Ε, η μέρα δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο! Χουζούρευε για λίγα λεπτά στο κρεβάτι, τεντωνότανε μια στάλα πότε από ‘δω και πότε από ‘κει, είναι υγιεινό να τεντώνεσαι το πρωί, κάπου το είχε διαβάσει. Δεν έστρωνε κρεβάτι ποτέ. Ίσως κάποτε να το έκανε, δεν θυμάται. Αμυδρά -μπορεί και να είναι δημιούργημα της φαντασίας της- το έστρωνε τότε που ήταν νιόπαντρη και τα καλύμματα έλαμπαν καινούργια. Ίσως.
Χειμώνα - καλοκαίρι άνοιγε διάπλατα το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας. Φρέσκος αέρας και οξυγόνο, για να διεισδύσει μαζί και το Άγιο Πνεύμα της καθημερινής έμπνευσης. Πρωινή επίσκεψη στο μπάνιο. Έπειτα κατευθείαν κουζίνα. Ξεχτένιστη, αγουροξυπνημένη, χαλαρή.
Ένα μικρό χάδι στον σκύλο κι έβαζε το μπρίκι. Άναβε το γκαζάκι, μετρούσε δυο μεγάλες κουταλιές καφέ, ξέπλενε το χτεσινό φλυτζάνι. Άρπαζε τη σκούπα. Απ’ τις παλιές τις σκούπες. Η ηλεκτρική πάλιωνε στη μικρή κάμαρα. Σκούπιζε γρήγορα το σαλόνι από τις τρίχες του σκύλου κι έσπαζε το χάπι του στα δύο με τεντωμένη την ακοή στου καφέ το φούσκωμα.
Τον σέρβιρε αχνιστό και πικρό στο μεγάλο φλυτζάνι.
Χάπι στον άρρωστο σκύλο, χωμένο μέσα σε μια παγωμένη μπουκιά σκυλοτροφή. Βρέχει με βρασμένο από χτες χαμομήλι ένα κομμάτι βαμβάκι. Του σκουπίζει τα μάτια. Εκείνος δεν κουνιέται καθόλου από τη θέση του. Γνωρίζει καλά την πρωινή ιεροτελεστία.
Έπαιρνε τον καφέ της και ξανατράβαγε στην κρεβατοκάμαρα. Κρεβάτι μονό. Καταδικασμένη στο στενότερο χώρο του σπιτιού και με μονό κρεβάτι. Άνοιγε τον υπολογιστή. Βολευότανε στην κόκκινη καρέκλα.
Έγραφε με δύο μόνο δάχτυλα: αυτά που κάνεις εκείνη την πρόστυχη χειρονομία όποτε σε προσπερνάει κάποιος σαν σίφουνας στην εθνική οδό, δεν έχεις καταλάβει από πού εμφανίστηκε και τρομάζεις μήπως συγκρουστείς μαζί του και πεθάνεις ανεπανόρθωτα. Δύο δάχτυλα. Τα συγκεκριμένα. Γράφει ασταμάτητα τρεις ώρες. Τσιγάρο. Σταματάει όχι επειδή το θέλει μα επειδή ο σκύλος σηκώνεται από τον ύπνο και με τα μπροστινά του πόδια σκουντάει τον ώμο της.
«Περίμενε, τελειώνω» λέει συνήθως. «Περίμενε... τελειώνω» όπως έλεγε κάποτε στους εραστές της. Μα ο σκύλος πεινάει και κατουριέται. Πιέζει επειδή πιέζεται.
Δεν κλείνει τον υπολογιστή ακόμα. Μέχρι να φάει ο σκύλος κερδίζει ακόμα δέκα λεπτά. Όμως σηκώνεται. Του βάζει να φάει. Την ακολουθεί.
«Παρ’ το» του λέει. «Παρ’ το…» όπως έλεγε όταν πρόσφερε το στήθος της στους εραστές της.
Σαν παιδάκι που το σκάει κρυφά ξαναχώνεται τρέχοντας στην κόκκινη καρέκλα και γράφει λίγο ακόμα. Αποθηκεύει. Κλείνει. Δεν υπάρχει καιρός. Άργησε ν’ αρχίσει. Θαυμάζει κείνα τα παιδιά που είναι τριάντα κι έχουν αρχίσει να γράφουν, έχουν διαλέξει να γράφουν. Εκείνη άρχισε αργά. Εκείνη είχε διαλέξει άλλα πράγματα. Γάμους, καριέρα, παιδιά, οικογένεια.
Τώρα κάνει αριθμητική.
«Ένα βιβλίο τον χρόνο, μου απομένουν τόσα ενεργά χρόνια, τόσα που θα αντέχει η πλάτη μου, τόσα που το μυαλό μου θα παραμένει καθαρό, ας ελπίσουμε πως το μυαλό μου θα παραμείνει καθαρό, όχι Αλτσχάιμερ, όχι άνοια, όχι εγκεφαλικό, όχι άχρηστα χέρια κι άχρηστα μάτια, Θεέ μου, ας γεράσω γράφοντας μέχρι τα ογδόντα όπως η Μονρό, η Κρίστι και δεν ξέρω ποιες άλλες. Πόσα βιβλία μου μένουν;
Αριθμητική.
