Θέλουμε δεν θέλουμε, τα ίδια τα πράγματα μας αναγκάζουν να στρέφουμε την προσοχή μας και στην ανάποδη όψη τους· όχι στην επιτυχία αλλά στην αποτυχία, όχι στην αποδοτική δημοσιότητα αλλά στην απορφανευμένη ανταπόκριση. Μαγαζί που κανείς δεν διαβαίνει την πόρτα του είναι εξ ορισμού καταδικασμένο, το εμπόρευμά του στέρφο, το ταμείο του άδειο σαν κουδούνα χωρίς γλωσσίδι. Η αγορά, όλοι το γνωρίζουν, είναι σκληρή: επιβάλλει πάγκο (και παγκάρι...), καταβολή αντιτίμου και ρέστα. Όσο για το ταμείο που ρεστάρει και μένει ταπί, συνιστά δράμα που απαιτεί γερά άντερα για να το αντέξεις.
Με ιδιαίτερη περιέργεια διαβάσαμε στην «Καθημερινή» (1/11/09) το άρθρο του Ζ. Μοράν, προέδρου της ΕΑΣ (Εταιρεία για Αδιάβαστους Συγγραφείς). Πρόκειται για ανθρωπιστική οργάνωση, η οποία αναλαμβάνει την υποστήριξη γραφιάδων άνευ αναγνωστικού κοινού, οι οποίοι δεν ανήκουν σε κάποια αφρικανική ή ασιατική χώρα, αλλά -φευ- στη Βρετανία. Σύμφωνα με τις στατιστικές της περιβόητης Ουνέσκο, από τα 200.000 βιβλία που εκδίδονται ετησίως στη Βρετανία τα περισσότερα κακοπέφτουν δεν πρόκειται να διαβαστούν, δεν θα τα θερμάνει η ανάσα του αναγνώστη, με μοιραία κατάληξη να καταλήξουν «άκοπα» (όπως έλεγαν παλιά...) σε αποθήκες, ακοίταχτα, άδοξα και συχνότατα πολτοποιημένα.
Τι φρίκη! Τι κατάντημα! Πολλοί είναι έτοιμοι να ανακαλέσουν στη μνήμη τους τη φοβερή φράση του Νίτσε: «Σε πενήντα χρόνια το πνεύμα θα βρομίσει!». Όσοι έχουν «μύτη» το γνωρίζουν. Για να μπούμε λοιπόν από χαμηλή πόρτα στο ζήτημα και όχι από τη μεγάλη πύλη του πνεύματος, αρκεί να σκεφτούμε τα δεδομένα ανάποδα. Όχι από τη μεριά των γραφιάδων αλλά από κείνη των αναγνωστών. Τι λογής δημιούργημα είναι ο Δυτικός αναγνώστης; Τι τον κάνει να αισθάνεται μονίμως και ισοβίως ελλιπής ώστε να χρειάζεται -καθημερινά σχεδόν- ψυχικό φινίρισμα, αλλαγή στα λάδια, νέα μπαταρία και άλλες παρόμοιες επισκευές; Η πνευματική καλλιέργεια είναι απαραίτητη. Μόνο που δεν ξέρουμε πού αρχίζει και πώς ολοκληρώνεται. Όμηρος και Βίβλος είναι καλά ριζώματα· Πλάτων και τραγικοί επίσης· Θουκυδίδης και Ηρόδοτος βασικά αναγνώσματα. Με αυτή την επιλεκτική μέθοδο περνάμε στους Λατίνους, στη μεσαιωνική παιδεία, στον Σαίξπηρ, στον Δον Κιχώτη, στον Πασκάλ και στον Σπινόζα, στους μεγάλους μυθιστοριογράφους, στους Γερμανούς φιλοσόφους, στον Τζόις κ.λπ. Ο αναγνώστης (που συχνά καταλήγει ή καταντά συγγραφέας) μοιάζει με δανειολήπτη που συντρίβεται από τα επιτόκια, διότι διάβασμα άπαξ δεν υπάρχει - μόνο ξαναδιάβασμα. Η ανάγνωση παραδίδεται στην επανάληψη, στην αέναη επιστροφή σε μια πηγή όπου πίνει κανείς όσο αντέχει.
