ΔΙΑΒΑΖΩ, όπως η μισή Ελλάδα, τις εξελίξεις στο τροχαίο με την Πόρσε. Η τελευταία είδηση που είδα ήταν ότι ο οδηγός, μόλις έμαθε ότι έγινε το τροχαίο, άρχισε να φωνάζει ότι «καταστράφηκε». Σήμερα, με αφορμή αυτή την τραγωδία, θα σας μιλήσω για τον όρο «affluenza» και την ταξική διάσταση της οδήγησης υπό την επήρεια αλκοόλ.
Το καλοκαίρι διάβασα ένα βιβλίο με τίτλο «Not That Rich». Πρόκειται για ένα «αυγουστιάτικο» μυθιστόρημα που περιγράφει τη ζωή κάποιων ζάπλουτων εφήβων σ’ ένα πανάκριβο ιδιωτικό σχολείο. Η συγγραφέας, Belinda Lei, έχει ζήσει στο πετσί της όσα περιγράφει και το βιβλίο της είναι μια σατιρική αναδρομή στα κολεγιακά της χρόνια. Ένας από τους χαρακτήρες, ο οποίος στη διάρκεια της αφήγησης δείχνει με κάθε τρόπο ότι πιστεύει πως δεν τον αγγίζει απολύτως τίποτα επειδή ο πατέρας του είναι Κινέζος δισεκατομμυριούχος, πίνει ουίσκι ενώ οδηγεί τη Lamborghini του «για να ξεφύγει απ’ τα προβλήματα της ζωής του». Χτυπάει ένα νεαρό αγόρι με το αμάξι και το σκοτώνει επιτόπου. Ξυπνάει στο νοσοκομείο με τα χέρια δεμένα με χειροπέδες και αργεί να συνειδητοποιήσει τι έχει συμβεί. Όταν του λένε ότι χτύπησε κάποιον, απαντά «είναι η καλύτερη μέρα της ζωής του, θα πάρει αποζημίωση». Όταν τον ενημερώνουν ότι τον σκότωσε, «μια ξαφνική αίσθηση πανικού τον κυρίευσε».
«Μπαμπά, θα πάω φυλακή; Δεν μπορείς να μ' αφήσεις να πάω φυλακή. Μπορείς να τους πληρώσεις και να μ' αφήσουν να φύγω. Μπορούμε να πληρώσουμε την οικογένεια του αγοριού όσα είναι και θα είναι όλα εντάξει».
Η κοινωνική ευθύνη, σκέφτομαι, έχει αρχίσει να φαίνεται σαν χαρακτηριστικό «χαμηλής τάξης». Το νοιάξιμο, το ενδιαφέρον για τις συνέπειες, το να μετράς τον διπλανό σου μοιάζουν ολοένα και περισσότερο με χαρακτηριστικά των «μη εχόντων».
Αργότερα, ο δικηγόρος του Jack τού εξηγεί ότι στο δικαστήριο θα ζητήσουν αθώωση ή ελάττωση της ποινής, επικαλούμενοι «affluenza». Toυ εξηγεί ότι «η affluenza είναι κάτι που αφορά παιδιά σαν εσένα, πολύ πλούσια και πολύ προνομιούχα. Επειδή δεν είχαν ποτέ κάποιον να τους βάλει όρια, ζουν μια ζωή χωρίς κίνητρο, με αίσθημα απομόνωσης και πλήρη απαξία για κανόνες και συνέπειες».
Ο Jack είναι φανταστικός χαρακτήρας, αλλά η υπόθεση που εμπνέει τη συγγραφέα δεν είναι. Μέσω του Jack, μας θυμίζει την υπόθεση του Ethan Couch, που είχε απασχολήσει πολύ την ειδησεογραφία των ΗΠΑ το 2013. Ο Ethan Couch, στα 16 του χρόνια, οδηγούσε μεθυσμένος στους δρόμους του Τέξας και σκότωσε τέσσερις ανθρώπους, ενώ τραυμάτισε άλλους εννιά. Οι δικηγόροι του επικαλέστηκαν, πρώτη φορά στα δικαστικά χρονικά απ’ ό,τι μπόρεσα να βρω, «affluenza». Ισχυρίστηκαν δηλαδή ότι, επειδή οι γονείς του ήταν πάρα πολύ πλούσιοι, ο Ethan Couch δεν μεγάλωσε με κανόνες και όρια και άρα δεν είχε την ικανότητα να σκεφτεί ότι «δεν πρέπει» να οδηγεί μεθυσμένος.
