0
LIFO PICKS

[ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ] To τέλος της πρώτης γενιάς της RAF

[Του Κώστα Θ. Καλφόπουλου] Προφίλ από δεξιά, ανφάς, προφίλ αριστερό, στα τρία τέταρτα: ένας νέος άντρας, με μαλλιά σχετικά μακριά, πυκνά, αχτένιστα, ντύσιμο νεανικό (σακάκι, πουκάμισο, t-shirt), βλέμμα κάπως κουρασμένο, σε τρία διαδοχικά κάδρα. Στην πρώτη φωτογραφία διακρίνεται ευκρινώς η προέλευσή της: εξακρίβωση στοιχείων από τα αρχεία της αστυνομίας της Φρανκφούρτης, με τα στοιχεία 68/0982. Ο Αντρέας Μπερντ Μπάαντερ λίγο μετά τη σύλληψή του ως υπόπτου για τον εμπρησμό δύο πολυκαταστημάτων στη Φρανκφούρτη. Απρίλιος 1968. Στατικές εικόνες μιας εκρηκτικής δυναμικής, που θα εκτινάξει τη σπειροειδή της βίας, στην ένοπλη σύγκρουση με το κράτος. Η Γερμανία την άνοιξη. Νόμοι εκτάκτου ανάγκης, κινητοποιήσεις, συγκρούσεις διαδηλωτών με την αστυνομία, φοιτητικό κίνημα, αντιαμερικανισμός. Ένας μήνας πριν τον Γαλλικό Μάη.

