Ένας καλός φίλος λέει, όποτε μιλάμε για το ελληνικό ποδόσφαιρο, το εξής σοφό: «Στην Ελλάδα δεν έχει σημασία η αγωνιστική κίνηση του Σαββατοκύριακου, αλλά τι θα γράψουν τα πρωτοσέλιδα τη Δευτέρα». Δεν είναι παράλογο αυτό. Τα πρωτοσέλιδα τα βλέπουν όλοι, γήπεδο πηγαίνουν ελάχιστοι. Το ίδιο έχει αρχίσει να συμβαίνει και στο πεδίο των κοινωνικών διαμαρτυριών. Πολλοί καθόμασταν μπροστά στις τηλεοράσεις και παρακολουθούσαμε τα κτίρια να καίγονται, τους ανθρώπους να κλαίνε, τους πολιτικούς αρχηγούς να κοκορεύονται, με σκοπό να δούμε την επόμενη ώρα ποιος θα επιδείξει μεγαλύτερη επαναστατικότητα ή ποιος θα φανεί ρεαλιστικότερος από τον Παπαδήμο στη δημόσια τοποθέτησή του. Φυσικά η δυναμική του twitter και του facebook είναι τεράστια, αλλά, από την άλλη, η εκτεταμένη χρήση της τεχνολογίας μάς έχει δημιουργήσει την ψευδαίσθηση ότι μπορούμε να ερμηνεύουμε τα πράγματα με την ίδια ταχύτητα με την οποία τα πληροφορούμαστε. Με την ίδια άνεση μιλάμε πια για τη μεσαία τάξη στην πλατεία Ταχρίρ, όπως μιλάμε για τους Έλληνες χαμηλοσυνταξιούχους. Βλέπουμε το γήπεδο, αλλά δεν είμαστε σε αυτό.
Έτσι, η αίσθηση που μένει στο τέλος είναι στα όρια της αντικειμενικότητας και της αλήθειας.
Αν είδες Mega, τα επεισόδια της Κυριακής τα έκαναν «εγκληματίες του ποινικού δικαίου», αν διάβασες «Ριζοσπάστη», ήταν προβοκάτσια του κράτους, αν είσαι στο facebook, θα δεις ότι ΜΑΤ και διαδηλωτές φοράνε τα ίδια παπούτσια (άσχετα που η φωτογραφία είναι ιταλική) και αν είσαι στο twitter, θα βρεθείς αντιμέτωπος με χιλιάδες μικρές αλήθειες.
Από τον Δεκέμβρη του 2008 προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε την ελληνική κοινωνία, να προσδιορίσουμε τα νέα δεδομένα της και να δούμε πού θα καταλήξει. Είχαμε δει τότε την απεγνωσμένη νεολαία, μετά αντιληφθήκαμε τους μετανάστες σε αντιδιαστολή με τον ανερχόμενο επιθετικό εθνικισμό, μετά μπλέξαμε με τους «αγανακτισμένους» και τώρα βρισκόμαστε μπροστά σε μια κατεστραμμένη πόλη και μια κατακερματισμένη κοινωνία που δεν ξέρει τι θέλει. Γιατί, αν ήξερε, θα το ζήταγε.
Τώρα, μένει να δούμε αν το νέο πρόγραμμα που έρχεται θα επιφέρει τέτοιες αλλαγές, ώστε τα δυναμικά κομμάτια της κοινωνίας να αποκτήσουν κοινή φωνή. Γιατί όσο και να μας συγκινούν οι νεο-άστεγοι, η εξαθλιωμένη θέση τους δεν μπορεί να επιφέρει πολιτικές αλλαγές.
Το μεγάλο ζήτημα πια είναι οι άνεργοι. Αυτοί που τόσα χρόνια θρέφονταν από τις επικουρικές και από τα επιδόματα «έγκαιρης προσέλευσης» του Δημοσίου και χαρακτηρίζονταν καυστικά από τους άλλους ως «χλιδάνεργοι». Τώρα που κόπηκαν όλα αυτά, εκείνοι θα είναι οι πρώτοι που θα καταλάβουν πως ο κόσμος μπορεί να προβληματιστεί, αλλά δεν μπορεί ν’ αλλάξει μ’ ένα tweet.
σχόλια