To καλύτερο reunion

To καλύτερο reunion Facebook Twitter
2


Πάντα πίστευα πως αν παρατηρήσεις καλά έναν άνθρωπο την ώρα που κάνει την ερώτηση «θυμάσαι τότε;» θα μπορέσεις να μάθεις για αυτόν πολλά περισσότερα από την νοσταλγία που θέλει να μοιραστεί. Η ερώτηση αυτή πατάει επάνω σε μια πολλή λεπτή ισορροπία και δεν κρύβει από πίσω της μόνο αναμνήσεις. Υπάρχουν φορές που θαμπώνει το βλέμμα, άλλες που φωτίζει το πρόσωπο, άλλες που στεγνώνει τα χείλη σε δύο λεπτές γραμμές, άλλες που κάνει την ανάσα να μοιάζει με γέλιο, άλλες που αφήνει δάκρυα να κυλήσουν στα μάγουλα. Η ερώτηση αυτή μπορεί να κρύβει τόσο την πικρή γεύση μιας ήττας πίσω από ένα «έχω μετανιώσει» όσο και την πληρότητα ενός «έζησα όμορφα». Όπως και να χει, έρχεται στο μυαλό συνήθως τις ώρες των απολογισμών. Τις ώρες των ιδιόμορφων αυτών προσωπικών υπολογισμών.


Μια από αυτές τις ώρες, μάζεψα και εγώ όσα «θυμάσαι τότε;» μπορούσα να κουβαλήσω στις αποσκευές μου και βρέθηκα σε ένα μέρος που αγαπώ ιδιαίτερα. Εδώ λοιπόν, έξω από το θέατρο του Λυκαβηττού, με την Αθήνα πιάτο από κάτω, ακριβώς δίπλα στην δική μου καθημερινότητα και συγχρόνως χιλιόμετρα μακριά της. Παρακολουθώ μια πόλη που αναπνέει την ρουτίνα της κανονικά ή τουλάχιστον έτσι δείχνει, γιατί από εδώ η εικόνα λέει πως τίποτα δεν έχει αλλάξει. Στιγμές που πέρασαν και συναισθήματα ανάβουν και σβήνουν μαζί με τα φανάρια στην κίνηση, μπαίνουν στο άδειο κουτάκι της μπύρας που κλωτσάς στο πεζοδρόμιο, φωνάζουν μαζί με τις κόρνες των αυτοκινήτων, χάνονται στις γωνιές που έδινες ραντεβού, χρωματίζουν με γκράφιτι πάνω σε τοίχους παλιούς, γεμίζουν τα υπόγεια μπαράκια με φοιτητές, χαζεύουν τις ξεχαρβαλωμένες αφίσες πάνω στις κολώνες, κρύβονται μέσα σε καρδιές χαραγμένες σε παγκάκια.

Reunion. Όχι με παλιούς συμμαθητές, για να μάθεις τα νέα από τα τόσα χρόνια που πέρασες χωριστά, μα με μέρη και στιγμές. Reunion, για να συναντήσεις ξανά όσα κάποτε πίστευες πως δεν θα είχε νόημα να θυμάσαι. Γιατί υπάρχουν και αυτά τα reunion, που λειτουργούν ως φόρος τιμής σε όσα νόμιζες πως θα μείνουν για πάντα ίδια, αλλά δεν έμειναν τελικά. Ένα μικρό οδοιπορικό, σαν προβολή παλιάς αγαπημένης ταινίας σε θερινό σινεμά, μια ανάσα μακριά από την κανονική ροή του χρόνου.
Στα παιδικά μου χρόνια, ο χρόνος αυτός είχε μυρωδιά. Θυμάμαι τα καλοκαίρια τον υποχρεωτικό μεσημεριανό ύπνο κάτω από τον ανεμιστήρα στο ταβάνι να μυρίζει φρεσκοσιδερωμένα σεντόνια. Η ώρα πέντε και μισή μύριζε πάντα ελληνικό καφέ και η γειτονιά έβγαζε τις καρέκλες της στα πεζοδρόμια. Η ώρα εννιά παρά δέκα μύριζε πατάτες τηγανιτές και οι μανάδες έβγαιναν στα μπαλκόνια να μας μαζέψουν στα σπίτια. Η ώρα δέκα το βράδυ μύριζε μερκουροχρώμ στα γδαρμένα από το παιχνίδι γόνατα.
Στα εφηβικά μου χρόνια, ο χρόνος είχε ήχο. Θυμάμαι τα γιορτινά τραπέζια, «σε σπίτια με μωσαϊκά», με το πικάπ στην διαπασών, με τα γέλια να ακούγονται άλλοτε δυνατά άλλοτε πνιγμένα στα κουτσομπολιά για την απέναντι, με την πορσελάνη να μοιράζεται πάνω στα κάτασπρα στρωμένα τραπεζομάντηλα, με το σόι να στριμώχνεται σε παράταιρες καρέκλες δανεικές για να χωρέσουν όλοι, με τσακωμούς για τα πολιτικά, με τα κρυστάλλινα ποτήρια να σηκώνονται κάθε τρεις και λίγο «στην υγειά μας», με την μαμά να φωνάζει που τρώω με τα walkman στα αυτιά.

