"Πάρε τηλέφωνο τη μοναξιά σου, ή βγες ξανά στο δρόμο της φωτιάς ". Ο αγαπημένος της στίχος, από τον "Ηλεκτρικό Θησέα", του Παύλου. Κάθε φορά που τσακωνόμαστε, το πρόσωπό της ροδοκοκκινίζει. Με κοιτάζει με τα αμυγδαλωτά της μάτια και μου χαμογελάει, ύπουλα και σαρδόνια. Κλείνει την πόρτα πίσω της, χοροπηδώντας ανέμελα εδώ και εκεί, τραγουδώντας αυτόν το στίχο. Και πάντα τη σταματάω,της Κλείνω το στόμα και τη φιλάω. Μου φωνάζει, γκρινιάζει που δεν την αφήνω να τραγουδήσει. "Θα τραβήξω το δρόμο της φωτιάς και θα την κάνω, ε! " με περιπαιζει. Και κάπως έτσι, ποτίζει στάλα-στάλα με βενζίνη, κάθε απομεινάρι μου. Κάθε μου κομμάτι που φύλαγα μόνο για μένα, για να μου δίνει κουράγιο και δύναμη τις νύχτες που δε θα πλαγιάζει μαζί μου στο κρεβάτι μας, για τα πρωινά που θα ξυπνάω χωρίς να νιώθω την ανάσα της στο στέρνο μου. Μεγαλοδύναμε και μεγάλε κριτή, αν βρίσκεσαι κάπου εκεί ψηλά, κάνε αυτή η μέρα να αργήσει. Είμαι ερωτευμένος μαζί της, όπως ακριβώς την πρώτη μέρα που την αντίκρισα.
Σήμερα το πρωί όλα έμοιαζαν αλλιώτικα. Θα έλεγε κανείς πως ήταν μια απλή και συνηθισμένη μέρα στην πόλη. Ένα άχαρο ρουτινιασμένο πρωινό, μια ψυχρή Δευτέρα, μια ακόμη αφορμή για γκρίνια από μικρούς και μεγάλους, ένα κλασσικό ξεκίνημα της εβδομάδας. Από την στιγμή που ξύπνησα όμως με κατακλύζει ένα περίεργο συναίσθημα , που δεν με έχει αφήσει σε ησυχία μέχρι και τώρα. Βρίσκομαι στο αγαπημένο μας καφέ και απολαμβάνω την ασυνήθιστη λιακάδα, προσπαθώντας να βρω τα κατάλληλα λόγια για να εκφράσω τη σκέψη μου. Αν υπήρχε βαθμός δυσκολίας για την έκφραση κάθε συναισθήματος ξεχωριστά, σίγουρα αυτό θα έπαιρνε Άριστα 10. Με τόνο. Δεν είμαι λυπημένος. Εννοώ, τίποτα δεν πάει στραβά, σωστά; Έχω την δουλειά και την υγεία μου, συζώ με τον έρωτα της ζωής μου... Τίποτα δεν φαίνεται να βρίσκεται στο λάθος δρόμο. Και έτσι, όσο αναλογίζομαι την πληρότητα μου... Αισθάνομαι κενό. Το συναίσθημα που ξεκινάει από τις άκρες των ποδιών σου, ανεβαίνει γρήγορα και σταθερά μέχρι το κεφάλι σου, ακινητοποιεί τα άκρα σου και τελικά εγκαθιστάται στο στομάχι σου, με τη μορφή ενός τεράστιου κόμπου.
Ξέρω πως θέλω να περάσω μαζί της όλη την υπόλοιπη ζωή μου. Ξαφνικά, τα μέρη που δεν έχω επισκεφτεί πότε μαζί της, μοιάζουν τραγικά άδεια χωρίς αυτή. Αφήνω τη μορφή της να κατακλύσει τη σκέψη μου. Στο μυαλό μου είναι εκεί, στο σπίτι, να με περιμένει.
