Σάββατο απόγευμα,
στο σπίτι
Ζω ένανν πρωτοφανή χριστουγεννιάτικο οίστρο: έχω στολίσει χριστουγεννιάτικο δέντρο, έχω μια μεγάλη γαβάθα με μανταρίνια στο τραπεζάκι του σαλονιού, έχω κρεμάσει στεφάνι καθώς και χριστουγεννιάτικες κάρτες στη βιβλιοθήκη μου, ενώ έχω κι ένα μεγάλο τσίγκινο κουτί με σοκολατάκια και μπισκότα στην κουζίνα. Στις φαντασιώσεις μου έτσι είναι τα σπίτια των ενήλικων ανθρώπων: έχουν μπολ με γλυκά και μανταρίνια για τον απρόσμενο καλεσμένο που θα μπει μέσα στο σπίτι με κόκκινα μάγουλα, κασκόλ και σκούφο και θα τραγουδήσει το «All things bright and beautiful», ενώ εγώ θα γελάω γαργαριστά με το κεφάλι προς τα πίσω και μετά θα πιούμε και οι δυο έγκνοκ και θα μου πει πως είμαι μια εκπληκτική οικοδέσποινα και θα γελάσει κι αυτός με το κεφάλι προς τα πίσω. Eιλικρινά, δεν έχω ιδέα πώς συνέβη αυτή η ύπουλη αλλαγή. Μπορεί να βαρέθηκα να ζω με παρατημένες σακούλες και καλώδια παντού και να έχω ένα χαλασμένο πατζούρι για 6 μήνες. Το πρώτο βράδυ που χάλασε κρέμασα μια κουβέρτα με μανταλάκια, για να μη με βλέπουν απ' έξω λες και ζούσα σε τσαντίρι. Κουρτίνες; Ποιες κουρτίνες;
Κυριακή πρωί,
στο σπίτι των γονιών μου
Νομίζω ότι έχω μεταμορφωθεί σε Μιχάλη Μιχαήλ. Φτιάχνω μελομακάρονα με τη μάνα μου στο ξύλινο τραπέζι της κουζίνας, ενώ το ραδιόφωνο παίζει τζαζ και ρούμπα. Στην αρχή ξεκινάω όλο χαρά και επιμέλεια. «Πώς τα κάνεις έτσι παιδί μου; Τι τούβλα είναι αυτά;» μου λέει η μητέρα μου. Πλάθουμε και οι δυο με αφοσίωση πίνοντας τσάι («Λάθος τα κάνεις, κοριτσάκι μου, είπαμε τα διπλώνεις στη γωνία για να μελώσουν καλύτερα »), ενώ ο φούρνος καίει πίσω από την πλάτη μας. Μετά μου δίνει κομμάτια ζύμης όλο και πιο γρήγορα, λες και είμαι η Αλίκη Βουγιουκλάκη στη Μοντέρνα Σταχτοπούτα στη σκηνή που πληκτρολογεί και λέει ναζιάρικα στον Δημήτρη Παπαμιχαήλ «πιο γρήγορα, πιο γρήγορα» και ανοιγοκλείνει τα ματοτσίνορά της σαν να έχει φρενίτιδα, μέχρι που της λέω με μια ελαφριά υστερία στη φωνή «έχω τενοντίτιδα, μαμά».
Κυριακή βράδυ,
Key Bar, 3:03 π.μ.
Όταν λέω καληνύχτα, ο διπλανός μου κοιτάει το ρολόι του και μου λέει κοροϊδευτικά «Μπορώ ήδη να σκεφτώ το "Κορίτσι στην πόλη"» κι αρχίζει να απαγγέλλει με κοροϊδευτική φωνή μέσα στον χαμό: «Ώρα 3:03. Φεύγω, η νύχτα έχει τελειώσει. Δεν ξέρω αν πέρασα καλά ή κακά απόψε. Ώρα 3:10. Κοιτάω έξω από το παράθυρο. Τα φώτα λάμπουν στην άσφαλτο. Ο ταξιτζής μου λέει "Κοπελιά, μην είσαι μελαγχολική"». «Χοχοχοχο», του απαντάω.
σχόλια