Στα φοιτητικά μου χρόνια, ο χρόνος είχε χρώμα. Θυμάμαι τα κυριακάτικα μεσημέρια στην πλατεία Αβησσυνίας στο γιουσουρούμ την Βούλα πάντα να τραγουδάει κρατώντας ένα λουλούδι στο χέρι. Λόγια πολύχρωμα και γέλια πολλά μα τα ρούχα πάντα μαύρα. Αυτό το μαύρο που φωτίζει τόσο όμορφα τα νιάτα. Η φωτογραφική μου μηχανή ακουμπισμένη πάνω στο τραπέζι δίπλα σε διάφανα μπουκάλια γεμάτα κρασί και σε γαρδένιες χαρισμένες με το κοτσανάκι τους τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο. Σιωπές ερωτευμένες κατακόκκινες έντυναν πόντο πόντο τις στιγμές μου με λεβάντες και δαντέλες.

Λίγα χρόνια μετά οι αναμνήσεις μου ακουμπάνε στο χέρι μου το κλειδί από το πρώτο σπίτι που νοίκιασα. Θυμάμαι τις κούτες που άνοιγα και τακτοποιούσα τα πράγματά μου, θυμάμαι τον πρώτο μου μισθό, θυμάμαι την αίσθηση που είχε το τιμόνι από το πρώτο μου αυτοκίνητο. Θυμάμαι το χέρι του παιδιού μου, που κρατούσα σφιχτά, το ζεστό θερμόμετρο και τα μάτια που έκλειναν από την αϋπνία κάθε φορά που ανέβαιναν οι πυρετοί, την υφή του χαρτιού από τον πρώτο σχολικό του έλεγχο, τις κορδέλες από εφημερίδα που φτιάχναμε και δέναμε στην ουρά του χαρταετού.

Ο χρόνος μου μοιάζει να έχει εξαντλήσει τις τέσσερις από τις πέντε αισθήσεις του σε εποχές άλλες, καλά κρυμμένες σε μέρη υπεράνω πάσης υποψίας, που μοιάζουν πια με προϊόντα μυθοπλασίας. Σε μέρη που φτάναμε οδηγώντας σαραβαλάκια χωρίς πυξίδες και καύσιμα. Σε μέρη που όλα τα ενδεχόμενα ήταν ανοιχτά, γιατί ξέραμε πώς να κλέβουμε την γλυκιά γεύση από τις στιγμές χωρίς να την εκβιάζουμε.

Στον χρόνο μου μένει μόνο η γεύση. Σε συνθήκες που κάνουν το τώρα μου μουδιασμένο, θαμπό, φοβισμένο και πιο αμφιταλαντευόμενο από ποτέ, η γεύση αυτή κινδυνεύει να είναι πικρή. Γυρνάω το βλέμμα και αντικρίζω πόρτες κλειδωμένες εκεί ακριβώς που κάποτε στριμωχνόμουν για να μπω στη συναυλία του Παπάζογλου. Κοιτάζω την καντίνα παραδίπλα. Παγωτό. Μέσα στην καρδιά του χειμώνα, με το μπουφάν κουμπωμένο μέχρι επάνω, μετράω τα ψιλά στις τσέπες μου. Αναρωτιέμαι πόσο πιο απλά μπορούσε κάποιος να ορίσει το οξύμωρο κάποτε. Παγωτό μες τον χειμώνα. Αναρωτιέμαι πόσο πιο οξύμωρο είναι το τώρα αν το αφήσεις να σέρνεται δίπλα σου σαν εκκρεμότητα; Να μην το ζεις αλλά να ξέρεις πως θα πρέπει να το ζήσεις. Σκέφτομαι πως θα ήταν να γυρνούσα σε εκείνο το μη οξύμωρο κάποτε έστω και για πέντε λεπτά, ίσα να μυρίσω, ίσα να ακούσω, ίσα να δω, ίσα να ακουμπήσω για μια ακόμα φορά. Πόσο άδικο θα ήταν αν αυτό λαχταρούσα συνέχεια; Πόσο άδικο για το τώρα μου;

Βραδιάζω στην ίδια θέση παρατηρώντας την Αθήνα να ανασαίνει πάνω από κάδους γεμάτους σκουπίδια, να γεμίζει με ερωτευμένα ραντεβού στις ίδιες γωνιές που κοιμίζει άστεγους, να ανασαίνει δακρυγόνα, να απολύεται, να έχει πάψει να ελπίζει σε μια μέρα που θα ξημερώσει επιτέλους καλύτερη, να χάνει την φωνή της στις διαδηλώσεις, να μεγαλώνει τα παιδιά της, να σηκώνει πανό και να γυρνάει στο σπίτι της το βράδυ πάντα άπραγη. Η πόλη που μεγάλωσα επιμένει να μου θυμίζει αυτήν μου την τωρινή εκκρεμότητα.

Βάζω το χαρτάκι από το παγωτό μέσα στην τσάντα μου, περπατάω μέχρι το αυτοκίνητο, βάζω στο σι ντι Παπάζογλου, ανάβω τα φώτα, οδηγώ μέσα στο τώρα μου και ξέρω πως χρόνια μετά κάθε φορά που θα γυρνάω σε αυτήν την στιγμή ο χρόνος μου θα έχει την γεύση ενός παγωτού μέσα στον χειμώνα.

2

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