Αποφασίζω να κάνω μια βόλτα στο κέντρο, πάει καιρός από την τελευταία φορά που βρέθηκα εδώ. Πόσο πέρασε; 2 μήνες ; 3 ; Σίγουρα πρέπει να σταματήσω να είμαι τόσο αφηρημένος. Περπατώντας στον πεζόδρομο κάτω από τα μνημεία και τα μάρμαρα, το βήμα μου διακόπτεται στην όψη ενός μικρού παιδιού, που με κοιτάζει χαμογελώντας, ενώ ταυτόχρονα παίζει κιθάρα και χτυπάει ρυθμικά με το πόδι του ένα είδος τύμπανου. Περιμένω να τελειώσει το κομμάτι του, ώστε να μπορέσω να το συγχαρώ για το παίξιμό του. Είναι-δεν είναι γύρω στα 10 . Κάθομαι δίπλα του, αφήνει την κιθάρα κάτω, και με κοιτάζει επιφυλακτικά καθώς προσπαθώ να του σφίξω το χέρι.
"Πόσο χρονών είσαι;", το ρωτάω.
"9" , μου απαντάει και γουρλώνω το βλέμμα μου στην έκπληξή μου.
"Και τι κάνεις εδώ μικρό μου, μόνο σου;"
Ξαφνικά νιώθω άσχημα, καθώς όλη αυτή την ώρα δεν είχα προσέξει πως το μικρό αυτό αγγελούδι έστεκε ρακένδυτο στον φωτεινό μα συνάμα παγερό ήλιο. Βάζω το χέρι μου στην τσέπη , και βγάζω ένα χαρτονόμισμα. "Να, ορίστε, μου άρεσε πολύ η μουσική σου."
"Δεν ζητιανεύω, να το ξέρετε. Μπορεί το φαγητό μας στο σπίτι να μη φτάνει για όλους, και να μην έχω καλά και ακριβά ρούχα και παιχνίδια σαν τα άλλα παιδιά, αλλα δε ζητιανεύω. Μα να, τώρα που μεγάλωσα ερωτεύτηκα βλέπετε, και αυτό το κορίτσι το αγαπώ πολύ και παίζουμε μαζί σε κάθε διάλειμμα, και νομίζω πως μ'αγαπάει και αυτή, και για αυτό θέλω να της αγοράσω ένα λουλούδι, έτσι πρέπει,πρέπει να το μάθει." μου αποκρίνεται, χωρίς να προλάβει να πάρει ούτε μια ανάσα.
Στέκω μπροστά του με δέος, για δες τον ενθουσιασμό του.
"Και πως την λένε;" ρωτάω με μάτια γουρλωμένα από ενδιαφέρον.
"Δεν ξέρω" μου γνέφει. "Δεν έχει σημασία, την αγαπάω!" το πρόσωπό του φωτίζει.
"Και για πες, τι κάνετε μαζί , τι σε κάνει να την αγαπάς;" το ενδιαφέρον παραμένει αμείωτο.
"Τα πάντα! Τα άλλα παιδιά με κοροϊδεύουν... Μου λένε οτι δεν είναι όμορφη.. Αλλά σιγά! Λες και αυτοί είναι τίποτα ωραίοι". Κάνει μια γκριμάτσα αηδίας. "Την βλέπω κάθε πρωί στο σχολείο, στο δεύτερο διάλειμμα. Γελάει και τραγουδάει δυνατά, οπότε πάντα ξέρω που είναι. Παίζουμε συνέχεια μαζί και κάθε μεσημέρι που γυρίζω σπίτι θέλω να έρθει το άλλο πρωί για να την ξαναδώ. Άρα την αγαπάω."
Πλέον δεν έχω τι άλλο να ρωτήσω, νιώθω πως η "αγάπη" των μικρών παιδιών είναι ο,τι πιο ειλικρινές και πηγαίο μας χρειάζεται για να δούμε τη ζωή όπως πρέπει. Πηγαίνω με το μικρό μέχρι το κοντινότερο ανθοπωλείο. Του αγοράζω μια μεγάλη -ίσως και μεγαλύτερη απο το παιδί- ανθοδέσμη με κόκκινα τριαντάφυλλα. Η ευτυχία είναι ζωγραφισμένη στο προσωπό του. Με αγκαλιάζει , με ευχαριστεί και φεύγει.
