Ένας από τους μικρούς μου καθημερινούς φόβους, είναι να με πιάσει κάποιος να τον κοιτάω. Τρέμω στην ιδέα να κοιταχτώ με κάποιον στα μάτια περισσότερο από όσο χρειάζεται, είτε τον ξέρω είτε όχι. Πριν από μερικές μέρες βρέθηκα στο Μουσείο Μπενάκη που γίνεται μία έκθεση με τίτλο As One. Είναι μια έκθεση που αφορά την live performance. Σε ένα μέρος της έκθεσης περιλαμβάνεται και η μέθοδος Abramovic. Για να συμμετέχεις στην Μέθοδο δεν πρέπει να έχεις πάνω σου το κινητό, ούτε ρόλοι.
Σου φοράνε ειδικά ακουστικά για να μην ακούς. Ένα από τα τμήματα της Μεθόδου, είναι να κάτσεις απέναντι από έναν άγνωστο και να τον κοιτάξεις στα μάτια. Μία από τους συνοδούς με πήρε από το χέρι και με οδήγησε σε μία καρέκλα και εκείνη έκατσε απέναντί μου. Είχα εκείνη την σιγουριά ότι μόλις κοιταχτούμε θα βάλω τα γέλια. Αλλά δεν τα έβαλα. Το βλέμμα της ήταν χαλαρό, συγκαταβατικό θα έλεγα. Δεν θυμάμαι καθαρά τα χαρακτηριστικά του προσώπου της, θολά σαν όνειρο, μόνο τα μάτια.
Δεν μπορούσα να αντιληφθώ τον χρόνο αλλά πρέπει να ήταν λίγα λεπτά μετά, δεν σκεφτόμουν κάτι, ένιωθα πολύ άνετα. Και τοτε ήταν που βγηκε όλος ο πόνος από μέσα μου. Δάκρυσα, έκλαψα γοερά, δυνατά, και δεν με ένοιαζε που ήταν και άλλοι εκεί γιατί ηταν σαν να είμασταν μόνο εμείς οι δύο. Δεν ήξερα το γιατί. Δεν είχα σκεφτεί κάτι στενάχωρο. Ήταν λες και αυτά τα μάτια ήταν το κλειδί για να ανοίξουν οι πύλες όλης μου της στεναχώριας και της πίκρας που κουβαλούσα όλα αυτά τα χρόνια. Το βλέμμα μιας άγνωστης με λύτρωσε. Ήρθε πιο κοντά μου, μου κράτησε τα χέρια και με κοιτούσε μέχρι να σταματήσουν οι λυγμοί μου.
Όταν ηρέμησα άφησα τα χέρια της και συνεχίσαμε να κοιταζόμαστε σαν να μην συνέβη τίποτα. Τα δάκρυά μου κυλούσαν ακόμη αλλά ένιωθα ευγνωμοσύνη. Όταν τελείωσε η άσκηση με αγκάλιασε σφιχτά και έφυγε. Το βλέμμα της ήταν το καθαρτήριό μου. Μια ματιά τόσο οικεία, που δεν την έχω νιώσει ποτέ με ανθρώπους που τους ξέρω χρόνια.