Έχετε πάρει ποτέ οξυγόνο;***

Έχετε πάρει ποτέ οξυγόνο;*** Facebook Twitter
0
Έχετε πάρει ποτέ οξυγόνο;*** Facebook Twitter
Και σε έναν ουρανό, ζωγραφιστό, φόντο στα όνειρά μου, δεν είναι παράξενο πως τούτο το πιτσιλισμένο μ' άστρα σκοτάδι, φωτίζει τόσο τη καρδιά μου;

Το δωμάτιο μας στο χωριό το λέμε σοφίτα. Σοφίτα δεν είναι, αλλά είναι ψηλότερα απ' τ' άλλα δωμάτια του σπιτιού, πάνω απ' το κατώϊ, είναι το μικρότερο και έχει δυο παράθυρα με θέα. Στον ουρανό. Στον κόσμο. Στο σύμπαν.


Στην Αθήνα, πριν κοιμηθούμε, αφιερώνουμε τουλάχιστον ένα δεκάλεπτο στο να ασφαλίσουμε το σπίτι, να ελέγξουμε κλειδαριές, σύρτες, συναγερμούς, ενώ η μέρα μας τελειώνει πάντα με το παιχνίδι των 10 ερωτήσεων: "Κλείδωσες; Το παράθυρο το έκλεισες; Συναγερμό έβαλες;" και πάει λέγοντας. Δεν είναι μόνο θέμα ασφάλειας, στην πραγματικότητα δεν υπάρχει λόγος να μείνει κάτι ανοιχτό.


Στη σοφίτα αντιθέτως, τα παράθυρα δεν κλείνουν ποτέ. Ακόμη κι όταν φυσάει, πολύ εννοώ, ή βρέχει όπως φέτος ή ο καιρός ψυχραίνει κι ας είναι Αυγουστος, τα παράθυρα μένουν ανοιχτά. Μέρα, νύχτα. Και από αυτά τα παράθυρα μπαίνουν στο δωμάτιο το φως της αυγής, οι μυρωδιές του χωριού, οι θόρυβοί του και κείνο τ' αεράκι που με χαϊδεύει δροσερά τις νύχτες και με ξυπνά ανυπόμονα σχεδόν κάθε πρωί.

Mε κάθε ανάσα, αυτό που μπαίνει μέσα μου, ανοίγει τα πνευμόνια μου, την καρδιά μου, το μυαλό μου, το σώμα μου.


Κάποτε έμαθα πως η ευτυχία είναι στιγμές. Προφανώς. Αν ήταν συνεχής κατάσταση, θα ήμασταν όλοι όχι ευτυχισμένοι, αλλά χαζοχαρούμενοι. Αφού λοιπόν είναι στιγμές, εγώ κάθε Αύγουστο μαζεύω κάμποσες απ' αυτές, να' χω να νοσταλγώ τα κρύα βραδια του χειμώνα. Ας πούμε τις στιγμές που κοιτώ το τοπίο από το βορεινό παράθυρο, μέσα απ' τις χαραμάδες που αφήνουν τα κλαδιά μιας μικρής κορομηλιάς, τα σπίτια του χωριού, όλα με κόκκινη σκεπή, όλα να ξεπροβάλουν μέσα απ' το πράσινο φόντο τους και πέρα το βουνό, κάποιο κομμάτι απ' τα Λευκά όρη, όχι τόσο λευκά τούτο το μήνα, μα πάντα μεγαλειώδη. Ή τις στιγμές που ξυπνώ ψάχνοντας το σεντόνι μου, αφού ο αέρας με έχει παραχαϊδέψει και κρυώνω, οπότε τυλίγομαι ολόκληρη μ'αυτό και του κρύβομαι, αφήνοντας έξω μόνο το πρόσωπό μου, γυρισμένο προς το παράθυρο. Για να ανασαίνω. Όλο και πιο πολύ.


Έχετε πάρει ποτέ οξυγόνο; Οξυγόνο του νοσοκομείου εννοώ, που μοιάζει με άπλετο, καθαρό αέρα. Εγώ έχω πάρει. Και παίρνω και κάθε Αυγουστο, βάζοντας τη μούρη μου στο παράθυρο, κατά τις τρεις το πρωι. Βέβαια αυτό προϋποθέτει να υποφέρεις από αϋπνίες, η περίπτωσή μου δηλαδή ή να έχεις φάει μια μικρή πετριά στο κεφάλι, πάλι η περίπτωσή μου δηλαδή, αλλά αξίζει τον κόπο. Γιατί με κάθε ανάσα, αυτό που μπαίνει μέσα μου, ανοίγει τα πνευμόνια μου, την καρδιά μου, το μυαλό μου, το σώμα μου. Και κάθομαι εκεί, μεσ' το σκοτάδι, προσπαθώντας να μην ξυπνήσω τον άντρα μου, αφού με κάθε ανάσα, μόνο του σχηματίζεται στο πρόσωπό μου ένα χαμόγελο, κι άλλο, κι άλλο και μετά το βρισκω αστείο όλο αυτό και το χαμόγελο γίνεται χαρά και γελάω, γελάω, και στις τρεις το πρωι, μόνη μου μέσα στο σκοτάδι, είμαι τόσο ευτυχισμένη, μα τόσο ευτυχισμένη, που δεν λέγεται. Ωσπου ξυπνάει ο καλός μου απορημένος και προσπαθεί να καταλάβει τι κάνω, αλλά μέσα στον ύπνο του τον πείθω ότι παράκουσε. "Κοιμήσου τώρα, τίποτα δεν έχω". Πάντως αν χρειαστώ δικαιολογία, θα του πω απλώς ότι το χωριό του αντί για οξυγόνο, έχει αέριο γέλιου, πράγμα που πραγματικά θεωρώ πολύ πιθανό. Εκτός αν είναι αέριο ευτυχίας.


Μετά, μένω να κοιτώ τον ουρανό, που φαίνεται απ' το ανατολικό παραθυρο. Τον κοιτώ γιατί εδώ τον βρίσκω όπως θα' πρεπε να είναι, όπως τον περιγράφουν τα βιβλία του δημοτικού και οι ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, ένας ουρανός μ' αστέρια. Όμορφος, σκοτεινός, μυστηριώδης, ερωτικός. Ένας ουρανός απελευθερωτικός, έντεχνος, μαγικός και ξένος. Αλλά πάντα ευδιάκριτος και προσπελάσιμος στους ανόητους ρομαντικούς σαν και μένα. Σαν κι εμάς.


Οπότε τα παράθυρα της σοφίτας θα μείνουν ανοικτά ώσπου να φύγουμε για το σπίτι, για τα κλειστά παράθυρα της πρωτεύουσας. Θα μείνουν ανοικτά, με κίνδυνο ν' αρπάξουμε κανένα κρυολόγημα καλοκαιριάτικα, ανοικτά στην αυγουστιάτικη δροσεράδα του χωριού, στις μυρωδιές που έρχονται από τον κήπο, στους θορύβους μιας νύχτας που μοιάζει τόσο αθώα, σχεδόν νεογέννητη μπροστά στις νύχτες της πόλης, μπορεί άραγε να είναι; Και σε έναν ουρανό, ζωγραφιστό, φόντο στα όνειρά μου, δεν είναι παράξενο πως τούτο το πιτσιλισμένο μ' άστρα σκοτάδι, φωτίζει τόσο τη καρδιά μου;

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