Ως «affluenza» −στα ελληνικά θα μεταφραζόταν ίσως ως «πλουσιίτιδα»− ορίζεται ο διαφορετικός τρόπος αντίληψης του κόσμου από τους πάρα πολύ πλούσιους. Θεωρείται ψευδοεπιστημονικός όρος, αυτό ωστόσο δεν τον εμπόδισε να φτάσει στη δικαστική αίθουσα. O Mark O’Mara, αναλυτής νομικών ζητημάτων στο CNN, σχολιάζοντας την υπόθεση έγραψε «ήταν απρόσμενο το θράσος που συνόδευε τη χρήση του επιχειρήματος της “affluenza” στο δικαστήριο. Ωστόσο, αυτό που με άφησε ενεό ήταν ότι το δικαστήριο το δέχτηκε». Πράγματι, το δικαστήριο καταδίκασε τον Ethan Couch σε μια πολύ ελαφριά ποινή για το έγκλημά του, αποφασίζοντας «καταδίκη» σε «επιτήρηση» και είσοδο σε «κλινική αποκατάστασης». Ένα χάδι.
Τώρα, γιατί τα γράφω αυτά; Τα γράφω γιατί πια είμαστε, έστω διανοητικά, κοινωνοί μιας παγκόσμιας ιδέας για τη δικαιοσύνη. Γιατί πλέον δεν είναι δύσκολο να βρούμε παραδείγματα στα οποία η τάξη ή η οικονομική άνεση είναι λόγοι για διαφορετική μεταχείριση από τις «Αρχές», όποιες κι αν είναι αυτές. Τα γράφω γιατί μια λέξη που αφορά μια άλλη κοινωνία, ένα εντελώς άλλο νομικό σύστημα, φαίνεται να είναι κοινός τόπος και στην Ελλάδα. Στη δημοκρατία, όποια δημοκρατία, ένα από τα πρώτα πράγματα που μαθαίνουν τα παιδάκια είναι ότι «όλοι είμαστε ίσοι ενώπιον του νόμου». Και μετά έρχεται η ζωή, ξανά και ξανά, η δική μας και των άλλων, να αποδομήσει κάτι που διδαχτήκαμε ως μια πολύ στέρεα, παγιωμένη αλήθεια.
Υποθέτω ότι στην Ελλάδα είναι πολύ λίγοι όσοι δεν έχουν δει βιωματικά τη σύνδεση μεταξύ οικονομικής άνεσης και μεθυσμένης οδήγησης. Δεν χρειάζομαι στατιστικά, βολτάρω παραλιακή και έχω δει τις συμπεριφορές έξω από μπαρ στα hot spots των Κυκλάδων. Υπάρχει ένα «εμένα δεν με αγγίζει τίποτα» στα χέρια πολλών οδηγών που είναι λιώμα και βάζουν μπροστά τη μηχανή. Και ακόμη περισσότερο, ένα «δεν με νοιάζει και να γίνει κάτι, εγώ θα τη βρω την άκρη, πάντα τη βρίσκω».
Η κοινωνική ευθύνη, σκέφτομαι, έχει αρχίσει να φαίνεται σαν χαρακτηριστικό «χαμηλής τάξης». Το νοιάξιμο, το ενδιαφέρον για τις συνέπειες, το να μετράς τον διπλανό σου μοιάζουν ολοένα και περισσότερο με χαρακτηριστικά των «μη εχόντων». Οι έχοντες, αν κρίνω από την κουλτούρα που με περιβάλλει, «κάνουν ό,τι θέλουν». Είναι υπεράνω όλων. Βασικά χαρακτηριστικά της δημοκρατίας έχουν επαναπροσδιοριστεί ως «συμβιβασμοί των μη επιτυχημένων και πλούσιων».
Το δυστύχημα στα Χανιά δεν είναι από μόνο του απόδειξη κάποιας παθογένειας. Ωστόσο, με τον τρόπο που βλέπω εγώ τον κόσμο, είναι ένα ακόμη λιθαράκι στον φράχτη που χτίζεται ανάμεσα στους «έχοντες» και τους «μη έχοντες». Και μία ακόμη αφορμή, ο κόσμος, ο πολύς και καθημερινός, να νιώσει αδικία και δυσπιστία απέναντι στις Αρχές, που υποτίθεται ότι τον διαφυλάττουν ή αποδίδουν δικαιοσύνη.