Δεν είναι τυχαίο ότι κάθε γραφιάς -ακόμη και ο άριστος- ξεκίνησε ως αναγνώστης («δασκάλων που του εμπνέουν απελπισία», όπως έλεγε ο Μαλλαρμέ). Το άλλο παράδοξο είναι ότι όλα τα μεγάλα βιβλία γράφτηκαν παλιά - τα περισσότερα προ Χριστού. Χωρίς υπερβολή, ήδη από το 19ο αιώνα οι αναγνώστες άλλαξαν, όπως και τα βιβλία. Όταν πρωτοεμφανίστηκε το βιβλίο τσέπης, οι θεματοφύλακες του παρελθόντος τα έβαψαν μαύρα. Πάει η ανάγνωση - από βασίλισσα έγινε υπηρέτρια της περιέργειας. Εντούτοις, ο κόσμος γέμισε βιβλία - ακόμη και τον Πόε τον διαβάζει κανείς στο τρένο και στον τελευταίο σταθμό τον πετάει από το παράθυρο. Το πνεύμα του παρελθόντος επενεργούσε με ένα είδος θρησκευτικής πνοής. Διέσωζε τις μεγάλες ψυχικές χειρονομίες απευθυνόμενο σε ανοιχτές υπάρξεις που ήταν πρόθυμες να εσωτερικεύσουν το γράμμα περίπου σαν Θεία Κοινωνία.
Η νέα εποχή, όμως, αυτή που απομυθοποίησε τη λογοτεχνία, τη γραφή και τη Γραφή, αυτή που κέρδισε τον κόσμο μεταξιώνοντας τις αξίες της, αποδομώντας τες, έφτασε, χωρίς καλά καλά να το καταλάβει, σε πλήρη εκδημοκρατισμό του γραψίματος. Του λοιπού πάσα αφήγηση έχει νόημα η ποίηση αναδίδεται από τα ρουθούνια κάθε θλιμμένης ψυχής· η γραφή είναι κοινόκτητη. Εκατομμύρια μικρο-σαίξπηρ, μικρο-φλωμπέρ και μικρο-έλιοτ κάνουν «μπαμ» στην αγορά. Το μεγάλο έγινε μικρό, η ιδιοφυΐα μετεστράφη σε τεχνική, το πνεύμα ακολούθησε τον γενικευμένο εξηλεκτρισμό (λησμονώντας ότι τα μεγάλα έργα του παρελθόντος γράφτηκαν υπό το φέγγος του κεριού).
Αδιάβαστοι συγγραφείς υπάρχουν με τον σωρό, ωστόσο οι πολυδιαβασμένοι συγγραφείς δεν πάνε πίσω. Κάθε χώρα, όσο φτωχή κι αν είναι σε παράδοση, διαθέτει πια τους νομπελίστες της, τους δοξασμένους μπεστελερίστες της, βιβλία που επανεκδίδονται σε εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα. Το φαινόμενο είναι τόσο οξύμωρο, ώστε αν ιδρυόταν κάποια ΕΠΣ (Εταιρεία Πολυδιαβασμένων Συγγραφέων) ελάχιστα θα διέφερε από την ΕΑΣ. Αντίθετα, μια Επιτροπή Σωτηρίας Αναγνωστών θα πρωτοτυπούσε και θα είχε να κάνει δυσκολότερο έργο. Διότι το ζητούμενο πλέον δεν είναι η μανιακή αγορά βιβλίων μπας και τα γλιτώσουμε από τη μηχανή της πολτοποίησης, αλλά η έξυπνη αποχή από τη βιβλιομηχανία.
Ο Ζουμπέρ, αν δεν κάνουμε λάθος, όχι μόνο διάβαζε επιλεκτικά, αλλά από κάθε βιβλίο -ακόμη και αριστούργημα να ήταν- έκοβε μερικές σελίδες της αρεσκείας του. Δεν διέθετε βιβλιοθήκη αλλά σελιδοθήκη, την οποία έφερε μαζί του σε κάθε μετακίνηση. Αν, μάλιστα, αναλογιστούμε ότι ο σημερινός αναγνώστης είναι πριν απ' όλα αγοραστής βιβλίων και κατόπιν αναγνώστης (που διαβάζει ένα στα πέντε αγορασμένα βιβλία), θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε αισιόδοξη εξέλιξη αν μείωνε το ποσοστό του στο ένα προς πενήντα - μια και η βιβλιαγορά αποτελεί πλέον μόνιμο τικ απεξαρτημένο από την ανάγνωση.
ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΝ ΕΒΔΟΜΑΔΑ: Ντάνιελ Κέλμαν: Η μέτρηση του κόσμου, μτφρ. Κώστας Κοσμάς, εκδόσεις Καστανιώτη. Μυθιστορηματική αξιοποίηση της ζωής του Αλέξανδρου φον Χούμπολτ και του Κάρλ Φρίντριχ Γκάους - δυο υπερφυών ατόμων που άφησαν εποχή στα χρονικά της επιστήμης.
σχόλια