Ο χρόνος αρχίζει να μικραίνει νιώθω, βγαίνω σιγά - σιγά από την πρώτη γραμμή της ζωής, που είναι η νεότητα, και γι'αυτό τον λόγο τελευταία όλο και γλιστράω με τα μούτρα διαρκώς στο χθές.
Ίσως θυμάμαι τα πάντα από τα χρόνια εκείνα, γιατί πολλά είχαν βάσανο μέσα τους. Πώς να ξεχάσεις το βάσανο... Tο βάσανο είναι κουραστικό.
Στον άνθρωπο, τα πρώτα χρόνια της ζωής του είναι τα πολύ σημαντικά. Εκεί ανατρέχεις πάντα για να βρεις κουράγιο.
Αναπολείς, νοσταλγείς παιδικά αισθήματα και φαντασίες, προσπαθείς να τα επεξεργαστείς και να τους δώσεις τις πραγματικές τους διαστάσεις, συναισθηματικά και πνευματικά.
Απο την τρυφεράδα της ηλικίας εκείνης μέχρι την στέρηση και τον αποχαιρετισμό.
Είναι καιρός τώρα, που πιάνω τον εαυτό μου να κάνει αυτό το πισωγύρισμα, να στρέφω το βλέμμα μου σε όλα αυτές τις ασπρόμαυρες στιγμές (ακαταστάλαχτες και ανοργάνωτες εντυπώσεις και εμπειρίες), που κρατώ καλα φυλαγμένες στα συρτάρια της μνήμης μου.
Γυρνώντας στον παράδεισο της παιδικής ηλικίας όμως, βρίσκουμε και τις πρώτες πληγές...
Μεσάνυχτα Σαββάτου, σκάβω νοσταλγικά βαθιά μέσα μου, στο υπέδαφος του χρόνου, στο ιντερνέτ έπεσα τυχαία σε ένα βίντεο στο youtube, που ήταν χαραγμένο μέσα μου τόσο έντονα λες και ήταν χθες... Ο Σαββόπουλος υποδέχονταν στο εορταστικό της ΕΡΤ το 1984 με το ας «Κρατήσουν οι χοροί».
Μέσα μου ξυπνά ένα περιστατικό το οποίο ξαναβιώνω με ένα συγχρονισμό και σωματικό και συγκινησιακό.
Οι χρονιάρες μέρες της παιδικής μου ηλικίας δεν ήταν πάντα πολύ γιορτινές, αλλά φωτίζουν καημούς και συναισθήματα που σιγοκαίνε στις καρδιές ολοχρονίς και φωτεινές εμπειρίες - αντανακλάσεις ανθεκτικές στα χρόνια.
Παρ' όλα αυτά δεν ήταν τόσο δύσκολη η παιδική ηλικία, κι ας είχα λίγες φορές ως παιδί αγοραστό παιχνίδι ή παιδικό βιβλίο, κι ας φορούσαμε, ρούχα δεύτερο χέρι. Έτσι ζούσανε πάνω - κάτω σε πολλα σπίτια την εποχή εκείνη στον Περισσό.
Ζούσες κάπως πιο εύκολα. Την έβγαζες με τα ψέματα. Υπήρχε φτώχεια, αφραγκίες, και στέρηση, αλλά εκείνη την εποχή τα πράγματα αυτά τα περνάγες ελαφρά, δεν σε έπιαναν από το μπράτσο.
Δεν σήκωνε πολύ μπλοφάρισμα στις ανθρώπινες σχέσεις η εποχή εκείνη.
Ένα ακόμη παροδικό βασανάκι των παιδικών χρόνων: παραμονή Πρωτοχρονιάς 1984, 9 χρονών ήμουν, είχα πατήσει τα λαμπάκια του Χριστουγεννιάτικου δένδρου μπαίνοντας στην μέση να χωρίσω έναν ακόμη εορταστικό καυγά των γονιών μου.
Ένα πράγμα, που λες και το είχαμε παράδοση στην οικογένεια, πάντα «χρονιάρες μέρες» από το πουθενά ψάχναμε αφορμή για να ανάψει το «γλέντι»...
