ίντερνετ;
Υπάρχουν αμέτρητα websites που κάνουν ενδιαφέρουσα δουλειά πάνω σε θέματα που με ενδιαφέρουν, από το Atlantic Wire και το io9 και το Brain Pickings μέχρι το Big Picture της Boston Globe και το The Verge. Ωστόσο μια τέτοια καταγραφή δεν είναι πολύ χρήσιμη, νομίζω. Εδώ και αρκετό έχω πάψει να βλέπω το Ίντερνετ ως μια συλλογή από sites. Δεν έχω “αγαπημένα”. Δεν χρησιμοποιώ ποτέ τα bookmarks.
Ο λόγος είναι ο εξής: Πλέον υπάρχουν πολλά και πολύ καλά εργαλεία που σου επιτρέπουν να βλέπεις το Ίντερνετ με τη μορφή “ποταμών” πληροφορίας που είναι κομμένοι και ραμμένοι στα μέτρα σου, ανάλογα με τα γούστα σου. Με το Twitter, το Facebook, το Zite ή το Flipboard, το Instapaper ή το Pocket, βλέπεις μια αλληλουχία από λινξ που σε ενδιαφέρουν χωρίς να σε νοιάζει καθόλου από ποια websites προέρχονται. Έτσι χρησιμοποιώ το Ίντερνετ πια. Δεν βλέπω σχεδόν ποτέ τις πρώτες σελίδες των επιμέρους websites. Βλέπω μόνο μεμονωμένα posts. Eίναι ο μόνος τρόπος να μην χάνομαι πηδώντας από bookmark σε bookmark, τσεκάροντας αν ο τάδε ή ο δείνα έχει γράψει σήμερα κάτι που να με ενδιαφέρει.
Τι ελπίζεις για το μέλλον; (Και της χώρας και το δικό σου.)
Τίποτα. Ζούμε μια κατάσταση πρωτόγνωρη για το Δυτικό κόσμο. Υποθέτω ότι στην Αργεντινή πριν από το Corralito κάπως έτσι θα ήταν τα πράγματα, αλλά δεν μπορώ να σκεφτώ άλλη αναλογία. Αυτό που ζούμε είναι σαν πόλεμος ή μια τεράστια φυσική καταστροφή, αλλά με τις συνέπειες απλωμένες στο χρόνο, όχι στιγμιαίες.
Η καταστροφή μας εκτυλίσσεται πολύ αργά, κι αυτό μας φθείρει με τρόπους πολύ υπόγειους κι υποσυνείδητους. Ξέρουμε ότι έχουμε καταστραφεί, αλλά ταυτόχρονα οι ζωές μας χειροτερεύουν πάρα πολύ αργά, και αυτό δεν ξέρουμε πώς να το διαχειριστούμε. Να κάνουμε σχέδια με το μέλλον; Με ποια δεδομένα; Τα σημερινά; Δεν ξέρουμε. Ιδέα δεν έχουμε. Φοβάμαι ότι αυτή η παρατεταμένη κρίση θα οδηγήσει σε μια χαμένη γενιά Ελλήνων που και ιδέες και όρεξη και ικανότητες έχουν, αλλά ξαφνικά βρίσκουν συνθήκες όχι απλά αντίξοες αλλά ανύπαρκτες, και δεν θα μπορέσουν να κάνουν σχεδόν τίποτα.
Ένας τρόπος να αντιμετωπίσει κανείς αυτή την κατάσταση είναι να ξεγελάσει τον εαυτό του, να την αγνοήσει, και να προσπαθήσει ούτως ή άλλως. Μπορεί να μην είναι ο καλύτερος τρόπος. Μπορεί και να είναι ο μόνος.
σχόλια