O Nίτσε το έλεγε στον καιρό του: όσο οι μοντέρνες κοινωνίες γίνονται πιο χλιαρές και ειρηνικές στα ήθη τους, τόσο πιο πολύ και οι παραμικρές αμυχές στα άτομα περνούν για μεγάλες, αγιάτρευτες πληγές. Ήθελε, βέβαια, να πει πως, κατά παράδοξο τρόπο, οι άνθρωποι του φιλελεύθερου πολιτισμού υπερβάλλουν τους φόβους, τις οδύνες και τις κακουχίες τους.
Εδώ, φυσικά, χρειάζεται λίγη προσοχή: ο Νίτσε ήταν εχθρικός προς τη δημοκρατία και δεν είχε και καμιά έγνοια για τους απόκληρους και τους φτωχούς του καιρού του. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι τα λόγια του φωτογραφίζουν ήδη όσους έχουν κατακτήσει ένα επίπεδο ασφάλειας στη ζωή τους και επομένως μπορούν να μετρούν και να ξαναμετρούν τις πληγές τους. Αντίθετα, για τους μη εξασφαλισμένους, για τους μετέωρους και τους «απέξω», οι πληγές μπορεί να είναι αληθινά τραύματα και όχι ανεπαίσθητες αμυχές.
Ας δούμε, όμως, και την αλήθεια στην παραπάνω διαπίστωση του μεγάλου ειρωνικού στοχαστή της νεωτερικότητας. Στις σύγχρονες κοινωνίες η παραγωγή και ανταλλαγή φόβων συνοδεύει σταθερά την πολιτική. Λίγα παραδείγματα από την πρόσφατη σοδειά αρκούν. Το πλαστικό χρήμα; Μα, δεν ξέρετε ότι είναι μέσο για τον έλεγχο του πληθυσμού από κυβερνήσεις και τράπεζες; Τα προσφυγικά ρεύματα; Ένας τρόπος για τη διάλυση χωρών και τελικά της ίδιας της Ευρώπης. Οι λόγοι για μεταρρυθμίσεις και αλλαγές; Απλώς μια κομψή γλώσσα για να περάσει η πολιτική της λιτότητας και οι συνταγές φτηνής επιβίωσης.
Στη νεο-μνημονιακή συνθήκη βλέπουμε να γίνεται δύσκολη έως αδύνατη μια κλασική πολιτική του φόβου. Ο αντιστασιακός εθνικισμός ή ακόμα και η αντι-νεοφιλελεύθερη γενικολογία ηχούν φαιδρά ανάμεσα σε προαπαιτούμενα και αξιολογήσεις από «Κουαρτέτα».
Κάποιες από τις παραπάνω απαντήσεις στηρίζονται και σε πραγματικά δεδομένα. Είναι όμως φοβίες που έχουν γίνει γνώμες και στη συνέχεια αφοπλιστικές βεβαιότητες. Ένα μείγμα μισών αληθειών και τερατολογίας που θέλει να συνοψίσει την πραγματικότητα σε πέντε-έξι συνθήματα.
Το μεγάλο πρόβλημα με αυτές τις φοβίες είναι ότι αδρανοποιούν τους ανθρώπους. Ευνοούν μια ακίνητη, αλαζονική και μαζί αυτομαστιγωτική κουλτούρα. Αποκόπτουν την κοινωνία από το μέλλον της, από τη ζωντανή σχέση που μπορεί να αναπτύξει με αδοκίμαστες δυνατότητες.
Κάπου εδώ, ωστόσο, θα συναντήσουμε και ένα άλλο, πιο γενικό πρόβλημα. Δύο δεκαετίες τώρα, διανοούμενοι και πολιτικοί σε ολόκληρη τη Δύση κατακρίνουν τους φόβους των απλών ανθρώπων. Με κηρύγματα εκσυγχρονιστικού δυναμισμού ενοχοποιούν κάθε φόβο ως παράλογο και παρωχημένο. Καλούν έτσι τους πολίτες να μη φοβούνται την παγκοσμιοποίηση, τη μετανάστευση, τις τεχνολογικές και οικονομικές καινοτομίες. Αντί όμως να εξηγήσουν τα προβλήματα πολιτικά, δίνουν δωρεάν μαθήματα θάρρους. Και αντί να παραδεχτούν ότι δεν είναι όλοι οι φόβοι ανορθολογικοί και ανήθικοι, αρνούνται να συνομιλήσουν πραγματικά με τα δημόσια συναισθήματα.
Και τότε, βέβαια, έρχεται η στιγμή των δημαγωγών του φόβου. Ούτε αυτοί φυσικά νοιάζονται να συζητήσουν προβλήματα, πόσο μάλλον να επεξεργαστούν πολιτικές. Αυτό που κυρίως τους ενδιαφέρει είναι η ιδεολογική χρήση των φόβων. Η φαντασμαγορία των πανικών. Έχουν, μάλιστα, με το μέρος τους την απογοήτευση πολλών από τις φιλελεύθερες και σοσιαλδημοκρατικές νουθεσίες. Οι σύγχρονοι δημαγωγοί είναι απίστευτα κυνικοί χειριστές των λαϊκών φόβων. Δεν τους περιφρονούν τους φόβους αλλά τους μετατρέπουν σε ιδέα, ακόμα και σε «πρόγραμμα». Υπόσχονται έτσι αδιαπέραστα κρατικά σύνορα, ακλόνητη κοινωνική προστασία ή ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας.
Οι νέοι εθνικισμοί της ταυτότητας δεν έχουν, βέβαια, θετικό περιεχόμενο. Προβάλλουν μεγεθυντικά τον φόβο για την αλλοίωση και την πολιτισμική αποδόμηση του έθνους. Αλλά και οι ριζοσπάστες λαϊκιστές της Αριστεράς τη ρητορική του χαμού υπηρετούν. Το ογδόντα τοις εκατό των λόγων τους εξιστορεί τον θάνατο του κοινωνικού κράτους και τα δεινά του νεοφιλελευθερισμού. Είναι μια αριστερή παραλλαγή των αφηγήσεων για την «παρακμή της Δύσης».
Να όμως που τώρα βρισκόμαστε σε μια πολύ παράξενη κατάσταση. Στη νεο-μνημονιακή συνθήκη βλέπουμε να γίνεται δύσκολη έως αδύνατη μια κλασική πολιτική του φόβου. Ο αντιστασιακός εθνικισμός ή ακόμα και η αντι-νεοφιλελεύθερη γενικολογία ηχούν φαιδρά ανάμεσα σε προαπαιτούμενα και αξιολογήσεις από «Κουαρτέτα».
Τα υλικά της πολιτικής του φόβου εμφανίζονται οξειδωμένα στις νέες συνθήκες. Μην έχουμε όμως αυταπάτες: αργά ή γρήγορα, κάποιος θα σπεύσει να καλύψει το κενό. Απαντώντας, πάλι, στους φόβους των ανθρώπων με χρησμούς και ξόρκια απελευθέρωσης, όπως στις περασμένες εξάρσεις του αντιμνημονίου.
σχόλια