Κάθομαι στην μέση μιας κλειστής στοάς, σε ένα καφέ κάπου στην Τσιμισκή. Παλιά έπιπλα, ξεβαμμένοι τοίχοι, και καφέδες που αχνίζουν λόγια ανείπωτα. Σκυμμένα από πάνω τους πρόσωπα-δέκτες ή πομποί εξομολόγησης. Άλλα με εκείνο το ουδέτερο αλλά και γεμάτο προσμονή πρόσωπο που γυρεύει ένα νέο για να σκάσει χαμόγελο, άλλα παραδομένα στην προ των Χριστουγέννων ραστώνη, κι άλλα (οκ σταματάω την ενοχλητική μανία της παρατηρητικότητας ξενικών προσώπων.) Το κλίμα βέβαια πάντα γιορτινό, φωτάκια λαμπυρίζοντα στους τοίχους και στολίδια πολύχρωμα μέσα στον χώρο, και κάπου σε μια γωνία μια μικρή, λευκή ταμπέλα που κρέμεται λιτή και απέριττη με μια φράση γραμμένη με μαύρα γράμματα.
Αλήθεια που κρύβεται το νόημα των Χριστουγέννων; Στον ξέφρενο καταναλωτισμό και την παιδική εκείνη ανάμνηση της αντίστροφης μέτρησης για τον ερχομό των ποθητών κουτιών με χρωματιστό περιτύλιγμα και τις κορδέλες; Στα οικογενειακά τσιμπούσια (παππούδες, σόγια, ματς μουτς και τα σχετικά) ή στους στολισμένους δρόμους και το περιτύλιγμα ευθυμίας; Γιατί όπου ξεχειλίζουν οι επιδείξεις χαράς, που κάθε Δεκέμβρη κατακλύζουν την οικουμένη, πρέπει να υπάρχει και μια γνήσια ουσία πίσω από την επιφάνεια.
Μα φυσικά να αγαπάμε, να συγχωρούμε, να πιστεύουμε. Για να μην αναφερθώ στην ιστορικής σημασίας ημέρα της γέννησης του Χριστού που φυσικά όλοι κουβαλάμε μέσα μας κάθε φορά που σηκωνόμαστε από το τραπέζι κρατώντας το στομάχι μας ή φεύγουμε από τα καταστήματα έχοντας τινάξει την μπάνκα στο αέρα και έχοντας προφανώς οικειοποιηθεί τους χιτώνες που προορίζονται για τον μη έχοντα. Σε ποια αγάπη αναφέρομαι; Στην θρησκευτική. Σε εκείνη που προσφέρει την ανακούφιση της λύτρωσης από τα δεσμά της μετά θάνατον ανυπαρξίας, σε αυτή που δίνει ελιξίριο ζωής από την τρομαχτική μεταφυσική άγνοια με αντάλλαγμα μια αγάπη τυφλή-που δεν ξεχωρίζει καλό και κακό, βάναυσο και σπλαχνικό. «Αγάπα τον πλησίον σου ως σεαυτόν» ή «Όστις σε ραπίσει επί την δεξιάν σιαγόνα, στρέψον αυτώ και την άλλην». Η γενίκευση αυτή φαντάζει απειλητική όσον αφορά τον υγιή ηθικό διδακτισμό, αφού επαινούμε έναν πλησίον που ίσως το τελευταίο που χρειάζεται είναι η αλόγιστη αγάπη αντί του σωφρονισμού. Η ερμηνεία της γενικευτικής χριστιανικής αγάπης και ενός σημείου τομής της όπως η γέννηση φτάνει μακριά, όμως όποιο κι αν είναι το νόημα αυτής, (μπορεί να στερείται χρηστικότητας και αποτελεσματικότητας) είναι τουλάχιστον καλόβουλη, και πάνω απ’όλα αγάπη, σε καιρούς που ο αυτοπυρπολισμός και οι οβίδες είναι εισιτήριο για τα ουράνια.
Το πραγματικό νόημα των Χριστουγέννων είναι να ενσαρκώσουμε σε πράξεις μια αναγκαιότητα που εκλείπει. Το ιδεώδες της ομορφιάς. Όχι την ναρκισσιστική, αλλά εκείνη που αφού αυτοανακριθούμε και αναθεωρήσουμε, (και είναι τόσα πολλά τα πράγματα που χρίζουν αναθεώρησης) θα την κάνουμε παλέτα για να ομορφύνουμε τόσο το ποιόν μας όσο και το ποιόν αυτού του κόσμου. Είναι μια ομορφιά ταυτόσημη με την αγάπη. Τέτοια που δεν θα αρκείται μόνο στο να προσφέρει νοηματοδότηση και προσωπική σωτηρία μέσω του υπαρξιακού εφησυχασμού, αλλά που έχοντας ως γνώμονα το κοινό καλό, θα αποσκοπεί στο να βελτιώσει λειτουργικά τον άνθρωπο ως είδος, με τρόπο που όμως εν μέρει να συμβαδίζει με την χριστιανική. Από την υποτυπώδη υλική στήριξη σε ανθρώπους που την έχουν ανάγκη και τα ζαρωμένα χείλη των άλλων που μπορείς να τα κάνεις χαμόγελο με έναν καλό λόγο, μέχρι και το χρώμα που μπορείς να πάρεις από τις πληγές σου (όπως λέει ο Μαραβέγιας) και να ντύσεις τον ψυχισμό των άλλων κατακόκκινο. Θα έλεγα πως οι τρόποι βρίθουν ενώ η θέληση μάλλον τελεύει.
Έχω αφήσει πια τα πρόσωπα και τις εκφράσεις τους. Είναι τώρα αυτά τα χρωματιστά φωτάκια που τρεμοπαίζουν και μου αποσπούν την προσοχή. Τα στολίδια, οι σακούλες των μαγαζιών, οι γιορτινές φιγούρες. Και στο βάθος εκείνη η αναθεματισμένη λιτή ταμπέλα με μια φράση γραμμένη.
«Δεν γνωρίζω άλλο χρέος από την αγάπη.»
Άλμπερτ Καμύ.
σχόλια