Ετοιμασία σκύλου για κατούρημα. Παλτό, σκούφος πάνω στ’ αχτένιστα μαλλιά, κάνει ένα διαβολεμένο ψοφόκρυο εδώ και μερικές βδομάδες, λουρί, σακούλες για τα περιττώματα και για να μπορεί να μαλώνει με τις νοικοκυρούλες που την έχουν στημένη πίσω από το παράθυρο κι ωρύονται μήπως λερώσει ο δικός της σκύλος το δικό τους πεζοδρόμιο.
Κρύο. Ο σκύλος τραβάει. Τα χέρια της κομμάτια πάγου, σε λίγο παύει να τα αισθάνεται. Γάντια. Αύριο γάντια, σκέφτεται. Ποτέ δεν θα το κάνει.
«Γιαγιά!» δίνει εντολή στο σκύλο όταν επιστρέφουν.
Ο σκύλος στέκεται με τη μουσούδα στον πρώτο όροφο και περιμένει να του ανοίξει.
«Καλημέρα. Είστε καλά;» στα γρήγορα. Δεν περιμένει απάντηση. Στο μπάνιο. Γάντι φαρμακείου από το κουτί. Το φοράει. Η μάνα της κάτι λέει. Σχεδόν δεν τ’ ακούει. Λέει ‘ναι’, ‘όχι, ‘εντάξει’, ‘μπράβο’, ‘πάλι;’ Ανάλογα με το τι έχει ειπωθεί. Τραβάει το μανίκι της μάνας της και της βγάζει την ζακέτα. Ύστερα τη μπλούζα. Γυμνώνει το χέρι της μάνας της. Γυμνώνει βιαστικά και προσεκτικά το χέρι, όπως γύμνωνε κάποτε τους εραστές της.
Ξεβιδώνει το σωληνάριο. Βάζει κρέμα που «εξολοθρεύει τον πόνο», έτσι γράφει η συσκευασία. Μυρίζει καμφορά. Αλείφει το γεροντικό μπράτσο. Το χαϊδεύει όπως ήξερε να χαϊδεύει κάποτε. Της έρχονται δάκρυα. Δεν ξέρει γιατί. Δεν μπορεί να καταλάβει αν είναι για το κορμί τής μάνας της που έλιωσε ή για τα μισοξεχασμένα κορμιά των εραστών της ή αν απλά θέλει να κλάψει το δικό της κορμί. Τα καταπίνει και συνεχίζει. Παίρνει τη φαρδιά γάζα. Τυλίγει το χέρι να είναι ζεστό. Ψευδαίσθηση. Ογδόντα δύο χρονών χέρι. Όλες τις αλοιφές του κόσμου κι αν βάλεις δεν θα σταματήσει να πονάει. Κι ούτε θα ζεσταθεί.
Της ξαναφοράει τα βγαλμένα μανίκια, πετάει το γάντι στα σκουπίδια, αρπάζει το παλτό της, το λουρί του σκύλου, δίνει εντολή «Σπίτι!». Ο σκύλος τρέχει στην πόρτα. Απαντάει βιαστικά στις τελευταίες θολές ερωτήσεις αν μαγείρεψε σήμερα, τι θα φάνε, αν θα κατέβει για φαγητό. Τρέχει στην πόρτα γρήγορα σαν το σκύλο. «Σπίτι!». Σπίτι-φωλιά. Σπίτι- οχυρό. Σπίτι- σπηλιά. Σπίτι. Μοναξιά και κρύο. Σπίτι.
Μεσημεριάζει. Βάζει φαγητό. Μαγείρεμα. Ζωμός κρέατος, το σωστό αλάτι στη σωστή στιγμή, λάδι, πιπέρι, όλα ανάκατα ή όλα με αυστηρή διαδοχικότητα, ένα τσιγάρο, έβαλα αλάτι; Χαμηλώνει τη φωτιά. Φωτιά. Έπαιρνε φωτιά όταν ήταν ερωτευμένη. Μύριζε έρωτα από χιλιόμετρα. Έλαμπε σαν τα πυροτεχνήματα της Ανάστασης. Τώρα είναι πάντα νηστεία. Μεγάλη Παρασκευή. Φακές ανάλαδες και νερόβραστη σούπα.
Αριθμητική.
Πόσα βιβλία τής απομένουν να γράψει;
Αριθμητική.
Αν γράφει ένα το χρόνο, κάνουν καμιά τριανταριά.
Καλά είναι.
*Η Ευτυχία Κοσμαδοπόύλου είναι ζωγράφος και συγγραφέας