Γεννημένος στη Le Roncole, μια μικρή ιταλική πόλη κοντά στην Πάρμα που τότε είχε προσαρτηθεί στην Πρώτη Γαλλική Αυτοκρατορία, καταγόταν από μια φτωχή, αγροτική οικογένεια. Το μουσικό του ταλέντο ήταν τόσο προφανές που όταν έφτασε σε ηλικία 6 ετών, οι γονείς του Κάρλο Τζουζέπε Βέρντι και Λουίτζια Ουτίνι έδωσαν όλες τους τις οικονομίες για να του αγοράσουν ένα μεταχειρισμένο σπινέτο (μικρό τσέμπαλο).
Έναν χρόνο αργότερα ο ιερέας της γειτονικής εκκλησίας θα κλοτσήσει τον μικρό Τζουζέπε, που απορροφημένος από το εκκλησιαστικό όργανο καθυστερεί να του δώσει το δισκοπότηρο. «Με μάτια πύρινα από την οργή τον καταράστηκα στην τοπική διάλεκτο, “ο Θεός να σου ρίξει μια σαΐτα, ο Θεός να σου ρίξει κεραυνό”», αφηγείται ο συνθέτης, που έκπληκτος θα μάθει λίγα χρόνια αργότερα πως ο ιερέας σκοτώθηκε από κεραυνό.
Η οικογένεια θα μετακομίσει στο Μπουσέτο και το προικισμένο αγόρι αποκτά ευκολότερη πρόσβαση στη γνώση. Δέκα ετών γίνεται οργανίστας μερικής απασχόλησης στον San Michele Arcangelo, ξεκινά μαθήματα σύνθεσης με εξαιρετική επιτυχία και αρχίζει να συνθέτει κομμάτια για τη φιλαρμονική της πόλης.
Ο «Ναμπούκο» θα κάνει πρεμιέρα το 1842 με πολύ μεγάλη επιτυχία. Οι επευφημίες των θεατών μετά το τέλος της πρώτης πράξης ήταν τόσο δυνατές, που ο Βέρντι αρχικά τις πέρασε για κραυγές οργής. Η καριέρα των ονείρων του είχε ξεκινήσει.
Με τη βοήθεια του πλούσιου εμπόρου και μέντορά του Αντόνιο Μπαρέτσι θα πάει για σπουδές στο Μιλάνο, το ωδείο όμως θα τον απορρίψει γιατί υπερβαίνει το όριο ηλικίας κατά ένα έτος – είναι δεκαοκτώ. Επιπλέον, δεν τοποθετούσε σωστά τα χέρια του στο πιάνο και, σύμφωνα με τους ειδικούς, «θα κατέληγε μια μετριότητα». Τελικά, θα μείνει στο Μιλάνο για τρία χρόνια, σπουδάζοντας δίπλα σε έναν μουσικό της Σκάλας, τον Βιτσέντζο Λαβίνια.
Επιστρέφει στο Μπουσέτο το 1833 εξαιτίας του θανάτου της μικρότερής του αδελφής Τζουζέπα. Θα διεκδικήσει τη θέση του αρχιμουσικού της φιλαρμονικής της εκκλησίας του Μπουσέτο, οι ιερείς όμως είχαν άλλα σχέδια. Η πόλη θα διχαστεί – οι οπαδοί του Βέρντι δεν θα διστάσουν να παίξουν ξύλο για χάρη του σε δρόμους και ταβέρνες. Το 1836 θα πάρει την περιπόθητη θέση, μια και ο αντίζηλός του, ο Φεράρι, θα εξαναγκαστεί σε παραίτηση.
Έχοντας εξασφαλίσει μόνιμη εργασία, θα παντρευτεί τη μαθήτριά του στο πιάνο και το τραγούδι Μαργκερίτα Μπαρέτσι και μέσα σε δύο χρόνια θα αποκτήσουν δύο παιδιά: μια κόρη και έναν γιο. Το 1836 πεθαίνει η κόρη του, Βιρτζίνια Μαρία Λουίτζα, και η οικογένεια μετακομίζει στο Μιλάνο.