(Οι γονείς μου άνθρωποι αγαθότατοι, καλόψυχοι, που όμως λόγω εσωτερικών αδυναμιών που δεν μπορούσαν να τις θεραπεύσουν εύκολα, είχαν δυσκολίες να συγκροτηθούν ως ομάδα, με αποτέλεσμα στην υποψία κρίσης ή δυσκολίας να καταλήγουν σε εμφύλια διαμάχη με θύματα άμαχους... εμάς...)
Δεν παραγνωρίζω, όμως, ότι ο τρόπος που σκέφτονταν για τον κόσμο ήταν πολύ ήσυχος, ήταν ταπεινοί άνθρωποι ανοιχτοί, ατόφιοι, καθαροί.
Παρά τις δυσκολίες και την στέρηση που είχαν γνωρίσει από τα γενοφάσκια τους, δεν τους άκουσα ποτέ να φθονούν, να ζηλεύουν, να υποβιβάζουν άνθρωπο, δεν πλαστογράφουσαν τα συναισθήματα τους, ζούσαν με μια σχεδόν αθωότητα δίχως υστεροβουλία.
Αυτό το αίσθημα πόνου και συμπόνιας με χάραξε, μου δίδαξε σε ένα βαθμό την στάση που θα κρατούσα αργότερα εκεί έξω, επηρέασε την σκέψη και την διαγωγή μου.
Το πρωτοχρονιάτικο δώρο μου κάτω από το δένδρο: βαθύ σκίσιμο στην πατούσα και το αίμα να αναβλύζει σαν σιντριβάνι.
Τα κλάματα και οι φωνές "τοκίζαν" τον πανικό μου.
Στην θέα του σχισμένου και ματωμένου ποδιού, σημάνω συναγερμό, ενστικτωδώς εγκαταλείπει την οικογενιακή σύρραξη ο πατέρας, με παίρνει στον ώμο του και σε ελάχιστα λεπτά βρισκόμαστε στο δρόμο ψάχνοντας εναγωνίως ταξί στις 11 την νύχτα.
Ήταν τέλη Δεκέμβρη έκανε κρύο, στα χαμηλά σπίτια καίγανε τζάκια και ξυλόσομπες ενώ στις λίγες πολυκατοικίες καλοριφέρ.
Η νύχτα είχε καλυφθεί από ένα σχεδόν ασημένιο σύννεφο. Κατεβαίνουμε τον δρόμο μπροστά από το Αστυνομικό τμήμα, ο αρχιφύλακας υπηρεσίας κοιτά αμήχανα τον υπό σύγχυση πατέρα που τον είχαν καβαλήσει τα νεύρα και το άγχος και τον κρεμασμένο από τους ώμους ξυπόλητο γιο του να κλαψουρίζει ηχηρά.
*(Φέτος το καλοκαίρι μια από τις αξημέρωτες νύχτες, βρέθηκα να κάνω βόλτες στο ίδιο σημείο ανασκαλίζοντας τις στάχτες... Αυτή την φορά ο νεαρός αστυνόμος βγήκε και με ακολούθησε ζητώντας εξηγήσεις για την έντονη διερευνητική μου ματιά στο περιβάλλον... "Να ξέρεις, σ' αυτούς τους δρόμους εγώ έχυσα το αίμα μου...", ψέλλισα σχεδόν από μέσα μου)
Παρότι ο φόβος και ο πόνος με κυριεύουν και η θέα του σχισμένου ποδιού μου κινητοποιεί ένα μικρό πανικό, όλο αυτά δεν εμποδίζει να εκδηλωθεί η συναισθηματική παρατηρικότητα που με γνώριζε από μικρό παιδί.
(Είχα μια παιδική περιέργεια που δεν με εγκατέλειψε ποτέ, ένα παιδί που δεν το χωρούσε ο τόπος, που του άρεσε όλα να τα βλέπει, να τα μυρίζει, να τα σκαλίζει)
Και μόνο ο κρύος αέρας που ακουμπάει το πρόσωπο μου δίνει χαρά. Κοιτάζω δεξιά και αριστερά στην συνοικία, όλοι στα σπίτια γύρω από τα δέντρο, ψυχή στους δρόμους, στην θέση του μόνο ο μπαρμπα - Γιάννης, ο μπακάλης της γειτονιάς, αυτός δεν έκλεινε σχεδόν ποτέ, εποπτεύει τις κινήσεις των πάντων... Ίσως και να τον έβρισκε ο νέος χρόνος χωμένο ανάμεσα στα σακιά με τις φακές και την ζάχαρη και τις μπουκάλες υγραερίου.
