Στήλες

Στήλες Facebook Twitter
0

Όπου κι αν πάει κανείς, ό,τι κι αν κάνει -θύμα ή κυρίαρχος του χώρου και του χρόνου- αποκλείεται να συλλάβει την αυτο-εικόνα του χωρίς κάποιο απόκομμα του περιβάλλοντος. Οι φωτογράφοι το ξέρουν καλά: κάθε φάτσα θέλει και τον διάκοσμό της, κάθε εκδρομή, εκτός από τα πρόσωπα, απαιτεί και χωρικές υπενθυμίσεις - μια γέφυρα, κάποιο μισογκρεμισμένο κάστρο, το δάσος και τη θάλασσα, άψυχα δηλαδή που περιέργως πως εμψυχώνουν συμπληρωματικά τους απαθανατιζόμενους. Μετά από χρόνια, όταν οι αλλοτινοί νέοι εξετάζουν με συγκίνηση τις παλιές φωτογραφίες, ο διάκοσμος λειτουργεί σαν ημερολόγιο· φαίνεται καθαρά η βάρκα και η λίμνη, το αυτοκίνητο ή το εκδρομικό λεωφορείο, ο σκύλος του προέδρου ή το άλογο του συνταγματάρχη. Ακόμη και κάποιο χέρι στον γύψο -χάρη στον γύψο- υπενθυμίζει ένα θλιβερό ατύχημα.

Επ' αυτού αντίρρηση δεν χωρεί. Όπου κι αν είσαι, ο κόσμος προϋπάρχει, σε αναμένει και σε πλαισιώνει. Γιατί όμως να ισχύει το ίδιο και στην αυτο-αντίληψη του ατόμου; Λίγο πολύ όλοι έχουμε την πεποίθηση ότι οι διεργασίες της συνείδησης -ο αργαλειός, τέλος πάντων, της καθημερινής ετοιμότητας- δεν έχει ανάγκη πλαίσια και καδραρίσματα. Πιο σωστά, ο πάσα ένας νιώθει σολοψιστικός γρίφος που περιφέρεται ορατός - αόρατος μέσα στους κόλπους της κοινωνίας, χωρίς να αναγνωρίζει αμφίπλευρες αντιστοιχίες. Βλέπουν το σώμα μου, αλλά ένδοθεν είμαι αόρατος. Τόση πολυτέλεια...

Εντούτοις, ο υπερφιλόδοξος αόρατος έχει πάντα ανάγκη το ορατό για να βάλει μπροστά την εσωτερική του μαγική μηχανή. Ένας ληστής τραπεζών στο κελί του δεν ανακαλεί μόνο τις δύσκολες (εσωτερικές) στιγμές που βίωσε διαβαίνοντας το κατώφλι της τραπέζης, κάθε του σκέψη ήταν συνημμένη με παραστάσεις χώρου. Ό,τι κι αν σκέφτηκε κατά μόνας στο ελάχιστο χρονικό διάστημα που έκανε τη ληστεία διατηρεί συστοιχίες με εξωτερικές παραστάσεις (ο ταμίας, ο φρουρός, το καροτσάκι του ανάπηρου, ο χοντρός διευθυντής), ο ίδιος άλλωστε ανακαλείται στο τώρα σαν εξωτερική παράσταση (η ενδυμασία του, η μηχανή, οι ματιές στο ρολόι).

Εντούτοις, παραμένει κοινή πεποίθηση ότι ο άνθρωπος διαθέτει εσωτερικό κατάλυμα, ιδιωτικό λημέρι όπου τίποτα δεν περνάει το κατώφλι του. Ποιος βλέπει τις απίθανες σκέψεις που κάνουμε κάθε στιγμή; Το απόλυτο δικαίωμα στο ινκόγκνιτο κανείς δεν μπορεί να μας το αφαιρέσει. Αρκεί πάντως η απλή παρακολούθηση της οιασδήποτε σκέψης -ακόμη και της πιο παράλογης- για να φτάσουμε στο αντίθετο συμπέρασμα. Όταν σκέφτεσαι να αυτοπυρποληθείς, εισβάλλουν στη φαντασία σου κρουνηδόν τεμάχια του χώρου (η πλατεία, οι περαστικοί, οι εύφλεκτες ύλες)· όταν σκέφτεσαι να απομονωθείς, η απομόνωση γίνεται αφορμή για να ανακληθούν όλα τα δευτερεύοντα συμπράγκαλα (το σπίτι, οι άνθρωποι που αποφεύγεις, οι καθημερινές ανάγκες εξόδου).

