Η κόρη του αφεντικού, μία μικρή μόνιμη γρίπη: αγκαλιάζει το κτήριο, τσουλάει από τα λούκια, χάνεται μεσ’ τις χαραμάδες, τρυπώνει σε βρώμικα γραφεία, μυρίζει ξινίλα κι απόγνωση.
Ο καημός του μπαμπά, ασουλούπωτος, ανάγωγος, άφιλος κι ανασφαλής.
Γινάτι και παράπονο της το ‘χε πάντα. Όχι που δεν του βγήκε γιος. Όχι. Αλλά που δεν «πονούσε» την επιχείρηση, τον κόπο, τη ζημιά του.
Πότε στα Λονδίνα και τις Αμερικές για σπουδές που δεν τέλειωναν ποτέ, πότε με καβγάδες για το πού θα κατέληγε η «οικογενειακή επιχείρησις», είδε κι απόειδε και κάποτε αποφάσισε να του κάνει το χατίρι.
Να αναλάβει ευθύνες, να βγει μπροστά, να πάρει την κατάσταση στα χέρια της, να είναι στο «πόδι του», ο άνθρωπος του. Ναι, αλλά... πώς;
Για κάμποσο καιρό περιπλανιόταν στην «επιχείρηση», προσπερνώντας τα φαρμακερά σχόλια που υπογράμμιζαν ότι ειδικά τα παιδιά του αφεντικού έπρεπε να ξεκινούν από τα «χαμηλά».
Μετά, σιγά – σιγά άρχισε να της αρέσει. Η λέξη. «Αφεντικό». Δεν ήταν δα και τόσο βαρετά, στο άδειο πια κτήριο με τους λιγοστούς εργαζόμενους και την ανάγκη τους.
Είχε και γραμματέα! Κάποιον να σηκώνει τα τηλέφωνα για εκείνη, όσο βρισκόταν σε meetingsπου ‘χαν εκκρεμότητες και υποχρεώσεις και μπελάδες. Και κάπου να πρέπει να δώσεις λόγο. Κι αναφορά. Αυτό δεν της άρεσε.
Ήταν, όμως, πολύ ωραίο μετά, πολύ μαλακτικό για την τεθλασμένη της αυτοπεποίθηση να εξηγεί αυστηρά και με λίγο παραπανίσιο στόμφο – κάπως αδούλευτο ακόμη, κάπως σε αμηχανία, σαν παιδάκι που μόλις έμαθε ποίημα - , ότι «εδώ, (θεατρική παύση) άμα σας αρέσει! Άμα δεν σας αρέσει, υπάρχουν στρατιές πρόθυμων να σας αντικαταστήσουν! Αυτά είχα να πω!».
Το ‘χε μάθει απ’ έξω – νερό. Μαζί με άλλα: για το... "μικρό παχνί" που, όμως, παρέχει ασφάλεια, για το «θα ‘πρεπε να κάνετε το Σταυρό σας, που έχετε κι αυτή τη δουλίτσα και βάζετε λίγα λεφτούλια στην τσέπη σας» και εκείνο το άλλο, το πατρικό «ζόρισε τους. Κι άλλο. Δεν παθαίνουν τίποτα. Κι άμα σου βγάλουν γλώσσα , ξέρεις!»
Σκασίλα της η κατάρτιση, σκοτίστηκε για την εμπειρία. Ο μπαμπάς της είχε πει ότι η δουλειά βγαίνει και έτσι. Και με έναν, που λέει ο λόγος.
Εκεί ένιωθε κάπως καλύτερα. Κάπως πιο σίγουρη ότι κάνει το σωστό. Ότι δεν έμπλεξε κάπου απ’ όπου - οι βραδινοί εφιάλτες, της θύμιζαν ότι - μπορεί και να μην ξεμπλέξει. Ότι τελικά μπορεί και να μην είναι όλα για όλους. Μπορεί να μην έκανε για «αφεντικό».
Πεταγόταν έντρομη απ’ το κρεβάτι, έστρωνε ξανά τα ρούχα της πάνω στην καρέκλα, έβαζε το ένα παπούτσι δίπλα στο άλλο και ξανάπεφτε, πιο ήρεμη. Ξανασηκωνόταν για να ισιώσει το σεντόνι.
Και το άλλο πρωί, πάλι χαμένη ανάμεσα σε χαρτάκια, χαρτάκια, χαρτάκια κι αριθμούς, να προσπαθεί να αποφύγει παράπονα, απλήρωτους συνεργάτες, να κοπιάζει να τραμπουκίσει, για να αποκαταστήσει την τάξη, εκεί που η υπερωρία καβαλούσε την αγανάκτηση, (πόσο εύκολο το έκανε να φαίνεται ο μπαμπάς), αλλά να της λείπει ο τόνος και η...εργοδοτική πυγμή (κάπου το είχε ακούσει αυτό), που χωρίζουν τον τσαμπουκά από την υστερία, να απαιτεί τσιρίζοντας τον σεβασμό και μετά να τρέχει πάλι να κρυφτεί. Πίσω απ’ τα χαρτάκια. Και τον μπαμπά.
Καμιά φορά θέλει να βάλει τα κλάματα. Δεν δουλεύει πάντα το «διαίρει και βασίλευε», δεν πιάνουν πάντα τα ταχύρρυθμα «της ψυχολογίας του τρόμου στον υπάλληλο» που κρυφάκουγε χρόνια απ’ τον μπαμπά, δεν ωφελεί απαραιτήτως το ψαχούλεμα στα e-mails, στα τηλέφωνα τους, στα συρτάρια, στις επαφές τους στο LinkedIn.
Καμιά φορά ονειρεύεται ότι όλα είναι πιο εύκολα. Ακόμη πιο εύκολα. Για εκείνη.
Καμιά φορά απελπίζεται που κόλλησε κάπου στη μέση. Ούτε παιδί ούτε ενήλικας. Ούτε «αφεντικό» ούτε εργαζόμενος. Με εξουσία, χωρίς αρμοδιότητες. Με αρμοδιότητες, χωρίς τίτλο.
Καμία – μα καμία - φορά, όμως, δεν εύχεται να μη χρειαστεί να αναζητήσει δουλειά και να πέσει πάνω στον εαυτό της ή σε κάτι που να της μοιάζει.
Η κόρη του αφεντικού. Μια δυστυχία περιφερόμενη. Από όροφο σε όροφο, από γραφείο σε γραφείο, να πρέπει να δίνει πειστικές απαντήσεις για πράγματα που αγνοεί, να πασχίζει να κάνει το άσπρο μαύρο και απλώς να ελπίζει ότι μια μέρα δεν θα δει τον καημό του μπαμπά να μεγεθύνεται.
σχόλια