Διακρίνεις παντού φωτισμένα παράθυρα και δραστήριες καμινάδες, στις προσόψεις των σπιτιών αναβόσβηναν γιρλάντες που εικόνιζαν άστρα και κεριά ανάμενα, στα παραθυρα χαρτινοι άγιο Βασίληδες, άγγελοι με τρομπέτες, φωτεινά καράβια και αλλά παρόμοια εορταστικά ντεκόρ.
Μισοζαλισμένος στο μικρό μου θρόνο, και ανάμεσα στην αρχική τρομάρα και στην τρεχάλα τώρα χαζεύω μέσα από τα ανοιχτά παράθυρα των μπαλκονιών τα χαρούμενα και εορταστικά πρόσωπα των γειτόνων, ακούω τις εορταστικές συνομιλίες, τις ευχές που αντάλλαζαν και όσο απομακρυνόμουν από τις συνοικίες, τόσο πιο γλυκά έφθαναν οι ήχοι στα αυτιά μου.
Βρόνταγαν σαν μικρές καμπάνες οι παραγεμισμένες τσέπες μου με κέρματα, συχγρονισμένες στον ταχύ νευρικό βηματισμό του πατέρα.
Είχαμε πει τα κάλαντα τις παραμονές από τις 6 το πρωί, όλοι μαζί φίλοι και συγγενείς .
Τέρμα Περισσού η αφετηρία και φτάσαμε μέχρι την πλατεία της Νέας Ιωνίας. Για μας τότε πολύ μακριά... Τώρα, ένα τσιγάρο δρόμος...
Ο Περισσός και μέσα στην νύχτα μια γλύκα, ένα εκχείλισμα ζωής: γειτονιές, σπιτάκια με κήπους, με μουριές, με κλιματαριές, συκιές.
Υπάρχουν παντού μυρωδιές, τα περισσότερα σπίτια μονά ή διπλά με μικρούς κήπους, όμορφες μονοκατοικίες και παρά δίπλα χωράφια και αλάνες γύρω μας ζούσαν προσφυγικές οικογένειες, οι πόρτες και τα παράθυρα ήταν πάντα ανοιχτά.
Άνθρωποι που δουλεύουν πρωί και βράδυ στα εργοστάσια, γυναίκες καθαρίζουν σκάλες, φτώχεια... Φτώχεια, αλλά ταυτόχρονα κέφι, αγάπη και αρκετή συντροφικότητα, οι σχέσεις πιο ουσιαστικές, με γενναιοδωρία, όχι περιέργειας και επιδερμικές.
Δεν σήκωνε πολύ μπλοφάρισμα στις ανθρώπινες σχέσεις η εποχή εκείνη.
Εμείς τα παιδιά όλη μέρα ένα παιχνίδι, ποδόσφαιρο στις αλάνες και τα χώματα και "τα μήλα" σε σχεδόν αδειούς δρόμους.
Λίγα βήματα παρακάτω η αντίθεση, από την οικογενειακή θαλπωρή στις μοναξιές του πλήθους, καταδύομαι στα συννεφιασμένα πρόσωπα των συνδρομητικών θαμώνων του συνοικιακού καφενείο,υ που κυνηγούσαν με μοναδική προσήλωση τις προσωπογραφίες του Κολοκοτρώνη σε χαρτονόμισμα (πεντοχίλιαρο) πάνω στην πράσινη τσόχα περιφρονώντας επιδεικτικά την αλλαγή του χρόνου.
Το φεγγάρι κόντευε να γεμίσει και σκόρπιζε θαμπό χρυσάφι πάνω από τα προσφυγικά σπίτια.
