Στον άνθρωπο που είναι κάθε μου ανάσα...

Στον άνθρωπο που είναι κάθε μου ανάσα... Facebook Twitter
2

Βάλε τη ζώνη σου και φύγαμε…

 


 

Σε νοιάζει; η ερώτηση πάνω στην ερώτηση ήρθε από τον ίδιο μου τον εαυτό, ταυτόχρονα σχεδόν με το που ξεστόμισα το «που πάμε;» το ΟΧΙ μου ως ανταπάντηση μου, μεγαλύτερο και από σημαία επετείου. 

 

Δε με νοιάζει, στα αλήθεια. Μόνο μαζί σου να είμαι.. Μόνο να μπορώ να γείρω στον ώμο σου όσο εσύ οδηγείς, και να μου κρατάς δυνατά το χέρι σε στροφές και σε ευθείες..  Κι όταν ταξιδεύουμε νύχτα σε ήρεμους δρόμους, να τυλίγεις το χέρι σου γύρω από τους ώμους μου, και να με σφίγγεις σε κάθε λακούβα που βλέπεις μπροστά μας και μπορεί να αναταράξει το λαγοκοίμισμά μου.

 

Ποτέ δεν κοιμάμαι, το ξέρεις; Αλλά πάντα προσποιούμαι πως με έχει πάρει ο ύπνος πάνω σου και απολαμβάνω τα χείλη σου όπως ακουμπάνε, φιλί, στα μαλλιά μου.. Χώνω το πρόσωπό μου στη μυρωδιά που έχεις στον λαιμό σου. Όχι, δεν είναι το άρωμά σου, είσαι Εσύ. Εσύ που κρατάς στα χέρια σου όχι τα δάχτυλά μου, αλλά όλη μου την ύπαρξη..

 

Από πού ήρθες, στα αλήθεια; Δεν σε περίμενα.. Πριν σε γνωρίσω η ζωή μου ήταν τακτοποιημένη σε αλφαβητικά και συμμετρικά βαλμένα κουτάκια. Άδεια τα περισσότερα από αυτά, αλλά είχα αναπτύξει το χάρισμα να ονοματίζω το τίποτα κάτι, και να κάνω το φτηνό τους χαρτόνι να γυαλίζει για να λέω πως έχω λόγο να τα κρατάω..

 

Κάποτε τα πασπάλιζα και με χρυσόσκονη, αλλά ξέρεις τι; Άρχισαν σιγά σιγά να ξεθωριάζουν τα δάχτυλά μου όπως την άπλωνα πάνω από γκρίζες σκιές και φοβήθηκα. Φοβήθηκα πως αν μια μέρα, έρθεις, θα στην δώσω θαμπή. Κι έτσι την έκλεισα απλά σε εκείνο το καλά φρουρημένο, κλειδαμπαρωμένο ντουλαπάκι κάπου στο στήθος κι αριστερά. 

 

Κι όσο τα χρόνια περνούσαν, έπιαναν σκόνη οι κλειδαριές και στο όνειρό σου έμπαινε μια τελεία. Αν δεν ερχόσουν Εσύ, ξέρεις τι; Θα ήμουν όπως πάντα μόνη μου. Είχα μάθει να χωράω όπου περισσεύω και να σπάω όπου ασφυκτιώ. Είχα μάθει να απλώνω τα κομμάτια της καρδιάς μου στο τραπεζάκι του σαλονιού κάθε βράδυ. Να βάζω ένα ποτήρι κρασί και ανάμεσα στις γουλιές του προσπαθώ να φτιάξω το παζλ τους. Μα δε βαριέσαι.. Άλλη μια νύχτα θα τα παρατήσω γιατί πάντα λείπει ένα κομμάτι και όσο κι αν προσπαθώ μένω συνέχεια στη μέση. Τα ξαναμπερδεύω και σκέφτομαι πιο είναι το πιο αδύναμο, το πιο μικρό, να το δώσω κι αυτό να τελειώνω. Σιγά σιγά, τελειώνω. Σταματάω. Θα συνεχίσω να αναπνέω ακόμα το ξέρω.  Είναι δικό μου δημιούργημα να έχω μάθει να αναπνέω κάτω από την επιφάνεια του νερού που έχω επιλέξει να θολώνει το αντίκρισμα των ματιών μου. Ξέρεις, είχα μάθει τόσο καλά πια να σκοτώνω τον εαυτό μου… 

 

Το χέρι μου παγώνει. Ανοιγοκλείνω τα μάτια μου για να δω έναν καφέ παγωμένο κλεισμένο σφιχτά ανάμεσα στα δάχτυλά μου, να ανταγωνίζεται το χιόνι που πέφτει έξω. Χιόνιζε εκείνη την ημέρα, θυμάσαι; Κι εμείς με 2 παγωμένους καφέδες ανάβαμε με ξεροκλαδάκια φωτιές που είχαμε πιστέψει πως είχαν σβήσει.

