Αυτήν τη φορά δεν πρόκειται να ασχοληθώ με τις τελευταίες πολιτικές εξελίξεις. Άλλωστε, αλλού είναι ο νους μου τον τελευταίο καιρό, και ιδίως αυτές τις μέρες. Αν ήταν να γράψω κάτι κοινωνικό, θα είχε τίτλο κάτι σαν «Μια ακόμα απόδειξη ότι δεν υπάρχει Θεός». Γιατί, αν υπήρχε, ο τελευταίος που θα ’πρεπε να πάρει από τη ζωή ήταν ο φίλος που έχασα πρόσφατα.
Ο Πέτρος Βέττας ήταν ένας υπέροχος, πανέξυπνος, αυτοδημιούργητος άνθρωπος, που ακόμα και όταν απέκτησε χρήματα, δεν έχασε καθόλου την τρυφερότητα και την ανθρωπιά του. Αντίθετα, αισθάνθηκε ότι ήταν πλέον σε θέση να βοηθήσει περισσότερο αυτούς που είχαν ανάγκη. Πριν από μερικά χρόνια του σύστησα τη διευθύντρια του «18 Άνω» Κατερίνα Μάτσα, η οποία, όταν τη ρώτησε τι χρειαζόταν, είπε ότι ήθελε έναν ειδικό χώρο φιλοξενίας για μητέρες σε απεξάρτηση με μικρά παιδιά. Αγόρασε μια πολυκατοικία, την ανασκεύασε με τη βοήθεια της γυναίκας του της Νανάς και την παρέδωσε. Υπολογίζω ότι θα του κόστισε κάπου 1,5 εκατ. ευρώ. Δεν το ξέρει σχεδόν κανείς, γιατί ήταν υπέρ της πραγματικής, όχι της τηλεοπτικής φιλανθρωπίας.
Το μοναδικό κριτήριό του ήταν αν η βοήθεια άξιζε τον κόπο. Στην περίπτωση του «18 Άνω» ήταν η διαπίστωσή του για την ευσυνειδησία και την αποτελεσματικότητα με τις οποίες λειτουργούσε αυτός ο φορέας, παρότι ανήκε στον δυσφημισμένο δημόσιο τομέα. Ονειρευόταν μια χώρα σύγχρονη, ανεπτυγμένη και αξιοπρεπή, κοινωνικά δικαιότερη από τη σημερινή. Όταν ανέλαβε διευθύνων σύμβουλος της Attica, παρήγγειλε δύο καινούργια επιβατικά πλοία, φρόντισε να τα κατασκευάσει με τα καλύτερα υλικά, να ταιριάζουν στις ελληνικές συνθήκες, και καμάρωνε ότι θα βοηθούσαν τον ελληνικό τουρισμό.
Ήταν η προσωποποίηση της γενναιοδωρίας. Στην πραγματικότητα, δεν υπήρχε άνθρωπος που να γνώριζε έστω και λίγο και να μην προσφερόταν να βοηθήσει, αν παρουσιαζόταν η ανάγκη. Για να τον πειράξω, του είπα μια φορά ότι ήταν σαν εκείνους στα τηλεπαιχνίδια γνώσεων, όπου όταν κάποιος ζορίζεται, τηλεφωνεί για να ζητήσει βοήθεια. Λίγες μέρες πριν, βαριά άρρωστος, τακτοποίησε έναν ναυτικό που έμαθε ότι είχε αρρωστήσει. Για όλους εμάς τους στενούς του φίλους ήταν ο φύλακας-άγγελός μας. Έναν μήνα πριν, κι ενώ ήδη ήταν κατάκοιτος, είπε σε έναν φίλο του που είχε επίσης αρρωστήσει: «Μη φοβάσαι, εγώ είμαι εδώ».
Είχε μεγάλη αγάπη για της ζωής το παιχνίδι, γι’ αυτό το πάλεψε μέχρι την τελευταία στιγμή. Με θάρρος, αξιοπρέπεια και, όπως πάντα, απαράμιλλο χιούμορ. Τους τελευταίους δύο μήνες χρησιμοποιούσε αναπηρικό καροτσάκι και για να κάνει πλάκα παρίστανε τον Σόιμπλε. Όταν ένας παιδικός του φίλος αρρώστησε κι αυτός από καρκίνο του πνεύμονα, μόρτηδες και οι δύο από τη Φωκίωνος Νέγρη όπου μεγάλωσαν, τον έπεισε να βάλουν στοίχημα ποιος θα πεθάνει τελευταίος. Τα στοιχήματα ήταν από τις αδυναμίες του, αλλά, όπως πάντα, τον ενδιέφερε μόνο το παιχνίδι: ποτέ δεν ζητούσε τα λεφτά.
Αυτοί που τον γνώριζαν ήξεραν πόσο καθαρός και τίμιος ήταν. Μόνο τελευταία, που έπρεπε να τακτοποιήσει τις υποθέσεις του πριν από το τέλος, χρειάστηκε να κάνει κάποια χαρτιά για όσους φίλους και γνωστούς τού είχαν δώσει χρήματα για να τα επενδύσει, χωρίς το παραμικρό αποδεικτικό στοιχείο. Ήταν ο τελευταίος άνθρωπος στον κόσμο που θα έριχνε τον άλλο. Αλλά και το πρώτο πειραχτήρι.
Οι πλάκες που σκαρώσαμε μαζί θα μπορούσαν να γίνουν κινηματογραφική ταινία. Πριν από μερικά χρόνια του την έφερα: κανονίσαμε να πάμε μαζί για check up, που περιλάμβανε κολονοσκόπηση. Την προηγούμενη μέρα, κι ενώ είχε ήδη πιει όλο το καθαρτικό, έβαλα μια φίλη να του τηλεφωνήσει, παριστάνοντας τη γραμματέα του γιατρού, για να του πει ότι η εξέταση αναβαλλόταν. Τσίμπησε για 10 λεπτά. Από τότε είχα πάντα τον νου μου, περιμένοντας την πλάκα με την οποία θα έπαιρνε τη ρεβάνς. Τον τελευταίο καιρό έβλεπα στον ύπνο μου ότι μου την έχει στήσει, παριστάνοντας τον βαριά άρρωστο. Τον θάψαμε στον Πόρο, που τόσο αγαπούσε. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει πέτρα καλής πράξης στο νησί που να μη βρισκόταν από κάτω. Πρώτη φορά βρέθηκα σε κηδεία απ’ την οποία κανείς δεν ήθελε να φύγει, τόσο απίστευτη φαινόταν σε όλους η φυγή του. Έφυγα τελευταίος, όταν καπάκωσαν με τα χώματα το φέρετρο. Είχα μέχρι και εκείνη τη στιγμή την ελπίδα ότι θα το άνοιγε: «Ρε μαλάκα, πλάκα σας έκανα».
σχόλια