Γυαλίζω με το βλέμμα μου τις ασβεστωμένες αυλές στα προσφυγικά σπίτια, στο εσωτερικό του σπιτιού διακρίνω μια υπερήλικη κυρία να βρίσκεται μπροστά από το στρωμένο βαρύ ξύλινο τραπέζι, με τέσσερα σερβίτσια, τα ψηλά κρυστάλλινα ποτήρια και το βλέμμα της σταθερά έξω από το παράθυρο να κοιτάζει το δρόμο.
Η γιαγιά ήταν επιβλητική, με φουσκωτό τεράστιο κατάμαυρο κότσο και μαύρο κασμιρένιο φόρεμα, κάπνιζε μεγάλα τσιγάρα και περίμενε μια ακόμη πρωτοχρονιά μακριά από το τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε... Τη Σμύρνη...
Σε λίγο είχα αποκτήσει ένα χειροποίητο κεντητό (10 ράμματα) δώρο μιας νεαρής χειρουργού, που το καμάρωνα χαμογελαστός επιδεικνύοντας σε ασθενείς και επισκέπτες αποσπώντας ευχές και πειράγματα.
Μετά από μισή ώρα αναζήτησης βρίσκουμε ένα ταξί... Αυτό το ταξί και η διαδρομή που ακολούθησε κατά μήκος της λεωφόρου Ιωνίας είχε μείνει χαραγμένη στην μνήμη μου καθώς περνούσε μπροστά από το σπίτι μου και βλέπω τα παράθυρα κλειστά και τα φώτα σβηστά... Τα ματιά μου γεμίζουν δάκρυα...
Έμοιαζε το σπίτι μου σαν σβησμένο φωτάκι ανάμεσα σε δεκάδες που αστραφοκοπούσαν, σαν μια μικρή σκοτεινή νησίδα σε ένα φωτισμένο και στολισμένο ωκεανό.
(Ήμουν ένα παιδί μόλις 10 ετών τρομερά άγραφο και νωπό, για μια ακόμη εμπειρία τραυματική, σφουγγάρι και όλα αυτά τα βιώματα με περιέχουν και η ενεργοποίηση - επαναβίωση τους είναι κάποιες φορές φοβογόνος και άλλες ευχάριστη)
Έπειτα από λίγα λεπτά βρισκόμαστε στην Κηφισίας να κάνουμε την νυχτερινή πρωτοχρονιάτικη μας βόλτα, ψάχνοντας για εφημερεύον Νοσοκομείο. Μέσα από το ταξί βλέπω με ένα μικρο δέος, τους μεγάλους άδειους δρόμους, τους ξεχασμένος τελευταίους εκδρομείς της γιορτής, τις υπέρλαμπρες βιτρίνες και τις φωτεινές επιγραφές να σβήνουν η μία μετά την άλλη σαν πέφτουν σιγά σιγά για ύπνο, τους ιδιοκτήτες που βιαστικά κατεβάζουν τα σιδερένια ρόλος και να σπεύδουν να φύγουν για τα σπίτια τους.
Καταλήγουμε στο παιδιατρικό νοσοκομείο... Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών, ο θάλαμος είχε γεμίσει φίσκα πιτσιρίκια, δεν έφταναν τα κρεβάτια. Ήταν πολλά τα παιδιά που περίμεναν να τα δει ο Ιατρός.
Βρήκαμε μια γωνία στο ακρινό παράθυρο, διπλά μου σχεδόν αγκαλιαστά, ένα κοριτσάκι ξανθό και γαλανομάτικο, με μια όψη αγγελική, κρυφογελούσε κοιτάζοντας το φοβισμένο βλέμμα μου μπροστά στην θέα των ιατρών και νοσοκόμων.
Σε λίγο είχα αποκτήσει ένα χειροποίητο κεντητό (10 ράμματα) δώρο μιας νεαρής χειρουργού, που το καμάρωνα χαμογελαστός επιδεικνύοντας σε ασθενείς και επισκέπτες αποσπώντας ευχές και πειράγματα.
