Όχι,δεν θα ξαναγράψω για την Άνοιξη, παρόλοπου ήρθε. Είναι η μόνη πια που τηρεί τολόγο της. Δίβουλη, δίγνωμη με βροχές καικρύα ανάμεσα -αλλά έρχεται. Τόσα άλλα που μας υπόσχονταιδεν φτάνουν ποτέ.
Ούτεγια την πολιτική θα γράψω, παρόλο πουπάλι έμπλεξα με αυτήν. Τι τη θέλω τηΔράση, αφού ξέρω πως πάνω από όλα είναιένα πείσμα, μία αντίδραση, αντίδοτο στηνασφυξία.
Θαγράψω για έξιΣομαλές γυναίκες, νέες, κορίτσια πράμα,που ζούνε σε ένα μικρό δωμάτιο με ταπέντε παιδιά τους -τα δύο βρέφη.
Απότη χώρα του χάους, τη Σομαλία, όπου δενυπάρχει ούτε κυβέρνηση ούτε Αρχές- τίποτα.Μόνο πολέμαρχοι με ιδιωτικούς στρατούςπου μάχονται, αρπάζουν, καίνε, σφάζουν,βιάζουν. Πώς από εκεί βρέθηκαν εδώ,περνώντας σαν σκιές από χώρες μεγάλεςκαι άγνωστες, η καρδιά τους το ξέρει.
Έξιγυναίκες σε ένα δωμάτιο, η μία πάνω στηνάλλη, κι όμως μυρίζει καθαριότητα. Καιτα παιδιά σου τείνουν τα χέρια καιχαμογελούν.
Τιπεριμένουν; Τι ελπίζουν; Είναι όλοτρυφερότητα και λάμπουν με το παραμικρό.Εγκαρτέρηση και αγάπη ακτινοβολούν ταωραία τους πρόσωπα.
Κιεγώ βλέπω τις δημοσκοπήσεις, όπου ηπλειοψηφία των Ελλήνων απαιτεί να φύγουναμέσως οι λαθρομετανάστες. Να φύγουνκι ας πάνε όπου θέλουν, αλλά μακριά απόεδώ. Να μην μπλέκονται στα πόδια μας, ναμην παίρνουν τις δουλειές μας, να μηβρωμίζουν τον τόπο μας.
Πληρώνουνδιακόσια πενήντα ευρώ το μήνα γι'αυτό το δωμάτιο -αλλά μηντο πεις, μηντο καταγγείλεις, γιατί θα βρεθούνε στοδρόμο. Στο δρόμο όπου τις απειλεί ηαπέλαση. Ο καθένας όπως μπορείεκμεταλλεύεται το φόβο και την αδυναμίατους.
Ηχώρα μας είναι η τελευταία στις χορηγήσειςασύλου -ούτε ένας στις δέκα χιλιάδες. Στην ΠέτρουΡάλλη οι ικέτες στήνουν ουρές από ταμεσάνυχτα κι όλο δέχονται επιθέσεις -ξύλο άγριο.
Έξικορίτσια, μικρομάνες. Ποιος θα εξαργυρώσειτα χαμόγελα ευγνωμοσύνης για ένα κουτίγάλα, για μία μπανάνα. Θεέ μου, τι πίκραγύρω μας και δεν την βλέπεις...
σχόλια