 

Δυο τσιγάρα και μια αμηχανία που έβρισκε ξέσπασμα στο πράσινο καλαμάκι του κρύου μου καφέ. Δεν σε ξέρω, πρώτη φορά σε βλέπω. Μα γιατί νιώθω πως είναι τόσο λάθος αυτό το μισό μέτρο απόστασης που μας χωρίζει; Γιατί νιώθω πως η θέση μου είναι στα τυλιγμένα γύρω από το κορμί σου χέρια;

 

Σε ζηλεύω. Θα έπρεπε να τα έχεις τυλιγμένα γύρω μου. 

 

Ένα χάρηκα και καλές γιορτές, σε φιλάω στο μάγουλο και με αγκαλιάζεις. Τρέμει λίγο η φωνή μου και η καρδιά μου χοροπηδάει ανάμεσα στα λουκέτα της. Μπαίνω στο αμάξι και η σκέψη σου γίνεται φανάρια και δρόμος, περαστικοί, μαγαζιά και χριστουγεννιάτικες βιτρίνες.

 

 Από πού ήρθες, είπες; 

 

Ανοίγω τα μάτια μου και σε κοιτάω που κοιμάσαι δίπλα μου.. Αναπνέω στην ανάσα σου, και σε φιλάω απαλά στα χείλη για να βεβαιωθώ πως δεν είσαι όνειρο.. Η μορφή σου αλλάζει σε χιλιάδες εικόνες.. Τον πρώτο καφέ της ημέρας που θα πιούμε σε λίγο, και το παγωτό που θα μοιραζόμαστε κρυφά μετά από 50 χρόνια…. Την Κυριακή που θα με κρατάς όλη τη μέρα στην αγκαλιά σου, και εκείνη την ημέρα που θα κρατάμε στα χέρια μας εσένα κι εμένα σε ένα… 

 

Από πού ήρθες; Δε με νοιάζει πια.. Αν και ξέρω πια την απάντηση, πως ήρθες από όλες όσες έχω ζήσει μέχρι τώρα ζωές γιατί πάντα ήσουν η ολοκλήρωσή μου..

 

Με νοιάζει που ήρθες.. Με νοιάζει που η καρδιά , το μυαλό, η ψυχή, το κορμί, τα όνειρα, δεν είναι πια δικά μου. Είναι δικά μας.. Με νοιάζει που ακόμα κι αν σταματήσεις να με αγαπάς, θα σου ανήκω μέχρι να μην ζω πια. Μέχρι την τελευταία μου ανάσα που θα φωνάζει σε αγαπάω… Με νοιάζει που για πρώτη φορά στη ζωή μου, Ζω… Πρώτη, και  τελευταία.. Με νοιάζει που βλέπω στα μάτια σου να με αγαπάς όσο δε με έχει αγαπήσει ποτέ κανείς, και κανένας δεν θα μπορέσει.. Τα μάτια σου.. Τα λατρεύω, έτσι που χαμογελούν.. Δεν ήταν έτσι όταν σε γνώρισα, το ξέρεις; Ήταν και τότε πανέμορφα, αλλά τώρα χαμογελούν και χρωματίζονται και απο λίγο πράσινο.. Στο ορκίζομαι, κάθε μέρα θα τα κάνω να χαμογελούν…. 

 

Με νοιάζει, που στο τραπεζάκι του σαλονιού, δεν σκορπάω πια κομμάτια μου, αλλά άπειρους καταλόγους από delivery,γιατί ναι, η κουζίνα μου μου πέφτει πολύ μακριά σου, και το πακέτο των τσιγάρων σου δίπλα στο δικό μου.. 

 

Δένω τη ζώνη μου, και φύγαμε σε ένα ταξίδι που θέλω να διαρκέσει μέχρι τα ενωμένα χέρια μας να έχουν πάνω τους τις γραμμές των χρόνων που έχουν περάσει στο μαζί μας.. Μέχρι τα μαλλιά μας να λαμπιρίζουν, λευκές ανταύγειες κάτω από τον χρυσό ήλιο που θα μας βρίσκει να λέμε καλημέρα μωρό μου σε κάθε του ανατολή.. 

 

 Η ζωή μου, στα χέρια σου, μέχρι το τέλος της….

 

 

2

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

σχόλια

1 σχόλια
Ασύλληπτο εύρος του απύθμενου τίποτα.Φαντάζομαι η τοποθέτηση επτά χρόνια μετά και παντρεμένη με παιδιά με τον εν λόγω θεό θα είναι πολύ πιο περιεκτική για τους αναγνώστες που βαρέθηκαν κι έβαλαν δάχτυλο στο λαιμό, απ τη τρίτη κιόλας γραμμή.Έλεος...