Όταν μελετάμε περισπούδαστες διατριβές διάσημων ξένων, από χούι, κουσούρι, εθνική μειονεξία ή ποιoς ξέρει τι άλλο, ρίχνουμε και μια ματιά στη βιβλιογραφία μπας και πέσουμε πάνω σε κάποιο «δικό μας» όνομα. Για παράδειγμα, όταν στον Γυμνό άνθρωπο του Κλωντ Λεβί-Στρως ο Γάλλος ανθρωπολόγος εξετάζει επί μακρόν τις απόψεις της Δ. Δημητρακοπούλου (1933), νιώθουμε ανακουφισμένοι. Στις ξένες κινηματογραφικές παραγωγές, ειδικά στις αμερικανικές, καθώς πέφτουν οι τίτλοι συνεργατών, όλο και κάποιο ελληνικό όνομα πιάνεται στο δίχτυ. Η τηλεόραση, υπακούοντας στο ίδιο σύνδρομο, δεν χάνει την ευκαιρία να ξεχωρίζει ονόματα συμβούλων του Αμερικανού Προέδρου, διακεκριμένων επιστημόνων, ερευνητών κ.λπ. Συμπέρασμα; Ο Έλληνας αξίζει, ειδικά αν ξεφύγει από το σιδερένιο κλουβί της ντόπιας καθυστέρησης είναι ικανός να μεγαλουργήσει...
Οι δύο κόσμοι είναι διακριτοί· έχουμε τον «εσωτερικό» όπου δίκην προνομιούχας φυλακής αποδίδει κανείς όσο του επιτρέπουν το περιβάλλον, οι θεσμοί και ο ντόπιος εαυτός του και το «εξωτερικό» βέβαια όπου αναγκαστικά ο απόδημος χάνει την ιθαγένειά του με αντίδωρο την ελευθερία της πρώτης τάξεως σταδιοδρομίας. Ένας από τους γοητευτικούς νεοελληνικούς μύθους είναι και η ομαδική μετανάστευση του πλοίου Ματαρόα που «έκλεψε» μυαλό και το μετέφερε στο Παρίσι. Ζωγράφοι, αρχιτέκτονες, άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών «γλίτωσαν» περνώντας τα σύνορα και έκαναν όνομα στο δύσκολο κόσμο του Παρισιού.
Όταν οι ικανότητες και οι εγκέφαλοι εκπατρίζονται, το ένα πρόβλημα αφορά τη σταδιοδρομία τους στο εξωτερικό, όσο για το άλλο, το δικό μας, αφορά αυτούς που μένουν πίσω. Τι είναι οι ντόπιοι και αμετακίνητοι; Άνθρωποι δευτέρας και τρίτης κατηγορίας; Μετριότητες που αρκούνται στον επαρχιωτισμό της νεοελληνικής κοινωνίας και κάνουν την ανάγκη περηφάνια για εσωτερική κατανάλωση; Αδικημένοι; Καρεκλοθήρες; Πτωχαλαζόνες και πονηρεμένοι σπουδαρχίδηδες που «βρίσκουν και τα κάνουν»; Οι κατηγοριοποιήσεις, φανερό αυτό, ειναι σκληρές, διότι η ιεραρχία, σε όλους τους τομείς, οφείλει να στηθεί με το υπάρχον δυναμικό.
Ειδικά στις τάξεις των παρεπιδημούντων στα ξένα πανεπιστήμια και επαναπατριζομένων θεού θέλοντος και στρατιωτικού επιτρέποντος, το σαράκι του «έξω» και του «μέσα» καταλήγει σε γενικευμένο αμόκ. Όποιος εκπατρίζεται και καταλήγει να γίνει αρνησίπατρης έχει πάρει απόφαση. Αυτός όμως που πήγε, είδε και επανήλθε θα πρέπει να διασώσει τον αναθεωρημένο εαυτό του μέσα σε θεσμούς που είναι εκ γενετής βαρύκοοι και αλλοίθωροι. Ετσι η «ξενιτιά» περιέργως πώς μεταφέρεται στο εσωτερικό. Δεν μας θέλουν οι ντόπιοι και κακομαθημένοι, αλλα κι εμείς δεν τους θέλουμε! Το χρόνιο δράμα του Βαρότσου αποτελεί παράδειγμα.
