Ήταν Κυριακή 19 Ιανουαρίου του 1947, όταν συνέβη ένα από τα πιο πολύνεκρα ναυάγια του περασμένου αιώνα στον Ευβοϊκό. Από τους 544 επιβάτες και 86 άνδρες πλήρωμα, οι 383 χάθηκαν στα παγωμένα νερά, 1,5 μόλις μίλι μακριά από την Αγία Μαρίνα. Οι θεωρίες για τα αίτια του ναυαγίου ήταν αρκετές, εν μέσω εμφυλίου και αφού το ατμόπλοιο μετέφερε και πολίτικούς κρατούμενους.
Ας δούμε τι συνέβη από την ώρα που το πλοίο απέπλευσε από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης.
Στις 18 Ιανουαρίου και ώρα 8.30 το πρωί, το ατμόπλοιο «Χειμάρρα», ξεκινούσε το ταξίδι του από τη Θεσσαλονίκη για τον Πειραιά. Ήταν τότε 42 ετών και είχε παραχωρηθεί στην ελληνική κυβέρνηση το 1946 με τις γερμανικές αποζημιώσεις. Μάλιστα ήταν το τελευταίο ατμόπλοιο της ελληνικής ακτοπλοΐας. Το «Χειμάρρα» εκτελούσε το δρομολόγιο Αθήνα-Πειραιάς και ήταν σχεδόν πάντα πλήρες, αφού το κακό οδικό δίκτυο της εποχής δεν επέτρεπε άνετη και ασφαλή (οξύμωρο) μεταφορά.
Στις σωστικές λέμβους, έμπαινε όποιος προλάβαινε, χωρίς καμία οργάνωση, καμία σειρά ή προτεραιότητα στα άτομα που έπρεπε να επιβιβαστούν πρώτα. Οι βάρκες γέμιζαν τόσο πολύ που οι περισσότερες βυθίζονταν από το μεγάλο αριθμό των επιβαινόντων ή ανατρέπονταν πριν καν μπουν μέσα οι επιβάτες.
Η τραγωδία συνέβη στις 4.10 το πρωί της Κυριακής. Η πρώτη και επικρατέστερη εκδοχή θέλει το ατμόπλοιο να προσέκρουσε λόγω της πυκνής ομίχλης, στις βραχονησίδες «Βερδούγια» στο Νότιο Ευβοϊκό. Ωστόσο, λόγω της ιδιαιτερότητας της εποχής, υπήρξαν κι άλλες θεωρίες, όπως αυτή του σαμποτάζ αφού στο πλοίο επέβαιναν 36 πολιτικοί κρατούμενοι που οδηγούνταν στην εξορία, καθώς και περίπου 200 χωροφύλακες και στρατιώτες. Υπάρχει όμως και άλλη μία θεωρία που υποστηρίζει ότι στη θάλασσα βρισκόταν νάρκη στην οποία προσέκρουσε το πλοίο.
Αποτέλεσμα της πρόσκρουσης ήταν να μπει μεγάλος όγκος νερών μέσα στο πλοίο και να δημιουργηθεί σοβαρό πρόβλημα στο πηδάλιό του. Υπήρξε πανικός. Φωνές και σύγχυση. Αρκετά λεπτά μετά την πρόσκρουση, οι επιβάτες άρχισαν να εγκαταλείπουν το πλοίο. Το πλήρωμα του «Χειμάρρα» δεν κατάφερε να διατηρήσει την τάξη κατά την εγκατάλειψη και η διαδικασία έγινε τελείως ανεξέλεγκτα. Στις σωστικές λέμβους, έμπαινε όποιος προλάβαινε, χωρίς καμία οργάνωση, καμία σειρά ή προτεραιότητα στα άτομα που έπρεπε να επιβιβαστούν πρώτα. Οι βάρκες γέμιζαν τόσο πολύ που οι περισσότερες βυθίζονταν από το μεγάλο αριθμό των επιβαινόντων ή ανατρέπονταν πριν καν μπουν μέσα οι επιβάτες.
Μιάμιση ώρα αργότερα και σε απόσταση μόλις ενός μιλίου από την Αγία Μαρίνα, θα γραφόταν μια μαύρη σελίδα για την ελληνική ακτοπλοΐα. Το ισχυρό ψύχος και τα θαλάσσια ρεύματα θα παράσερναν στο θάνατο 383 ανθρώπους. Οι περισσότεροι γυναίκες, παιδιά, πολιτικοί κρατούμενοι και χωροφύλακες συνοδοί.
Ενας από τους επιζήσαντες του ναυαγίου, ο Αλέκος Ξυλάκης,που μεταφερόταν μαζί με άλλους 35 συντρόφους του στην εξορία, θυμάται:
Επιβιβαστήκαμε στο "Χειμάρρα" στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης κατά τις 7 το πρωί. Μόλις ξεκίνησε το πλοίο, εμείς οι πολιτικοί κρατούμενοι διαμαρτυρηθήκαμε γιατί μας είχαν δεμένους. Μετά την επίμονη στάση μας, ήρθε ο καπετάνιος και είπε στους αστυνομικούς να μας λύσουν. Τα προβλήματα άρχισαν μόλις το πλοίο βγήκε από τον Θερμαϊκό. Επαθε βλάβη και για κάποιο χρονικό διάστημα ήμασταν ακυβέρνητοι. Στη 1 τα ξημερώματα της Κυριακής φθάσαμε στη Χαλκίδα και σε λίγο το "Χειμάρρα" απέπλευσε. Μετά από λίγες ώρες το πλοίο συγκλονίστηκε από μια τρομερή έκρηξη. Επακολούθησε πανικός. Δε λειτουργούσε τίποτε. Επικράτησε απόλυτο σκοτάδι. Το "Χειμάρρα" ήταν ακυβέρνητο. Ολοι οι πολιτικοί εξόριστοι είχαμε συγκεντρωθεί στο κατάστρωμα. Ενας σύντροφός μου, ο Αριστείδης, είχε μία λάμπα θυέλλης και την άναψε. Ο Παναγιώτης ο Τάρπογλου έρχεται και μας λέει ότι τα αμπάρια γεμίσανε νερό. Από ένα κιβώτιο παίρνουμε σωσίβια. Βγάζω τα ρούχα μου, το φοράω και ζητάω από τους άλλους συγκρατούμενούς μου να κάνουν το ίδιο. Το καράβι απότομα γέρνει αριστερά και αρχίζει να βυθίζεται. Ανέβηκα στην κουπαστή και έπεσα στη θάλασσα. Στο μεταξύ πολλές ναυαγοσωστικές βάρκες άρχισαν να αναποδογυρίζουν γιατί ήταν υπερφορτωμένες. Οι στιγμές ήταν εφιαλτικές. Από όλα τα σημεία ακούγονταν σπαρακτικές κραυγές βοήθειας. Κολυμπώ μερικά μέτρα και βλέπω τη λάμπα να τρεμοσβήνει και ακριβώς την ώρα εκείνη το πλοίο να χάνεται. Καθώς κολυμπούσα προς την ακτή ένιωθα κάθε λίγο τα σώματα των πνιγμένων που ανέβαιναν στην επιφάνεια του νερού. Μετά από ώρες έφθασα στην ακτή. Στις δέκα το πρωί πέρασε ένα καϊκι και όπως οι ναυτικοί με είδαν να στέκομαι γυμνός στην ακτή, ήρθαν κοντά μου". (Απόσπασμα από την εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ)
_______
©LIFO 2014