Σκέφτομαι να της αγοράσω λουλούδια, στο δρόμο προς το σπίτι. Γιασεμί, το αγαπημένο της. Φαντάζομαι το πρόσωπό της κατακλυσμένο από ένα τεράστιο χαμόγελο, και αυτή η σκέψη μου βασανίζει μυαλό για αρκετά λεπτά , μέχρι που το βήμα μου ξαφνικά βραδύνεται, αφού μπροστά μου περπατάει ένα ζευγάρι εφήβων. Δεν ακούω πολύ καλά , αλλά μάλλον τσακώνονται,
"Και πήγες και έκανες like στην καριόλα! " φωνάζει η κοπέλα.
"Μα ρε μωρό μου σου είπα τόσες φορές δεν παίζει τίποτα, ξεκόλλα πια!" απαντάει αυτός.
Ξαφνικά σταματούν το περπάτημα και εγώ ως γνωστός αδιάκριτος παρατηρητής, στέκομαι εκεί κοντά, παριστάνοντας τον αδιάφορο.
"Δε μ'αγαπάς ρε , δε μ'αγαπάς, αν με αγαπούσες δεν θα της έκανες like όλη μέρα!" κλαψουρίζει.
"Ρε Μαρία ειλικρινά φτάνει, σε βαρέθηκα , και εσένα και τη γκρίνια σου!" φωνάζει αυτός. Είναι γύρω στα 16-17, και οι δύο αρκετά εκνευρισμένοι ώστε να αγνοούν τα αδιάκριτα και μη βλέμματα γύρω τους.
Κοιτάζονται για λίγο και πλησιάζουν ο ένας τον άλλο. Ξαφνικά δίνουν ένα παθιασμένο φιλί, που θα ζήλευαν και οι πιο ρομαντικές ταινίες. "Θα σταματήσουμε να τσακωνόμαστε ποτέ;" τη ρωτάει γελώντας. "Ποτέ", αποκρίνεται αυτή, με το πρόσωπο της να προσπαθεί να αποφασίσει αν θα γελάσει ή αν θα ξεσπάσει σε δάκρυα.
Απομακρύνομαι και συνεχίζω στο δρόμο μου. Είχα δίκιο για τη σημερινή μέρα. Είναι γεμάτη συναισθήματα. Πάντα μου άρεσε να παρατηρώ τον κόσμο γύρω μου, αλλά όσα είδα σήμερα, είναι ακριβώς αυτό που ήθελα, για να πάρω τη δύναμη που χρειαζόμουν. Η πιο μεγάλη δύναμη, είναι η δύναμη της αγάπης, κόντευα να το ξεχάσω.
Το βήμα μου φτάνει μέχρι τα παλιά σοκάκια, στα οποία στεγάζονται τα παλαιοβιβλιοπωλεια. Από παιδί μου άρεσε να περνάω τις ώρες μου εδώ, διαβάζοντας και ανακαλύπτοντας αφηγήσεις από κάθε μεριά του κόσμου. Εδώ, ένα απόγευμα του Απρίλη, την είχα γνωρίσει. Ήταν αφοσιωμένη σε ένα βιβλίο του Μπουκόφσκι, άγνωστος σε εμένα τότε. Με εντυπωσίασε η ανεμελιά της. Εντάξει, ίσως να ήταν και το ασυνήθιστο της ντύσιμο με το κοντό λευκό φουστάνι, το δερμάτινο μπουφάν και τις μαύρες αρβύλες. Τα μαλλιά της κόκκινα σαν τη φωτιά, πιασμένα σε μια χαλαρή πλέξουδα. Ήξερα ότι έπρεπε να της μιλήσω.Έτσι και έγινε. Διάβαζε το "Μπλε πουλί", ένα ποίημα που αγάπησα όσο και αυτήν, και έχει σηματοδοτησει τη σχέση μας μέχρι και σήμερα.