Παρουσιάζει στη Σκάλα τα 1839 την πρώτη του όπερα, «Ομπέρτο», και οι εξαιρετικές κριτικές έχουν ως αποτέλεσμα μια παραγγελία για τρία έργα. Όλα όμως θα πάνε στραβά. Λίγο πριν από την πρεμιέρα του «Ομπέρτο» ο συνθέτης χάνει και τον μικρό του γιο Ιτσίλιο Ρομάνο. Η εικοσιεξάχρονη Μαργκερίτα θα τον ακολουθήσει μέσα σε λίγους μήνες από εγκεφαλίτιδα.
Ο Βέρντι συντρίβεται. Η κωμική όπερα «Μια μέρα βασιλείας» που ανεβαίνει στη Σκάλα το 1840 σημειώνει παταγώδη αποτυχία και κατεβαίνει αμέσως. Ο συνθέτης αποφασίζει να μην ξαναγράψει ποτέ όπερα και απομονώνεται, ενώ ο Μπαρτολομέο Μερέλι, διευθυντής της Σκάλας του Μιλάνου, τον αποδεσμεύει από το συμβόλαιό του.
Verdi, «La Forza del Destino Overture» - Karajan
Σχεδόν δύο χρόνια αργότερα ο Μερέλι θα επανέλθει με ένα λιμπρέτο με τίτλο «Nabucco», βασισμένο στην ιστορία του βιβλικού Βαβυλώνιου βασιλιά Ναβουχοδονόσορα Β’. Για μήνες ο συνθέτης δεν θα το αγγίξει. Κάποια στιγμή θα το ξεφυλλίσει και φτάνοντας στο τραγούδι των Εβραίων σκλάβων («Va, Pensiero») θα συνειδητοποιήσει ότι μπορεί να ξανασυνθέσει όπερα. «Μια μέρα, μια φράση. Μια άλλη μέρα, μια άλλη φράση. Πότε μια νότα, πότε μια φράση. Λίγο λίγο γράφτηκε η όπερα», περιγράφει.
Ο «Ναμπούκο» θα κάνει πρεμιέρα το 1842 με πολύ μεγάλη επιτυχία. Οι επευφημίες των θεατών μετά το τέλος της πρώτης πράξης ήταν τόσο δυνατές, που ο Βέρντι αρχικά τις πέρασε για κραυγές οργής. Η καριέρα των ονείρων του είχε ξεκινήσει.
Τα επόμενα χρόνια ο συνθέτης έγραφε ασταμάτητα – είναι χαρακτηριστικό ότι τα αποκαλούσε «χρόνια της σκλαβιάς». Τα αριστουργήματα ανέβαιναν με καταιγιστικούς ρυθμούς: «Ριγκολέτο» (1851), «Τροβατόρε» (Ιανουάριος του 1853), «Τραβιάτα» (Μάρτιος του 1853), «Χορός Μεταμφιεσμένων» (1859), «Δύναμη του Πεπρωμένου» (1862).
Verdi, «La Traviata» – Anna Netrebko & Rolando Villazón
Στον ελεύθερο χρόνο του επιστρέφει στο κτήμα του στο Μπουσέτο και στην έπαυλη Σαντ’ Αγκάτα –που η ιταλική κυβέρνηση κατάσχεσε και πρόκειται να γίνει μουσείο–, καθώς, ως γνήσιος απόγονος αγροτικής οικογένειας, θέλει να επιβλέπει τις αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες. Εκεί θα φέρει το 1849 την ερωμένη του Τζουζεπίνα Στρεπόνι, την Αμπιγκαΐλε στο πρώτο ανέβασμα του «Ναμπούκο».
Η φήμη της εκπληκτικής σοπράνο ήταν αντιστρόφως ανάλογη με τη φωνή της: τέσσερις φορές είχε μείνει έγκυος, τέσσερις φορές τα μωρά αφέθηκαν σε ορφανοτροφείο. Οι «θεοσεβείς» κάτοικοι του Μπουσέτο δεν θα διστάσουν να πετάξουν πέτρες στα παράθυρα του σπιτιού, το ζευγάρι ωστόσο θα «νομιμοποιηθεί» ενώπιον Θεού και ανθρώπων δέκα χρόνια αργότερα.
