Όταν πήγαινα στη Γ' Γυμνασίου είχα ψηφίσει «κατά» στην ετήσια χριστουγεννιάτικη κατάληψη. Δεν είχα κάποιον λόγο που ψήφισα έτσι (αν και θα ήταν η πιο λογική κίνηση, βλέποντας τώρα τα τότε αιτήματά μας), όπως και δεν θα είχα κάποιον λόγο, αν ψήφιζα «υπέρ». Για χαβαλέ το έκανα. Εξάλλου, ήμουν μια από τις τρεις ψήφους που επέμεναν στη συνέχιση των σχολικών δραστηριοτήτων. Εδώ που τα λέμε, ήμουν και ένας από τους τρεις που πήγαιναν κάθε μέρα και για ώρες στην κατάληψη. Το πρώτο βράδυ τσακώθηκα με έναν αγωνιστή συμμαθητή μου, που αφού με έβρισε αρκούντως, μετά, συμφωνώντας με την τότε «κνίτισσα» κοπέλα του, με κατηγόρησαν ως «γλείφτη» και ότι με τη συμπεριφορά μου εμποδίσω τη μεγάλη πορεία τους προς τη σύνταξη. Θυμήθηκα αυτό το περιστατικό, γιατί μέσα στην αναμπουμπούλα των ημερών, το μόνο που νοιάζει όλους, νέους και μεγάλους, είναι τελικά η σύνταξη. Είμαστε ένα έθνος που από τα δεκατέσσερα χρόνια της ηλικίας του περιμένει να πάρει σύνταξη. Να γεράσει, δηλαδή, ν' αποσυρθεί. Και όχι στο μποστάνι της, στην επαρχία, αλλά σε κάνα τριαράκι στα Πατήσια. Για την ιστορία, ο συμμαθητής έφυγε από το σχολείο μετά από έναν χρόνο εξαιτίας των παρατεταμένων καταλήψεων κι εγώ ποτέ δεν ξαναψήφισα «κατά», για να έχω το κεφάλι μου ήσυχο και τη σύνταξη στη θέση της. Αυτός τελείωσε το Αρσάκειο, εγώ το δημόσιο της περιοχής μου.
Η παραπάνω ιστορία δεν μου ήρθε μόνο εξαιτίας της έννοιας της σύνταξης, αλλά και της δίνης στην οποία έχουμε βρεθεί όλοι όσοι ασχολούμαστε με τον χώρο των media. Η γενιά μου απέτυχε σχεδόν σε όλα για όσα πάλεψε. Η μεταρρύθμιση του Αρσένη πέρασε, έστω με τις τροποποιήσεις του Ευθυμίου, το πανεπιστημιακό άσυλο πάει κατά διαόλου, η ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης προχωρά με ταχύτητα, ο πόλεμος στο Ιράκ έγινε. Δύο πράγματα δεν πέρασαν: το Άρθρο 16 του Συντάγματος (δημόσια πανεπιστήμια), που στην ουσία είναι ένας τομέας στον οποίο χάνουμε συνέχεια, μια και τα ανώτατα ιδρύματα γίνονται ολοένα και χειρότερα και το πτυχίο των ΙΕΚ εξισώνεται με των ΑΕΙ, και... η μεταρρύθμιση Γιαννίτση, που αφορούσε, -τι άλλο;- τη σύνταξη. Μέχρι τον Λοβέρδο και την τρόικα.
Η γενιά των 700 ευρώ ή των 592 που μας λέει και η tv γαλουχήθηκε μέσα στην κοινωνική ήττα και την ανασφάλεια. Ο Δεκέμβριος του '08 έφερε τελικά το ΔΝΤ. Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο. Μπλοκάκια, μαύρη εργασία, ανασφάλιστοι, αυτασφάλιστοι, εργαζόμενοι εκτός συλλογικών συμβάσεων, κεκτημένων, και άλλα τέτοια βαρύγδουπα. Αυτά δηλαδή που κοτσάρουν σε όλα τα κείμενά τους τα προεδρεία κάθε συνδικαλιστικού σωματείου. Όλα αυτά είναι καταστρατηγημένα και αυτή είναι η παρακαταθήκη της Αλλαγής, του εκσυγχρονισμού, του «σεμνά και ταπεινά» και των γονιών μας. Δεν ξέρω αν είναι ευχή ή κατάρα, αλλά νομίζω πως ο αγώνας για την κάποια επιβίωση, για τον απογαλακτισμό έστω, έκανε τους συνομηλίκους μου εργασιακούς αυτιστικούς killers με κάποιες ελάχιστες ευαισθησίες. Για τον φίλο, όχι για τον συνάδελφο. Οι γιάπηδες είναι γατάκια μπροστά μας. Και εμείς είμαστε γατάκια μπροστά στα αφεντικά.
Οι τελευταίες εξελίξεις, με τις περικοπές και τα παρελκόμενα στον Τύπο, απέδειξαν περίτρανα πως η ΕΣΗΕΑ αλλά και ο συνδικαλισμός εν γένει (βλ. ΓΕΝΟΠ ΔΕΗ) είναι κάτι ανύπαρκτο. Δεν φταίει μόνο ο Σόμπολος, φταίνε όλοι που άφησαν το σωματείο να γίνει πιο κλειστό και από τη Λέσχη Αθηνών. Δεν γνωρίζω αν κάποτε ήταν κάτι παραπάνω από ένα υγιές ταμείο όπου μετείχαν η δημοσιογραφική ελίτ και οι... Αριστεροί. Οι μεν δεν νοιάζονται γιατί τα 'χουν τα ψωμιά τους και οι δε νοιάζονται γιατί πάντα υπάρχει και η σύνταξή τους. Για κάποιο περίεργο λόγο, όσοι έχυσαν το αίμα τους σε αγώνες για τα εργασιακά δικαιώματα, το έχυσαν μόνο για τα μέλη της ΕΣΗΕΑ και όχι για τους κακομοίρηδες με τα μπλοκάκια. Όσο απέφευγαν να αντικρίσουν την πραγματικότητα, τόσο τους αποφεύγει τώρα και αυτή. Μαζί και τα παιδιά που κάθε μέρα δουλεύουν χωρίς επιδόματα, χωρίς άδεια και χωρίς αποζημίωση. Και όταν θ' απολυθούν, θα το μάθει μόνο η μάνα τους, που θα τους φιλοξενήσει πάλι.
σχόλια