Μπαίνω μέσα, χαιρετωντας τους ιδιοκτήτες που με γνωρίζουν από παιδί. Ψάχνοντας στα βιβλία της εγχώριας λογοτεχνίας, το βλέμμα μου προσγειώνεται σε ένα μεγάλο βιβλίο με δερμάτινο εξώφυλλο, χωρίς τίτλο. Το ανοίγω τυχαία σε κάποια σελίδα, και διαβάζω τις παρακάτω γραμμές: "Και έτσι γέρασαν μαζί. Ήταν πολύ αργά για να χάσουν ο ένας τον άλλο. Της έφερνε λουλούδια κάθε μέρα μετά τη δουλεια.Αυτή τα τοποθετούσε στο ανθοδοχειο της κουζίνας, και του χαμογελούσε. Μέχρι που μια μέρα έφτασαν 70, και οι δύο κατάκοιτοι στο κρεβάτι. Δεν μπορούσε πια να της φέρει γιασεμι . Έτσι, η κόρη τους έκλεβε λίγο Γιασεμί από τον δίπλα κήπο, και το έκρυβε κάτω από το μαξιλάρι της μητέρας της, κάθε πρωί. Αυτή τότε φορούσε το καλύτερο της χαμόγελο, και τον παρακινουσε να θυμηθούν τις στιγμές του έρωτα τους.Και έτσι έφυγαν μαζί."
Τώρα πια είμαι σίγουρος, και έτοιμος να επιστρέψω σπίτι. Ξέρω πως θέλω να περάσω μαζί της όλη την υπόλοιπη ζωή μου. Ξαφνικά, τα μέρη που δεν έχω επισκεφτεί πότε μαζί της, μοιάζουν τραγικά άδεια χωρίς αυτή. Αφήνω τη μορφή της να κατακλύσει τη σκέψη μου. Στο μυαλό μου είναι εκεί, στο σπίτι, να με περιμένει.
Τα απομεινάρια μου πλέον φλαιγονται, καθώς γδύνεται και με αφήνει να ταξιδεύω για ώρες στο κορμί της. Είναι εδώ, δηλητηριάζοντας γλυκά κάθε εκατοστό του κορμιού μου.
Φεύγω και κατευθυνομαι προς το διαμέρισμα. Οι πρωινές μου σκέψεις φαντάζουν ανούσιες. Στρίβω Το κλειδί της πόρτας και μπαίνω μέσα τρέχοντας.
"Αγάπη μου, γύρισα! " φωνάζω.
Δεν απαντάει κάνεις. Η φωνή μου αντηχεί στους τοίχους του διαδρόμου, ακόμα δεν έχω απόκριση.
"Μικρό φωτεινό πλάσμα;" φωνάζω γελώντας. Τίποτα. Ορμω στο δωμάτιο. Περνουν λίγα δευτερόλεπτα, μέχρι να συνείδητοποιησω πώς τα πράγματα της δεν είναι στη συνηθισμένη θέση τους. Ανοίγω τη ντουλάπα, είναι άδεια. Το χαμόγελο μου έχει αντικατασταθει από βλέμμα τρόμου και πανικού. Πού πήγε; Αν έχει πάθει κάτι;
Το κινητό της είναι ακόμα πάνω στο τραπέζι. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και προσπαθώ να συνέλθω. Ανοίγω την πόρτα του μπάνιου και καθαρίζω βιαστικά το ιδρωμένο πρόσωπό μου.
Οι ώρες περνούν. Δεν έχει έρθει ακόμη.
Από εκείνη την ημέρα, δεν την ξαναείδα ποτε. Τη θέση της στο κρεβάτι πήρε κάποια άλλη,και εγώ περνώ τα χρόνια μου τιμωρωντας με που ποτέ δεν την άφησα να μου τραγουδήσει. Ο δρόμος της φωτιάς, ήταν ο δικος της δρόμος.
σχόλια