Θέλουμε αυτόνομο και μονομελές βασίλειο, αλλά αυτό το «θέλω» είναι αναγκασμένο να προσφύγει στα πιο ταπεινά δάνεια εμπειρικής υφής - νερό, φαγητό, κλίνη και κλινική.

Δεν χρειάζεται να μιλήσουμε για την ανάγκη του άλλου, απλούστατα διότι τον άλλον τον φέρουμε μέσα μας. Η συνείδηση είναι διαλογική λειτουργία, όχι μονολογική. Κατά συνέπεια ό,τι σκεπτόμαστε κι ό,τι ζητούμε προκύπτει ως κατάληξη κάποιας συνομιλίας με πλασματικό ή πραγματικό αποδέχτη. Τόση εξάρτηση; Τόση πρωτογενής δουλεία; Πρόθυμα θα μπορούσε κανείς να κάνει λόγο για ψυχολογική αδυναμία, καθώς υπάρχει η πανάρχαια προκατάληψη της ηγεμονικής μοναξιάς, η οποία απολαμβάνει τον εαυτό της και έχει αφήσει έξω την ανθρωπότητα. Αλλά αν υπάρχει βίωμα καθαρό, ανέγγιχτο, τότε πώς εξηγείται το γεγονός ότι στη σύστασή του αναγνωρίζουμε χωρίς μεγάλο κόπο τον διάκοσμο, τη φευγαλέα εμφάνιση προσώπων, ό,τι δηλαδή καταργεί την περίφημη αυτονομία μας;

Η παθητικότητα  έναντι στον περιβάλλοντα κόσμο μπορεί να μοιάζει μειωτική, εξευτελιστική πιθανώς, συνάμα όμως ενισχύει την άποψη ότι η εξωτερικότητα είναι πηγή πλούτου για τον άνθρωπο. Για να νιώσουμε διαφορετικά, πρέπει να σκεφτούμε διαφορετικά. Την πόλη, για παράδειγμα, τη βλέπουμε, ξεχνάμε όμως ότι κι αυτή μας «βλέπει», μας «ακολουθεί», μας «συντροφεύει» και ενίοτε μας «παρακολουθεί». Όχι μόνο με ανθρώπινα μάτια αλλά και με τα αόμματα κτίριά της, τους τυφλούς της δρόμους και τους συμφυρμούς του πλήθους. Καθένας κοιτάζει επειδή παραμένει ισοβίως κοιταγμένος.

Τι άλλο κάνει το θέατρο; Ακόμη και σε παραστάσεις μονολόγων απόλυτης -τάχα- ενδοφασίας, το στάτους επιβάλλει σκηνή, διάκοσμο, βάθος πεδίου. Ο κενός χώρος και ο αυτόνομος χρόνος δεν συμβιβάζονται με το θέατρο. Άλλωστε, γι' αυτό μιλάμε για σκηνο-θέτη και όχι για προσωπο-θέτη. Ακόμη πιο έντονα, στο μυθιστόρημα -όσο κι αν θα το ήθελαν οι μυθιστοριογράφοι- δεν νοείται καθαρό βίωμα ούτε ά-χωρη σκηνή. Θα θέλαμε τον χρόνο πεντακάθαρο, ιδιωτικό, αμόλυντο, κι όμως, αν ο χρόνος δεν μεταλάβει του χώρου το εγώ, νιώθει ευνουχισμένο. Επίσης, η γραμματική σε αυτή την περίπτωση προδίδει τη βασιλική συνωμοσία της αυτονομίας. Η φράση απευθύνεται στον άλλον, δανείζεται μεταφορές του χώρου, το ίδιο το εγώ αναγκάζεται να παραδεχθεί ότι -σε κάποιες γλώσσες- αρχικά σήμαινε «εδώ» και το εσύ «εκεί». Όπου κι αν πάει το περήφανο υποκείμενο, ό,τι κι αν σκεφτεί αποδεικνύεται φερέοικο, φέρει μαζί του τόσο τον αόρατο χρόνο του όσο και τον ορατό χώρο στον οποίο αναλώθηκε. Με έναν λόγο η σκηνή είναι μοίρα.

ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΒΔΟΜΑΔΑ: Παναγιώτης Κονδύλης: Το πολιτικό και ο άνθρωπος, μτφρ. Λευτέρη Αναγνώστου, Εκδόσεις Θεμέλιο. Δίτομο έργο (943 σελίδων) που αποτελεί τον κωδίκελο ενός συγγραφέα με ξεχωριστή μοίρα.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Για την έκφραση «Επάγγελμα ομοφυλόφιλος»

Θοδωρής Αντωνόπουλος / Για την έκφραση «Επάγγελμα ομοφυλόφιλος»

Αν θεωρήσουμε την ομοφυλοφιλία επάγγελμα, αξιότιμε κ. συνήγορε, τότε σίγουρα αυτό θα πρέπει να ενταχθεί στα βαρέα ανθυγιεινά. Τουλάχιστον για όσο μπορούν να δηλητηριάζουν τον δημόσιο λόγο κακοποιητικές απόψεις, αντιλήψεις και πρακτικές, σαν αυτές που είτε εκφέρετε είτε ενθαρρύνετε.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Γιατί το επίπεδο του δημοσίου διαλόγου είναι τόσο απελπιστικά χαμηλό;

Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος / Γιατί το επίπεδο του δημοσίου διαλόγου είναι τόσο απελπιστικά χαμηλό;

Αντί να διαφωνήσουμε για το ένα ή το άλλο θέμα, όπως και είναι θεμιτό και αναμενόμενο σε μια δημοκρατία διαλόγου, το μόνο που ξέρουμε να κάνουμε είναι να εξευτελιζόμαστε οι ίδιοι και να εξευτελίζουμε τους άλλους, ωσάν να ήταν οι χειρότεροι εχθροί μας.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Π. ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ
O βούρκος των ημερών

Στήλες / O βούρκος των ημερών

Σήμερα: Μηνύματα στο αλεξίπτωτο • • • βουλευτική ηπιότητα • • • περιβαλλοντικη καταστροφή στο Ισραήλ • • • δύσκολες μέρες για τον Μακρόν • • • εμβολιαστική ευνοιοκρατία • • • ένας γενναιόδωρος πρώην οδηγός νταλίκας • • • η περιπέτεια της «μυστικής ομιλίας»
ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
Ψάχνοντας τις ευθύνες, ξεχάσαμε τους κακούς

Αρετή Γεωργιλή / Ψάχνοντας τις ευθύνες, ξεχάσαμε τους κακούς

Γιατί όλη αυτή η πολιτική χυδαιότητα που αποπροσανατολίζει την κοινή γνώμη από το πραγματικό πρόβλημα και στρέφει τη συζήτηση σε μια στείρα κομματική αντιπαράθεση, στις πλάτες όλων αυτών των παιδιών, που το μόνο που ζητούν είναι δικαίωση και γαλήνη;
ΑΡΕΤΗ ΓΕΩΡΓΙΛΗ
Το δίλλημα με τον Κουφοντίνα

Τι διαβάζουμε σήμερα: / Το δίλλημα με τον Κουφοντίνα

Σήμερα: Τα Ζεν της Βαϊκάλης • • • νίκη μεγαλοψυχίας • • • η βία δεν πτοεί (ακόμη) τους Βιρμανούς • • • μια πρώτη δικαίωση • • • οι επίμονοι Ινδοί αγρότες • • • δημοκρατία και πίτσα • • • ένας τιτάνας
ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