Μπορεί το Μπουσέτο να σκανδαλιζόταν με την ερωτική ζωή του Βέρντι, για ένα μεγάλο κομμάτι των Ιταλών όμως ο συνθέτης υπήρξε σύμβολο και πηγή έμπνευσης, καθώς συνδέθηκε στενά με το κίνημα «Il Risorgimento» (Η Αναζωπύρωση) που είχε στόχο την ενοποίηση της κατακερματισμένης χώρας και την απαλλαγή της από την ηγεμονία των Αψβούργων.
Το περίφημο «Va, Pensiero» από τον «Ναμπούκο» έγινε αμέσως ο ύμνος του «Ριζορτζιμέντο». «Ω, χώρα μου, τόσο όμορφη και τόσο χαμένη», τραγουδάνε οι Εβραίοι σκλάβοι και μαζί τους οι Ιταλοί επαναστάτες, για να απαντήσει ο αρχιερέας Ζαχαρίας, προφητεύοντας την απελευθέρωση:
«Εγερθείτε, θλιμμένα μου αδέλφια,
Ο Κύριος μιλάει μέσα από τα χείλη μου.
Οι επονείδιστες αλυσίδες θα σπάσουν».
Giuseppe Verdi - «Nabucco» - «Va, pensiero» (Chorus of the Hebrew Slaves) - Matthias Georg Kendlinger - K&K Philharmoniker - K&K Opernchor - April 6, 2009
Ο Βίκτωρ Εμμανουήλ Β’, ο βασιλιάς του Πεδεμοντίου και της Σαρδηνίας, ήταν το πρόσωπο στο οποίο οι Ιταλοί είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους για ενοποίηση της χώρας. Ο Βέρντι συνδεόταν φιλικά μαζί του και φρόντιζε με τις όπερές του να στέλνει μηνύματα στους Ιταλούς πατριώτες. «Δυστυχώς για εμάς, αν θέλουμε να είμαστε αποτελεσματικοί, πρέπει να καταφύγουμε στη μεταμφίεση», έγραψε κάποτε στον Τζιουζέπε Τζιούστι.
Χαρακτηριστικό της ατμόσφαιρας που επικρατούσε είναι το σύνθημα VIVA V.E.R.D.I. που γέμιζε τους τοίχους της Βόρειας Ιταλίας, προκαλώντας σύγχυση στους Αυστριακούς κατακτητές που αδυνατούσαν να το κατανοήσουν – δεν ήταν εύκολο να αντιληφθούν πως VERDI σήμαινε «Vittorio Emanuele, Re d’ Italia», τουτέστιν «Βίκτωρ Εμμανουήλ, Βασιλιάς της Ιταλίας».
Η Ιταλία κατάφερε να γίνει έθνος-κράτος το 1861 και ο Τζουζέπε Βέρντι υπηρέτησε μία θητεία ως βουλευτής. Το 1874 διορίστηκε από τον βασιλιά μέλος της Ιταλικής Γερουσίας, όταν όμως ο Βίκτωρ Εμμανουήλ Β’ θέλησε να τον κάνει και μαρκήσιο, ο συνθέτης αρνήθηκε με τη φράση: «Είμαι ένας χωρικός».
Το 1871 παρουσιάζεται στο Κάιρο μια όπερά του κατόπιν παραγγελίας του Χεδίβη της Αιγύπτου Ισμαήλ Πασά για τον εορτασμό του ανοίγματος της Διώρυγας του Σουέζ: η περίφημη «Αΐντα», που διαδραματίζεται στην εποχή των Φαραώ και έχει θέμα έναν τραγικό έρωτα, είναι ένα από τα πιο φημισμένα έργα του συνθέτη.