Παιδί της "γενιάς του σκεπτικισμού", όπως την περιέγραφε λίγα χρόνια νωρίτερα ο Χέλμουτ Σέλσκυ, και των Halbstarken, των "τεντιμπόηδων" του 60. Oρφανός από πατέρα, που θα χαθεί στον πόλεμο, ο Μπάαντερ θα μεγαλώσει με τη μητέρα του, η οποία δουλεύει σε κάποια εταιρεία ως γραμματέας. Τα παιδικά και σχολικά του χρόνια στο Μόναχο χαρακτηρίζονται από διαρκείς δυσκολίες προσαρμογής και από συχνές αλλαγές σχολείων. Οι σχολικοί έλεγχοι, στους οποίους θα προσφύγουν οι διώκτες του πιστοποιούν ευφυΐα και ανάρμοστη συμπεριφορά: "η εντύπωση από κάποιον, που δεν τρέφει καμιά ελπίδα παρά τις φροντίδες που έχει", λέει, δεκαετίες αργότερα, ένας ανώτερος αστυνομικός υπάλληλος που έψαξε τα σχολικά αρχεία, "ένα μείγμα επιθετικότητας και φόβου". 
Το καλοκαίρι του 69, ο Μπάαντερ, που ακόμα δεν έχει πολιτικοποιηθεί ούτε περνάει από το μυαλό του η ιδέα της σύγκρουσης μέσα από τις γραμμές μιας οργάνωσης, σύμφωνα με τα λατινοαμερικανικά πρότυπα του "αντάρτικου πόλης", θα "μπλεχτεί" σε μία φαινομενικά ανώδυνη περιπέτεια. Στο Σβάμπινγκ, μία συναυλία δρόμου, που θα διακοπεί βίαια από την αστυνομία, προκαλώντας ταραχές επί πέντε ημέρες στην πολύβουη συνοικία του Μονάχου, ο Μπάαντερ θα συλληφθεί ως συνυπαίτιος των επεισοδίων. Η μητέρα του, στη μόνη, ίσως, τηλεοπτική εμφάνισή της, το 1977, θυμάται, εκ των υστέρων, χαρακτηριστικά: "Ο Αντρέας ήρθε μετά στο σπίτι και μου είπε: 'Ξέρεις κάτι; Σε ένα κράτος, όπου η αστυνομία χτυπά με γκλομπς νέα παιδιά που τραγουδούν, αυτό σημαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά'".
Ο Μπάαντερ αφήνει το Μόναχο των παιδικών χρόνων και της εφηβείας και μεταβαίνει, όπως οι περισσότεροι νεολαίοι, ανήσυχοι και ανυπότακτοι (του Γερμανικού Στρατού), στο Δυτικό Βερολίνο, όπου δοκιμάζει την τύχη του ως ελεγκτής σε νυχτερινά βαγκόν-λι και δημοσιογράφος δικαστικού ρεπορτάζ, μπαίνοντας στον πειρασμό να οδηγήσει σαν τρελός αυτοκίνητα, που έχει φροντίσει να "απαλλοτριώσει", καθώς διάγει, ταυτόχρονα, μία μποέμικη ζωή, στη συνοικία Σαρλόττενμπουργκ, με ελεύθερη σχέση, που θα τού αποφέρει μία κόρη, τη Ζούζε, μαζί με τη ζωγράφο Έλλο Μίχελ, σε ένα μονίμως ακατάστατο σπίτι, αλλά με φρεσκοσιδερωμένα πουκάμισα, όπως απαιτούσε. Η Μίχελ, μαζί με την Τράουντλ Χάας τον θυμούνται, αλλά δεν τον αναπολούν. Η πρώτη μάλιστα εκφράζει πολλά χρόνια μετά το παράπονο  ότι από τα λάφυρα των ληστειών, ο Μπάαντερ ποτέ δε θυμήθηκε τη σύντροφο και την κόρη του. 
Ο Μπάαντερ, χωρίς θεωρητική σκευή και εμπειρία από το φοιτητικό κίνημα, σύμφωνα μάλιστα με τα λεγόμενα του Λάνγκχανς "δεν είχε ιδέα από θεωρίες", θα εντυπωσιαστεί περισσότερο από τις συνθήκες ομαδικής συμβίωσης στα κοινόβια, κυρίως στην Kommune I, όπου στο τραπέζι του φαγητού, οι συνδαιτυμόνες υψώνουν το αριστερό χέρι, κραδαίνοντας τη "βίβλο" του Μάο. Τα ενσταντανέ της εποχής, ένα μέρος από τα οποία θα δημοσιευτούν και στο βιβλίο της ΄Αστριντ Προλλ (1967-1977, Εικόνες διαφυγής), αποτυπώνουν την ανεμελιά των χρόνων, μαζί με τις εντάσεις που δημιουργούνται, μικρές ρωγμές στο κοινωνικό οικοδόμημα μιας ευημερούσας κοινωνίας: συγκεντρώσεις, χάππενινγς με μεταμφιεσμένους διαδηλωτές, σφριγηλούς νέους και ελκυστικά κορίτσια, που σφύζουν από ζωή και ενεργητικότητα. ΄Ένα από αυτά είναι η Γκούντρουν ΄Ενσσλιν, κόρη πάστορα, που εμφανίζεται σε ένα δοκιμαστικό ("Γκούντρουν, Γκούντρουν", 1967), με ψυχεδελικά μοτίβα της εποχής υπό τους ήχους ινδικής μουσικής, η οποία δεν θα περάσει απαρατήρητη από τον Μπάαντερ. Οι δυο τους θα γίνουν αχώριστοι στη ζωή και τον θάνατο, όπως τούς επιφυλάσσει ο "κόκκινος κύκλος", στον οποίο σύντομα θα βρεθούν μαζί με την Μάινχοφ, τον Μάινς και τον Ράσπε και που θα κλείσει αιματηρά τον Οκτώβριο του 1977.
Από τα "επεισόδια του Σβάμπινγκ", το καλοκαίρι του 69, μέχρι την οδό Χόφεκβεγκ 1-6 της Φρανκφούρτης, τον Ιούνη του 1972, εκεί όπου "τού την έχει στημένη" έξω από το γκαράζ της πολυκατοικίας, στα συγκλονιστικά πλάνα της εποχής, η γερμανική αστυνομία, και, κυρίως, ο απηνής διώκτης του Χορστ Χέρολντ, που απουσιάζει, όμως, παντελώς από την ταινία, ο Μπάαντερ θα διανύσει μία απόσταση τριών χρόνων, υπερπηδώντας σαν εμπόδια ληστείες τραπεζών, αστυνομικά μπλόκα, επικηρύξεις και προκηρύξεις με το καινούργιο έμβλημα της RAF, το αστέρι με το αυτόματο της Heckler&Koch, την προπαγάνδα της πράξης ενάντια στη χειραγώγηση των ΜΜΕ, βομβιστικές επιθέσεις, που ανέρχονται σε 81 τον αριθμό, τον Μάη του 71, ανταλλαγή πυροβολισμών με θανάσιμους τραυματισμούς αστυνομικών, τη δίκη του Στάμμχαϊμ και τις απεργίες πείνας, την αλληλογραφία με τα μέλη της οργάνωσης και τον σχεδιασμό νέων επιθέσεων από επίγονες οργανώσεις, που θα συνθέσουν το "ομαδικό πορτραίτο της βίας", με τα πιο μουντά, σκοτεινά χρώματα στην ιστορία της μεταπολεμικής Γερμανίας. 

ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

THE GOOD LIFO ΔΗΜΟΦΙΛΗ