Στον κόσμο των γραμμάτων, που έχει μεγάλη πέραση ακόμα και μετά απο τον τυφώνα της τηλεόρασης, τα πράγματα περιπλέκονται, διότι εδώ πια υπάρχει επιχείρημα κατα της αποδημείας. Ο λογοτέχνης έχει πατρίδα τη γλώσσα. Δεν είναι μαθηματικός, φυσικός, ιατρός, βιολόγος που μπορεί κάλλιστα να εργαστεί σε ξένη γλώσσα. Μόνο στην ντόπια λαλιά μπορεί να αποδώσει· κατά συνέπεια δεν ειναι μόνο γραφιάς, νιώθει θεματοφύλακας, μέλος ειδικής εθνοφρουράς, προνομιούχος δηλαδή κατά πολλές έννοιες. Ενδέχεται να γνωρίζει ξένες γλώσσες, να έχει παραμείνει στο εξωτερικό, να έχει μεταλάβει ξένες λογοτεχνίες και φιλολογίες - αλλά το προνόμιο της γλώσσας τον καθιστά όργανο εθνικής ασφαλείας και δημοσίας πνευματικής τάξεως. Πολλοί μετανάστες έγραψαν σε ξένες γλώσσες· ας μην το συζητήσουμε. Διότι, εν προκειμένω, το μέγα προνόμιο του εξωτερικού αντιστρέφεται. Ενώ ο επιστήμονας ελευθερώνεται στο εξωτερικό χάνοντας την πάτρια γλώσσα, ο λογοτέχνης αντίθετα -άπαξ και περάσει τα σύνορα και ξενοφωνήσει- ευνουχίζεται.
Απομένει βέβαια και ο μέσος πολίτης (κατηγορία αταύτιστη...) που έχει τα ίδια δικαιώματα στη ζωή. Στη δική του περίπτωση το «έξω» και το «μέσα» έχουν διαφορετική ισχύ. Επί παραδείγματι, ο επαρχιώτης αντιλαμβάνεται την πρωτεύουσα ως προνομιούχο «εξωτερικό». Παλιότερα αποδημούσαν για την Αυστραλία, τώρα έχουμε πολλές περιπτώσεις Κυθαριωτών που ομολογούν οτι μετάνιωσαν που αποδήμησαν: δεν ζούμε καλύτερα στην Αυστραλία! Αρα το εξωτερικό λειτουργεί πια στο επίπεδο της εσωτερικής μετακίνησης και της διεθνοποιημένης κατανάλωσης. Οι «αποδημίες» αφορούν τις αγορές ακριβών αυτοκινήτων, την αναζήτηση ενδυμάτων «σινιέ», την οικοδόμηση σπιτιών «πειραγμένων» από εισαγόμενα ντιζάιν και φυσικά την αποστολή των μοναχοπαιδιών στο εξωτερικό για να σπουδάσουν.
Ασυνειδήτως, όλοι λίγο πολύ έχουμε την ανάγκη να αναθεματίζουμε τη χώρα για το γνωστό χάλι της, αλλά και να την υπερασπιζόμαστε, δίκην αυτοσχέδιων συνηγόρων, οσάκις η κατακραυγή μολύνει το έσω ήθος. Ένα γνωστό επιχείρημα υπέρ της ιθαγένειας αφορά την απόφαση πολλών ξένων να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους για να εγκατασταθούν στα νησιά μας. Πράγματι, η Μάνη εκγερμανίζεται, πολλά νησιά περνούν σιγά σιγά σε ευρωπαϊκά χέρια, καθώς οι Βόρειοι θέλουν να γίνουν Νότιοι. Ανθρωποι που στις χώρες τους έχασαν τον ήλιο, πού θα βρουν καλύτερα; Η πικρή και χαριτωμένη λεπτομέρεια βέβαια γι' αυτήν τη μετακίνηση Ευρωπαίων αφορά την ηλικία τους: είναι στην εποχή των πρώτων και συχνότερα των δεύτερων και των τρίτων «ήντα», άρα έρχονται να περάσουν τα γεράματά τους -μόνον αυτά- κοντά στην άσπρη θάλασσα.
Και ο Κώστας Παπαϊωάννου, σημειωτέον, θάφτηκε όχι στο Παρίσι αλλά στη γενέτειρά του Σκύρο.
σχόλια