Στις 22 Δεκεμβρίου, τη μικρότερη μέρα του χρόνου, κηδεύτηκε στο Α’ Νεκροταφείο ο Βασίλης Διοσκουρίδης, ένας αφανής αλλά απολύτως επιφανής άνθρωπος των γραμμάτων μας, που έφυγε απογοητευμένος. Εκδότης του σπουδαίου περιοδικού «Εκηβόλος» που άφησε εποχή, γνώστης όσο κανείς της ελληνικής και της ξένης λογοτεχνίας, αδέκαστος, χωρίς συμβιβασμούς, υπήρξε για μένα, όταν επέστρεψα από τη Γαλλία, μέγας δάσκαλος. Τα τελευταία χρόνια η γυναίκα του Τζούλια Τσιακίρη μου έστελνε τα χαιρετίσματα και πόσο εκτιμούσε ο Βασίλης τη δουλειά μου. Ο γιος του Σταύρος, συνάδελφος τώρα στη LifΟ, από τα πρώτα του χρόνια στη δημοσιογραφία έδειχνε ν’ ακούει τις συμβουλές μου για το πώς μπορεί να γίνει κανείς γνωστός, όντας την ίδια στιγμή κρυμμένος εκεί που μόνον οι λίγοι μπορούν να τον βρουν.
Αφιερώνω αυτό το ποίημα στη μνήμη ενός εξαιρετικού ανθρώπου και είμαι βέβαιος πως θα του άρεσε.
Η ληγμένη πατρίδα
Η ληγμένη πατρίδα
η ταραχή να περάσει όπως-όπως
Στενεύουν τα περιθώρια
ο χρόνος πιέζει
Νομίζεις ακόμη πως μπορείς
να διοχετεύεις στην αγορά τα ελαττώματα;
Κουράστηκες όπως το τζιτζίκι το φθινόπωρο
το σαράκι που μετακομίζει σ’ άλλο κοίτασμα
Πέφτει στα πόδια σου η λεπτή πούδρα
αόρατη κλεψύδρα
χωρίς γυαλί, χωρίς αναστροφή
Γράφεις και κοιτάς στο πάτωμα
τον ελάχιστο αμμόλοφο
Μέσα στη σάλα γράφεις που σε βάφτισαν
λίγα μέτρα πιο ’κει απ’ όπου στήσανε την κολυμπήθρα
για την ευλογία και τ’ όνομα
Οι σπιλιάδες του Βοριά απ’ το παράθυρο
φέρνουνε τις πνοές των χαμένων
Τις ανταλλάσσουν με τη δική σου πνοή
Στο ρεύμα που σχηματίζεται με τη μισάνοιχτη πόρτα
ένας κοντοπίθαρος στρόβιλος
βγαίνει απ’ το λυχνάρι του Αλαντίν
σχόλια