Με όλες αυτές τις συγκινήσεις και τις εναλλαγές συναισθημάτων που βίωσα κατά την διάρκεια της παραμονής στο νοσοκομείο, είχα ξεχάσει ή καλύτερα με είχαν εγκαταλείψει ο φόβος και ο πόνος που με διπλάρωσαν για τα καλά τις πρώτες ώρες.
Τώρα το μόνο αίσθημα που με κυριεύει είναι η αγωνία για το χρόνο που θα χρειάζονταν για να βγάλω τα ράμματα και να ξαναπάρω τις δρόμους και τις αλάνες.
Την αγωνία την μοιράστηκα με την ιατρό - με καθησύχασε...
"Σύντομα", μου απάντησε, "αρκεί να είσαι φρόνιμο και υπάκουο παιδί και φυσικά να αγαπάς τους γονείς σου". (Είμαι βέβαιος ότι άκουσε τα παράπονα μου προς τον πατέρα την ώρα που αυτή μου κέντουσε τα ράμματα στην πατούσα)
Στο σαλονάκι του Νοσοκομείου βρίσκω παρέα το κοριτσάκι που είχα συνάντηση νωρίτερα στο δωμάτιο, τώρα είχε στο γύψο το δεξί της χέρι, "Δαφνούλα", μου είπε το όνομα της, κεράσαμε ο ένας τον άλλο γλυκά και λιχουδιές που μας είχαν δώσει συνοδοί και νοσοκόμες και μείναμε να βλέπουμε μαζί τον Σαββόπουλο να υποδέχεται στην ΕΡΤ με πρόζα και τραγούδι το νέο έτος.
Οι τηλεοπτικές ευχές ηθοποιών και μουσικών και η συγκίνηση της έλευσης του νέου έτους οδηγούν ασυνείδητα την σκέψη μου πίσω στην μάνα και τα αδέρφια μου.
Ο πατέρας μου δίπλα τώρα εμφανώς ήρεμος, με μια ανακούφιση στο βλέμμα του, με είχε φορτώσει παιχνίδια (σε εμένα έδειχνε μια μεγαλύτερη προσοχή τέτοιες στιγμές, γιατί ακόμη έπαιρνα τοις μετρητοίς τις συχνές φασαρίες).
Δεν ήμουν η περίπτωση του χαϊδεμένου παιδιού, αντίθετα ήμουν αυτό που έπρεπε σε ένα βαθμό να φροντίσει μόνο του να επιβιώσει.
Κάποια στιγμή αργά το πρωί παίρνουμε ιατρικές και φαρμακευτικές οδηγίες και επιστρέφουμε για το σπίτι στις 6 το πρωί.
Έξω χαράζει, βρίσκουμε την μάνα μου στην είσοδο της πολυκατοικίας εμφανώς άγρυπνη και ταλαιπωρημένη, να έχει γύρει το κεφάλι στο τοίχο και να με περιμένει όλη την νύχτα, δέχθηκε ήρεμα τις εξηγήσεις του πατέρα για φάρμακα και τις αλλαγές που θα χρειαζόμουν, γέλασε άκεφα με ένα πείραγμα - αγκαλιά που της έκανα και φύγαμε να πάμε στο σπίτι των συγγενών που μας φιλοξενούσαν ως "άστεγους", μετά από κάθε οικογενειακό σεισμό.
Μπαίνοντας στο δωμάτιο βλέπω τον αδερφό μου να κοιμάται, κρατώντας στο χέρι του ένα μεγάλο μπλέ μπαλόνι στον καναπέ του σαλονιού, έσκυψα από επάνω του ακουμπώντας το πρόσωπο μου στο μάγουλο του (όπως όταν ήμασταν πολύ μικροί) και αφήνοντας δίπλα στο μαξιλάρι τον Ιππότη Της Ασφάλτου, την πίστα και τον ΚΙΤΤ που είχα αποκτήσει από τον νυχτερινό μποναμά κατά την διάρκεια της παραμονής μου στο Νοσοκομείο, ξάπλωσα δίπλα του κρατώντας του σφιχτά το χέρι.
Σε δυο λεπτά, είχα ηρεμήσει και κοιμήθηκα σαν πουλάκι... Ήταν ένα ακόμη παιδικό παροδικό βασανάκι...
σχόλια