ΜΕΧΡΙ ΤΟ 2050, το ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού που είναι άνω των 60 ετών θα έχει σχεδόν διπλασιαστεί, αναβαίνοντας από το 12% στο 22%. Το 2021, υπήρχαν 17 άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω για κάθε 100 άτομα ηλικίας 20 έως 64 ετών – μέχρι το 2050, η αναλογία θα είναι 29 προς 100. Τι γίνεται όμως αν αυτές οι στατιστικές δεν αποτελούν το πιο χρήσιμο εργαλείο για τη συζήτηση περί της γήρανσης του πληθυσμού; Τι γίνεται αν το «65 ετών και άνω» είναι τελικά ένας κακός ορισμός του «γήρατος»; Τι γίνεται αν η χρονολογική ηλικία δεν είναι το σωστό εργαλείο για τη μέτρησή του;
Το μόνο που πραγματικά μας λέει η χρονολογική ηλικία ενός ατόμου είναι το πόσα χρόνια βρίσκεται εν ζωή. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής ανησυχούν για στατιστικούς δείκτες όπως οι παραπάνω, επειδή χρησιμοποιούν τη χρονολογική ηλικία ως υποκατάστατο για άλλα πράγματα που πρέπει να λάβουν υπόψη, όπως ο αριθμός των ασθενών που θα χρειαστούν υγειονομική ή κοινωνική φροντίδα στο μέλλον, ο οικονομικός και δημοσιονομικός αντίκτυπος των λιγότερων εργαζομένων και των περισσότερων συνταξιούχων, και ούτω καθεξής.
Μια εργασία που δημοσιεύθηκε τον περασμένο μήνα από τους οικονομολόγους Rainer Kotschy, David Bloom και Andrew Scott υποστηρίζει ότι η χρήση της χρονολογικής ηλικίας ως απόλυτου κριτηρίου είναι «στην καλύτερη περίπτωση ελλιπής και στη χειρότερη παραπλανητική», επειδή παρέχει «περιορισμένες μόνο πληροφορίες για τη διαδικασία γήρανσης».
Ένα κρίσιμο ζήτημα που συνδέεται με την «προχωρημένη» ηλικία έχει να κάνει με το πότε θα πρέπει να λαμβάνουν οι άνθρωποι σύνταξη από το κράτος.
Είναι προφανές ότι άτομα της ίδιας ηλικίας μπορεί να διαφέρουν πολύ ως προς τη φυσική τους κατάσταση. Χρησιμοποιώντας δεδομένα από τις ΗΠΑ και την Αγγλία σχετικά με τις φυσιολογικές ικανότητες των ατόμων άνω των 50 ετών, οι Kotschy, Bloom και Scott διαπίστωσαν ότι το υγιέστερο 10% του πληθυσμού στην ηλικία των 90 ετών βρίσκεται κοντά στο ίδιο επίπεδο ευπάθειας με τον μέσο όρο των 50 ετών.
Το μέσο επίπεδο υγείας και φυσικής κατάστασης ανά χρονολογική ηλικία μπορεί επίσης να αλλάξει με την πάροδο του χρόνου. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, για παράδειγμα, οι 70χρονες γυναίκες το 2017 εμφάνιζαν περίπου τα ίδια επίπεδα κακής γενικής υγείας με τις 60χρονες γυναίκες το 1981, σύμφωνα με την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία.
Πριν από μερικά χρόνια, δύο εξέχοντες ερευνητές στον τομέα αυτό, οι Warren Sanderson και Sergei Scherbov, είχαν θέσει το εξής ερώτημα: «Θα πρέπει οι 60χρονοι στη Ρωσία το 1950 φερ’ ειπείν να θεωρούνται το ίδιο ηλικιωμένοι με τους 60χρονους Σουηδούς το 2050; Αν όχι, υπάρχει κάποια καλύτερη εναλλακτική λύση;». Η εναλλακτική λύση που προτείνουν οι ίδιοι είναι να οριστεί ως έναρξη της «τρίτης ηλικίας» το χρονικό σημείο κατά το οποίο απομένουν 15 χρόνια προσδόκιμου ζωής.
Υπό αυτό το πρίσμα, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον φαίνονται πολύ διαφορετικά. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, για παράδειγμα, το οποίο απολάμβανε μεγάλη αύξηση του προσδόκιμου ζωής μέχρι την τελευταία δεκαετία, ο αριθμός των ατόμων άνω των 65 ετών αυξήθηκε από 8,3 εκατ. το 1981 σε 11,7 εκατ. το 2017, αλλά ο αριθμός των ατόμων με προσδόκιμο ζωής κάτω των 15 ετών μειώθηκε από 8,1 εκατ. σε 7,4 εκατομμύρια.
Ένα κρίσιμο ζήτημα που συνδέεται με την «προχωρημένη» ηλικία έχει να κάνει με το πότε θα πρέπει να λαμβάνουν οι άνθρωποι σύνταξη από το κράτος.
Τα τελευταία χρόνια έχουν πολλαπλασιαστεί τα νέα «ρολόγια» που στοχεύουν στη μέτρηση της «βιολογικής ηλικίας» ενός ατόμου με βάση μετρήσεις όπως οι πρωτεΐνες στο αίμα. Θα μπορούσαν μια μέρα να χρησιμοποιηθούν για τον προσδιορισμό της ηλικίας συνταξιοδότησης κάθε ατόμου, δεδομένου ότι οποιοδήποτε σύστημα που χρησιμοποιεί τη χρονολογική ηλικία ή το μέσο προσδόκιμο ζωής είναι άδικο για τους φτωχότερους ανθρώπους που ζουν μικρότερη διάρκεια ζωής;
Ο Andrew Scott μας λέει ότι δεν είναι σίγουρος ότι οι άνθρωποι θα το δεχόντουσαν αυτό, ακόμη και αν αυτά τα «ρολόγια» αποκτήσουν πλήρη επιστημονική ισχύ. «Μπορείτε να φανταστείτε», αναρωτιέται, «δύο ανθρώπους με την ίδια ηλικία, την ίδια δουλειά... αλλά ο ένας τους να παίρνει σύνταξη τρία χρόνια νωρίτερα;».
Δεν υπάρχει προς το παρόν κάποιο άλλο ιδανικό κριτήριο που να μπορεί να αντικαταστήσει τη χρονολογική ηλικία ως μέτρο της γήρανσης του πληθυσμού. Αυτό που μπορεί να κάνει κάποιος είναι να αναζητήσει έναν διαφορετικό ορισμό του «γήρατος» από το άθροισμα των ετών που μας βαραίνουν, αντιμετωπίζοντας συγχρόνως αυτές τις τρομακτικές στατιστικές σχετικά με τους γοργούς ρυθμούς γήρανσης περισσότερο ως πρόκληση παρά ως πεπρωμένο.
Με στοιχεία από Financial Times