Για πολλά χρόνια ο Βέρντι σταματά να συνθέτει. Τη σιωπή του θα σπάσει η γνωριμία του με έναν νεότερό του συνθέτη και ποιητή, τον Αρίγκο Μπόιτο. Σε δικά του λιμπρέτα, βασισμένα σε σαιξπηρικά έργα, θα είναι οι δύο τελευταίες όπερες του σπουδαίου μουσουργού, ο «Οθέλος» (1887) και ο «Φάλσταφ» (1893).
Ο «Οθέλος» σημείωσε τεράστια επιτυχία και παραμένει μία από τις δημοφιλέστερες όπερες στον κόσμο, κανένας ωστόσο δεν περίμενε, όταν ανέβηκε ο «Φάλσταφ», ότι ο συνθέτης, σε ηλικία ογδόντα πλέον ετών, θα παρουσίαζε μία ακόμη όπερα, και μάλιστα κωμική.
«Απολαμβάνω τη σύνθεση της μουσικής· χωρίς σχέδια οποιουδήποτε είδους και δεν ξέρω καν αν θα την τελειώσω… Επαναλαμβάνω… Το απολαμβάνω. Ο Φάλσταφ είναι ένας αδίστακτος που διαπράττει κάθε είδους κατεργαριά... Αλλά με έναν διασκεδαστικό τρόπο. Είναι τύπος. Οι τύποι είναι τόσο διαφορετικοί! Η όπερα είναι εντελώς κωμική! Αμήν», θα γράψει ο Βέρντι, τον οποίο οι θεατές χειροκροτούσαν επί μισή ώρα όταν τελείωσε η πρεμιέρα.
Η Τζουζεπίνα θα πεθάνει το 1897, έχοντας καταφέρει, είκοσι χρόνια νωρίτερα να υπερισχύσει στη μάχη για την καρδιά του συνθέτη με αντίπαλο την τελευταία του ερωμένη, τη σοπράνο Τερέζα Σολτς.
Το 1901, σε ένα ξενοδοχείο στο Μιλάνο, ο Βέρντι παθαίνει εγκεφαλικό και η είδηση μεταδίδεται ταχύτατα σε όλη τη χώρα. Ο διευθυντής εκκενώνει το ξενοδοχείο και αποφασίζει να ενημερώνει ο ίδιος, ως «υπεύθυνος Τύπου», για την πορεία της υγείας του συνθέτη. Τηλεγραφήματα αποστέλλονται ανά ώρα και στο παλάτι, ενώ η αστυνομία δεν επιτρέπει να διέρχονται οχήματα μπροστά από το κτίριο, για να μην ενοχλούν τον σπουδαίο ασθενή.
Η ώρα της μεγάλης εξόδου έχει φτάσει και ο Τζουζέπε Βέρντι θα αφήσει την τελευταία του πνοή ξημερώματα της 27ης Ιανουαρίου 1901 στις 2:50. Σε ένδειξη πένθους και σεβασμού, την επομένη τα περισσότερα καταστήματα στο Μιλάνο παρέμειναν κλειστά.
Ο μουσουργός τάφηκε σε μια κρύπτη του Οίκου Ανάπαυσης για τους αναξιοπαθούντες μουσικούς, ο οποίος ήταν δικό του δημιούργημα και μία μόνο από τις αγαθοεργίες που συνήθιζε να κάνει. Την πομπή ακολούθησαν εκατοντάδες χιλιάδες Ιταλοί τραγουδώντας το «Va, Pensiero», τον ύμνο της ιταλικής ενότητας που εξακολουθεί να ακούγεται μέχρι και σήμερα κατά τη διάρκεια αγωνιστικών κινητοποιήσεων.
Ο Βέρντι, ωστόσο, είχε προλάβει να κάνει τον απολογισμό του στο τελευταίο χορωδιακό κομμάτι του κύκνειου άσματός του, του «Φάλσταφ»: «Όλα στον κόσμο είναι μια φάρσα (…), αλλά γελά καλύτερα όποιος γελά τελευταίος».
Verdi’s Requiem: «Dies irae»